Ένα πρόσωπο που αχνοφαίνεται. Τα χρώματα στον καμβά θολώνουν. Ένα σβήσιμο δίνει τη θέση του στα αληθινά χαρακτηριστικά. Από εκεί και πέρα ο καθένας με τη φαντασία του ολοκληρώνει τον πίνακα. Με μικρές πινελιές δίνει μια άλλη ερμηνεία. Ελάχιστοι ξέρουν τι συνέβη. Ποιος ήταν πραγματικά ο μυστηριώδης ποιητής με το γαλάζιο λινό κοστούμι και το καπέλο που πόζαρε με τόση αυτοπεποίθηση, λίγο πριν τον Μεγάλο Πόλεμο, σ΄ αυτό τον χαμένο από καιρό κήπο...
Το εξώφυλλο στο νέο
βιβλίο του Άλαν Χόλινγκχερστ «Το παιδί
του ξένου» (μτφ. Αντώνης Καλοκύρης, εκδ.
Καστανιώτη) αποτυπώνει επακριβώς την
ουσία του μυθιστορήματος: Τον τρόπο με
τον οποίο η φήμη αλλοιώνει την
πραγματικότητα και η επίπλαστη εικόνα
σκεπάζει τις αληθινές προσθέσεις.
Η ιστορία που αφηγείται
ο συγγραφέας ξεκινά στα τέλη του
καλοκαιριού του 1913. Ο νεαρός ποιητής,
αριστοκρατικής καταγωγής, Σέσιλ Βαλάνς
επισκέπτεται για το Σαββατοκύριακο το
σπίτι του συμφοιτητή στο Κέιμπριτζ και
εραστή του Τζορτζ Σολ. Στα Δύο Εκτάρια,
όπως ονομάζεται το κτήμα των Σολ, τον
υποδέχονται η μητέρα και τα δύο αδέρφια
του Τζορτζ. Σε ένα υπέροχο καλοκαιρινό
σκηνικό, με ηλιόλουστες νωχελικές
απολαύσεις στον κήπο, οι δύο άντρες
ξεκλέβουν με δυσκολία χρόνο για να
μείνουν μόνοι, αφού η 16χρονη Δάφνη, η
μοναχοκόρη της οικογενείας, τους
παρακολουθεί στενά. Γοητευμένη από τον
Σέσιλ, θα γίνει ο άθελά της ο άνθρωπος-κλειδί
ολόκληρου του βιβλίου. Γύρω από αυτήν
θα περιστρέφονται όλα: οι αλήθειες, τα
ψέματα, οι κρυφές επιθυμίες, τα
ανικανοποίητα όνειρα, τα πραγματικά
κίνητρα και όλες εκείνες οι προσπάθειες
για να κρυφτούν στα βάθη του χρόνου. Η
Δάφνη θα γίνει το ανάχωμα πίσω από το
οποίο ο ίδιος ο Σέσιλ θα καλυφθεί στη
μάχη του με τη φήμη.
Αν και στην αρχή το
αφηγηματικό εύρημα του συγγραφέα να
μετατοπίσει το κέντρο βάρους του
μυθιστορήματος από τον Σέσιλ στη Δάφνη
με ξένισε, πολύ γρήγορα απόλαυσα τις
εναλλαγές των προσώπων σε κάθε κεφάλαιο.
Νέοι ήρωες μπαίνουν διαρκώς στο παιχνίδι
και προσφέρουν μια διαφορετική οπτική
των γεγονότων, φωτίζουν κι άλλες πτυχές.
Έτσι ώστε μέχρι το τέλος του βιβλίου να
μαθαίνεις διαρκώς κι άλλα πράγματα.
Διαβάζοντας το «Παιδί
του ξένου», σε πολλά σημεία μού ερχόταν
στο νου η Αθανασία του Μίλαν Κούντερα
(μτφ. Κατερίνα Δασκαλάκη, εκδ. Εστία). Τα
δύο βιβλία πραγματεύονται το ίδιο θέμα,
την υστεροφημία και τον τρόπο με τον
οποίο επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων.
Ο Χόλινγκερστ χρησιμοποιεί βεβαίως
διαφορετικά «υλικά» από τον Κούντερα,
ωστόσο καταλήγει στο ίδιο ακριβώς
συμπέρασμα: τη ματαιότητα. Η αλήθεια θα
λάμψει αργά ή γρήγορα, όσα εμπόδια κι
αν συναντήσει.
Ορισμένες στιγμές έχεις
την εντύπωση ότι ο Χόλινγκχερστ φλυαρεί,
ωστόσο κάνοντας ένα βήμα πίσω και
παρατηρώντας πιο προσεκτικά αλλά από
απόσταση όσα αφηγείται, ανακαλύπτεις
ότι όλες αυτές οι λεπτομέρειες συνθέτουν
με μαεστρία την εξαιρετική τοιχογραφία
μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί.
Η Αγγλία των αρχών του περασμένου αιώνα.
Οι βικτοριανοί πύργοι που αργότερα
έγιναν κολέγια, οίκοι ευγηρίας, ιδιωτικές
κλινικές, η εδουαρδιανή εξωστρέφεια
και ανεμελιά που χάθηκε μέσα στην αχλή
του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, οι
κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που
δημιούργησε και το πλήγμα που επέφερε
στην αριστοκρατία. Κυρίως όμως η
ομοφυλοφιλία -το κυρίαρχο θέμα στα
βιβλία του βραβευμένου με Booker συγγραφέα,
η αρχιτεκτονική του ψεύδους και οι
συμβάσεις ενός κόσμου που ακόμα και
σήμερα παλεύει -χωρίς δυστυχώς να τα
καταφέρνει- να αναγνωρίσει το δικαίωμα
ενός ανθρώπου να είναι απλώς ο εαυτός
του. Όλες αυτές οι πρόσφατες συζητήσεις
για το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομόφυλων
ζευγαριών, οι αφορισμοί, οι μεσαιωνικές
υστερίες, αλλά και το άγριο ομοφοβικό
κύμα που σαρώνει για παράδειγμα τη
Ρωσία, δίνουν στο βιβλίο μια επικαιρότητα
και αναδεικνύουν εκτός από τη λογοτεχνική
του αξία και άλλη μία χρησιμότητα: Ο
αναγνώστης μένει στο φινάλε με τη βαθιά
επίγνωση ότι ο πολιτισμένος κόσμος μας
ακόμα παραμένει ένα ξέφωτο σε μια αχανή,
σκοτεινή ζούγκλα υποκρισίας.
Υ.Γ. Το βιβλίο είναι
στενά συνδεδεμένο με την ποίηση και τη
μουσική. Υπάρχει μια μαγική περιγραφή
στο πρώτο κεφάλαιο για τον Ιπτάμενο
Ολλανδό του Βάγκνερ, η οποία δείχνει
πόσο σπουδαίος συγγραφέας είναι ο
Χόλινγκχερστ. Θεωρώ τεράστιο προσόν
για έναν αφηγητή να μπορεί να μετατρέπει
τις λέξεις σε νότες. Να διαβάζεις και
να είναι σαν ακούς μουσική: «Η ορχήστρα
ακουγόταν καλύτερα από εδώ, σαν αληθινή
μπάντα που παίζει κάπου στο βάθος. Για
μια στιγμή φαντάστηκε το φωτισμένο
σπίτι πίσω τους σαν πλοίο μέσα στη νύχτα
(...) Η μουσική της άγριας καταιγίδας όπου
φανταζόσουν τους άνδρες κρεμασμένους
στα άρμενα, και μετά, όταν η καταιγίδα
κόπαζε, η ομορφότερη μελωδία που είχε
ακούσει ποτέ, κυματιστή, εκστατική και
ελεύθερη κι όμως έντονα θλιμμένη, και
σε κάθε περίπτωση κατά κάποιον τρόπο
αναπόφευκτη».