Λένε πως η ιστορία έχει
την κακή συνήθεια να επιστρέφει πάντα
σαδιστικά, ξανά και ξανά, στον τόπο του
εγκλήματος. Να επαναλαμβάνει με εμμονή
τις πιο σκοτεινές στιγμές της, αλλάζοντας
μόνο τις χρονολογίες, τα ονόματα και
τις τοποθεσίες. Για το λόγο αυτό τα
ιστορικά αφηγήματα θα είναι πάντα
επίκαιρα: Όπως το πολύ δυνατό πολιτικό
νουάρ μυθιστόρημα του Ντιντιέ Ντενένξ
«Έγκλημα και μνήμη» που κυκλοφορεί από
τις εκδόσεις Πόλις.
Ο Γάλλος συγγραφέας
και δημοσιογράφος μας μεταφέρει στο
Παρίσι, τον Οκτώβριο του 1961. Κατά τη
διάρκεια μιας πορείας χιλιάδων Αλγερινών
μεταναστών που διαδηλώνουν για την
ανεξαρτησία της Αλγερίας, ένας Γάλλος
καθηγητής ιστορίας πέφτει νεκρός. Είκοσι
χρόνια μετά, στην Τουλούζη δολοφονείται
ο γιος του, ο οποίος έψαχνε τα αρχεία
που είχαν σχέση με το μυστηριώδη θάνατο
του πατέρα του. Ο επιθεωρητής Καντέν
αναλαμβάνει να ανακαλύψει το δράστη
και παράλληλα αν οι δύο δολοφονίες
σχετίζονται μεταξύ τους.
Σε αυτό το μικρό σε
έκταση βιβλίο των 215 σελίδων ο Ντενένξ
ανοίγει πυρ με λέξεις. Χρησιμοποιεί μια
αστυνομική ιστορία σαν αφορμή για να
αφηγηθεί τα πραγματικά γεγονότα της
μαζικής σφαγής των Αλγερινών διαδηλωτών
στη γαλλική πρωτεύουσα. Τότε που ο Μωρίς
Παπόν -αρχηγός της αστυνομίας και
μετέπειτα βουλευτής και Υπουργός
Προϋπολογισμού (1978-1981) επί προεδρίας
Βαλερί Ζισκάρ ντ' Εστέν- οργάνωσε με
σαδιστική προσήλωση την άγρια καταστολή
μιας ειρηνικής -όπως αποδείχτηκε-
πορείας. Η διαδήλωση των άοπλων Αλγερινών
μεταναστών (μεταξύ των οποίων έγκυες
γυναίκες, μητέρες με μικρά παιδιά στα
καροτσάκια, ηλικιωμένοι) μετατράπηκε
σε μια πρωτοφανή θηριωδία με άγνωστο
μέχρι σήμερα τον ακριβή αριθμό των
θυμάτων.
Οι μαρτυρίες των
φωτορεπόρτερ και των ξένων τηλεοπτικών
συνεργείων που βρέθηκαν στους δρόμους
του Παρισιού εκείνη τη νύχτα είναι
συγκλονιστικές:
- Αστυνομικοί
νεκροί υπήρξαν;
- Όχι, ούτε
ένας. Ούτε και τραυματίες. Μερικοί
μπάτσοι μού ζητούσαν όμως να τους
φωτογραφίσω ποζάροντας σαν κυνηγοί,
με το πόδι πάνω στο κορμί κάποιου
Αλγερινού... Και τώρα που το ξανασκέφτομαι,
αυτό με είχε πραγματικά εκπλήξει. Οι
διαδηλωτές ήταν άοπλοι. Ποτέ τους δεν
αποπειράθηκαν κάποιοι αντεπίθεση. Μόνο
να κρυφτούν κάπου ήθελαν, σε κάποια
είσοδο σπιτιού, να ξεφύγουν. Αυτά που
έβλεπα ήταν σε πλήρη αντίθεση με τις
όσες πληροφορίες μετέδιδε το συντονιστικό
κέντρο. (...) Έξι πτώματα μέτρησα μέσα σε
ένα τέταρτο της ώρας... Και δεν μιλάω
για τους τραυματίες. Από εκεί, από τη
Μαντλέν, πήγα στην Όπερα. Έπεφτε ξύλο
άγριο σε όλη τη γειτονιά. Θυμάμαι σαν
να ήταν τώρα μια σκηνή, όταν μια ομάδα
διαδηλωτών που τους κυνηγούσαν οι
μπάτσοι μπήκε να σωθεί στο Καφέ ντε λα
Παι, στη λεωφόρο Καπυσίν. Δεν χρειάστηκε
καν να μπουκάρουν μέσα οι μπάτσοι. Τους
αντικατέστησαν πελάτες και γκαρσόνια...
Η αστυνομία συνέλαβε
με απίστευτη αγριότητα περίπου 10.000
αλγερινούς. Κάποιοι εκτελέστηκαν, άλλοι
κατέληξαν από τα τραύματά τους στριμωγμένοι
σε απάνθρωπες συνθήκες μέσα σε κρατητήρια,
γήπεδα και αποθήκες, αφού το πολιτισμένο
Γαλλικό κράτος που τους επιτέθηκε με
μανία δεν φρόντισε να τους προσφέρει
καμιά ιατρική περίθαλψη.
«Η Αστυνομική Διεύθυνση
παραδέχτηκε πως υπήρξαν τέσσερις έως
δέκα νεκροί, τα ανακοινωθέντα είναι
αντιφατικά. Το Νομαρχιακό Συνδικάτο
Αστυνομικών δημοσίευσε έναν απολογισμό
που αναφέρει εξήντα εξακριβωμένους
νεκρούς. Αντίθετα, η Ένωση Δικαιωμάτων
του Ανθρώπου (...) αναφέρει διακόσιους
νεκρούς τη βραδιά των ταραχών και άλλους
τόσους κατά τη διάρκεια της εβδομάδας
που ακολούθησε».
Η Γαλλία για χρόνια
κουκούλωσε την εθνική της ντροπή, γιατί
σε αυτή τη ρατσιστική θηριωδία δεν
συμμετείχαν μόνο οι δυνάμεις καταστολής
του σαδιστή Παπόν, αλλά και ένα τεράστιο
ποσοστό Γάλλων πολιτών που έβλεπε σαν
απειλή τους Πιε-νουάρ («Μαύρα Πόδια»,
όπως αποκαλούσαν τους Γαλλικής καταγωγής
μετανάστες που έρχονταν από το Αλγέρι).
«Η Γενική Επιθεώρηση
των Αστυνομικών Υπηρεσιών ερεύνησε το
θέμα τον Οκτώβριο του 1961 πιεζόμενη από
τους βουλευτές και τους γερουσιαστές
της αντιπολίτευσης. (...) Είχαν αναθέσει
σε εφτά δικαστικούς να ερευνήσουν το
θέμα με την ευθύνη του τότε υπουργού
Εσωτερικών. (...) Χρειάστηκε να παρέμβουν
οι δικαστές για να διαπιστωθούν μεταξύ
άλλων τα αίτια θανάτου κάπου εξήντα
ατόμων που τα πτώματά τους είχαν
μεταφερθεί στο Ιατροδικαστικό Ινστιτούτο
την επόμενη της διαδήλωσης. (...) Το θέμα
κρίθηκε λήξαν. Σύμφωνα με τα συμπεράσματα
της έκθεσης η παρισινή αστυνομία εκτέλεσε
απλώς την αποστολή που της ανατέθηκε
προφυλάσσοντας την πρωτεύουσα από
ταραχές που προκάλεσε μια τρομοκρατική
οργάνωση. Ελάχιστα στοιχεία δόθηκαν
στη δημοσιότητα».
Ευτυχώς, μπορεί την
ιστορία να τη γράφουν οι νικητές
αποκρύπτοντας τις μελανές στιγμές,
υπάρχει όμως και η λογοτεχνία που έρχεται
και συμπληρώνει τα κενά που σκοπίμως
έχουν μείνει να χάσκουν στην μνήμη των
κρατών. Ο Ντιντιέ Ντενένξ αψηφώντας τα ταμπού που έκρυβαν την
αλήθεια, έγραψε το 1983 αυτό το βιβλίο που
αν και αρχικά ενόχλησε στη συνέχεια
έριξε φως σε μια σκοτεινή, ντροπιαστική
στιγμή της Γαλλίας και συνετέλεσε στην
ιστορική αποκατάσταση των γεγονότων
του 1961. «Το 1999 η Εισαγγελία του Παρισιού
αναγνώρισε και επίσημα τη διάπραξη του
εγκλήματος, ενώ το Γαλλικό Υπουργείο
Παιδείας ενέταξε το Έγκλημα και μνήμη
στο σχολικό πρόγραμμα των λυκείων της
χώρας».
Σήμερα, το βιβλίο αυτό
είναι ξανά επίκαιρο. Σε μια Ευρώπη που
παραδίδεται ολοένα και περισσότερο στη
βία, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, σε
χώρες που βομβαρδίζονται με πρωτοφανή
αγριότητα από οικονομικά μέτρα, σε
πόλεις που φλέγονται και σε πλατείες
που ματώνουν σε κάθε συλλαλητήριο, ένα
βιβλίο σαν αυτό δεν μπορεί παρά -τηρουμένων
των αναλογιών- να θεωρείται δυστυχώς
απολύτως σύγχρονο.
Υ.Γ. Για την ιστορία, ο
Μωρίς Παπόν καταδικάστηκε στις 2 Απριλίου
1998 σε κάθειρξη δέκα ετών για εγκλήματα
κατά της ανθρωπότητας, λόγω του ρόλου
που διαδραμάτισε στην εκτόπιση Εβραίων
κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου
Πολέμου. Εξέτισε τρία χρόνια από την
ποινή του και αποφυλακίστηκε για λόγους
υγείας. Πέθανε λίγες ημέρες αργότερα,
σε ηλικία 96 ετών, χωρίς ποτέ να αποδεχθεί
την καταδίκη του από το δικαστήριο του
Μπορντό.