Στην
Ιστορία, όπως και στην καλή λογοτεχνία
άλλωστε, τα πράγματα δεν είναι ποτέ
απλά, ούτε υπάρχουν καθαρά σχήματα ή
εύκολες ερμηνείες. Οι «καλοί» και οι
«κακοί» των γουέστερν, οι «ήρωες» και
οι «προδότες» του εύκολων μπλογκμπάστερ,
μπαίνουν σε πολλά εισαγωγικά, εισαγωγικά
που χωρούν τις χίλιες δυο διαφορετικές
πτυχές των γεγονότων, εισαγωγικά που
φωτίζονται από μακροχρόνιες έρευνες.
Έτσι αν η ίδια η Ιστορία που οδηγεί σε
επίπονες και ενοχλητικές αλήθειες είναι
ένα απαιτητικό εγχείρημα, η συγγραφή
ενός ιστορικού μυθιστορήματος είναι
μια διαρκής άσκηση ισορροπίας σε ένα
τεντωμένο σκοινί. Ο Πιέρ Ασουλίν είναι
πρωταθλητής σε αυτό το επικίνδυνο σπορ.
Στο σύντομο αλλά περιεκτικό μυθιστόρημά
του «Ένας πύργος στη Γερμανία –
Ζιγκμαρίνγκεν» (εκδ. Πόλις), αφηγείται
ένα κομμάτι από την πιο σκοτεινή σελίδα
στην ιστορία της Γαλλίας, τη «φυγάδευση»
το Φθινόπωρο του 1944 της δωσιλογικής
κυβέρνησης του Βισύ -του στρατάρχη
Πεταίν, του αντιπροέδρου και πρωθυπουργού Λαβάλ και του υπουργικού συμβουλίου- στον
πύργο του Ζιγκμαρίνγκεν της Γερμανίας
ύστερα από την απόβαση των συμμαχικών
δυνάμεων στη Νορμανδία. Βάζω τη λέξη
φυγάδευση σε εισαγωγικά, καθώς οι
δωσίλογοι είχαν ουσιαστικά συλληφθεί
από τον Χίτλερ και παρέμεναν έγκλειστοι
στο χρυσό κλουβί της δυναστείας των
Χοέντσολερν.
Για
να κατανοήσει κανείς την πολυπλοκότητα
του μυθιστορήματος πρέπει να γνωρίζει
το αληθινό ιστορικό πλαίσιο στο οποίο
κινείται η αφήγηση του Ασουλίν, κυρίως
όμως όσα προηγήθηκαν από τη μετακίνηση
των δωσίλογων στο Ζιγκμαρίνγκεν. Μετά
την εισβολή των χιτλερικών στρατευμάτων
στις 14 Ιουνίου του 1940 στο Παρίσι και την
παραίτηση του Γάλλου προέδρου Αλμπέρ
Λεμπρέν και του πρωθυπουργού Πωλ Ρεϊνώ,
την εξουσία του ελεύθερου τμήματος της
Γαλλίας ανέλαβε ο στρατάρχης και ήρωας
του Ά Παγκοσμίου Πολέμου Φιλίπ Πεταίν.
Ο Πεταίν, ο οποίος, όπως αναφέρει ο Μαρκ
Μαζάουερ στο βιβλίο του «Η Αυτοκρατορία του Χίτλερ: Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη» (εκδ.
Αλεξάνδρεια),
υποσχόταν να «εκκαθαρίσει τη Γαλλία
από τους Εβραίους, τους κομμουνιστές
και τους μασόνους», ήταν αρκετά δημοφιλής
και μεγάλο τμήμα της γαλλικής κοινωνίας
τον θεωρούσε ιδανική επιλογή ελπίζοντας
ότι θα λειτουργήσει ως κυματοθραύστης
στη γερμανική επέλαση, ελαχιστοποιώντας
τις συνέπειες με μία συνεργασία που θα
δεν θα έπληττε το κύρος της χώρας.
Πράγματι οι
Γάλλοι μετά τη συνθηκολόγηση με τους
Γερμανούς στις 22 Ιουνίου του 1940, όπως
εξηγεί στο βιβλίο του «H Ευρώπη: 1870-1970» (εκδ. Βάνιας) ο
ιστορικός James
Joll,
απολάμβαναν τα περισσότερα προνόμια
από τους ναζί μεταξύ των κατακτημένων
ευρωπαϊκών λαών. Η ανακωχή χώρισε τη
Γαλλία στα δύο: Το βόρειο τμήμα κατείχαν
οι Γερμανοί και στο νότιο ο Πεταίν
εγκατέστησε την κυβέρνησή του στη
λουτρόπολη του Βισύ, από την οποία πήρε
το όνομά της. Παράλληλα ο στρατηγός Ντε
Γκωλ εκπροσωπούσε το κομμάτι της Γαλλίας
που έφριττε με την ιδέα της συνεργασίας
με τον κατακτητή και οργάνωνε από το
Λονδίνο όπου κατέφυγε τη σθεναρή
αντίσταση στους ναζί εισβολείς αλλά
και στους Γάλλους συνεργάτες τους. Η
πλειοψηφία του επιχειρηματικού κόσμου
στήριξε τον Πεταίν γιατί θα έκλεινε το
δρόμο στα συνδικάτα και τους συνδικαλιστές,
η εκκλησία βολευόταν με τις συντηρητικές
του θέσεις, οι δεξιοί τον έβλεπαν ως μια
χρυσή ευκαιρία να χτυπηθεί η αριστερά,
με την οποία είχαν ανοιχτούς λογαριασμούς
από πολύ παλιά (την υπόθεση Ντρέιφους
ή ακόμα και τη Γαλλική Επανάσταση). Η
Γαλλία ήταν ήδη κλονισμένη βαθιά από
μια εσωτερική διχόνοια. Κατά τον Μαζάουερ,
«η ιστορία της συνεργασίας μοιάζει μ'
εκείνες τις απελπιστικά περίπλοκες
οικογενειακές έριδες που ο κατακτητικός
πόλεμος της Γερμανίας αποκάλυψε και
επιδείνωσε κατά πολύ, και εξηγεί γιατί
η κατοχή απείλησε τόσο πολύ την εθνική
ενότητα και γιατί παραμένει τόσο λεπτό
ζήτημα ακόμα και σήμερα». Γιατί όμως
τόσο μεγάλο ποσοστό των πολιτών άργησε
να δει το δωσιλογικό πρόσωπο της
κυβέρνησης του Βισύ; Σύμφωνα με τον ίδιο
ιστορικό: «Στραπατσαρισμένη, ζαβλακωμένη,
λαβωμένη από το χάος, την εγκληματικότητα
και την εκπληκτικά γρήγορη κοινωνική
αποδιάρθρωση που έζησαν εκατομμύρια
άνθρωποι την ώρα του πανικόβλητου
φευγιού μπροστά στους προελαύνοντες
Γερμανούς, η χώρα ασπάστηκε την
καθησυχαστική εικόνα του στρατάρχη,
που είχε βάλει τέρμα στις συγκρούσεις
και είχε αποκαταστήσει την ηρεμία. Έτσι
προέκυψε προσωπολατρία, και το φουαγιέ
του Οτέλ ντυ Παρκ στο Βισύ κατακλύστηκε
από δώρα, εκατοντάδες κωμοπόλεις και
χωριά έδωσαν το όνομα του Πεταίν σε
δρόμους και πλατείες. Ο Πεταίν δεν έκανε
τίποτα για να αποτρέψει αυτές τις
προσκυνήσεις. Σαφές δόγμα δεν υπήρχε,
ούτε κόμμα ούτε σύνταγμα, έτσι τίποτα
δεν ενσάρκωνε πιο απτά τη Νέα Τάξη στη
Γαλλία από το πρόσωπό του».
Ο
Πεταίν όμως παραήταν μετριοπαθής τόσο
για τα δεδομένα των Γερμανών όσο και
για εκείνα των Γάλλων ακροδεξιών, οι
οποίοι επιθυμούσαν βεβαίως έναν πιο
σκληροπυρηνικό ηγέτη στο τιμόνι και το
ρόλο αυτό ανέλαβε με τη στήριξη των
Γερμανών ο πρωθυπουργός της κυβέρνησης
του Βισύ Πιερ Λαβάλ. Συνιδρυτής της πιο
ισχυρής παραστρατιωτικής ακροδεξιάς
ομάδας, της οργάνωσης Milice, έγινε το
αντίπαλον δέος του Πεταίν, με τη στήριξη
του Γερμανού πρέσβη στο Παρίσι Όττο
Άμπετζ, και η εξουσία του ενισχύθηκε
πάρα πολύ από τους ναζί, όταν οι τελευταίοι
έχασαν την εμπιστοσύνη τους στη Γαλλική
αστυνομία. Ο
Πεταίν συγκρούστηκε με τον Λαβάλ, διότι
ο τελευταίος προσπάθησε να κλείσει πίσω
από την πλάτη του μια συμφωνία με τον
Γκέρινγκ για στρατιωτική συμμαχία του
κουτσουρεμένου γαλλικού στρατού με τη
Βέρμαχτ. Γύρω από το δίπολο Πεταίν-Λαβάλ
στήθηκε ένα γαϊτανάκι δωσίλογων, τους
οποίους οι ναζί χρησιμοποιούσαν τόσο
για να ελέγχουν το ελεύθερο τμήμα της
Γαλλίας όσο και για ασπίδα στις συμμαχικές
δυνάμεις.
«Καθώς
η Ευρώπη μετατοπιζόταν προς τα δεξιά,
η ίδια η δεξιά αποκάλυπτε τα πολλά της
πρόσωπα» (Μαζάουερ). Αυτή την πολυπλοκότητα
μιας Γαλλίας διχασμένης ακόμα και στους
κόλπους των δωσίλογων, περιγράφει
αριστοτεχνικά ο Ασουλίν, αποδεικνύοντας
πόσο σπουδαίος συγγραφέας είναι. Ο
πύργος του Ζιγκμαρίνγκεν είναι μια
μικρογραφία του Βισύ, των παρασκηνιακών
κινήσεων, των συμμαχιών, των ανταγωνισμών
και των εχθροτήτων μεταξύ των διεκδικητών
της εξουσίας. Ο Γάλλος συγγραφέας δεν
πέφτει στην παγίδα να καταφύγει σε
εύκολους συναισθηματισμούς. Να κάνει
τα πρόσωπα της αφήγησης συμπαθητικά ή
αντιπαθητικά, να μπει στον πειρασμό να
ανατρέψει την εικόνα τους με εύκολα
παραπολιτικά σχόλια και ιστορικά
κουτσομπολιά-πυροτερχνήματα που
συνηθίζονται σε μυθιστορηματικές
βιογραφίες γραμμένες για να γίνουν
bestseller. Εδώ μιλάμε για σπουδαία λογοτεχνία
που υπογραμμίζει το γεγονός ότι η
πραγματικότητα είναι ένα άθροισμα
πολλών στοιχείων, ένα σύνολο διαφορετικών
πτυχών.
Ο
Πιερ Ασουλίν πιάνει το νήμα της αφήγησης
από τη στιγμή που οι δωσίλογοι του
Βισύ μεταφέρονται στον πύργο των
Χοέντσολερν. Με χειρουργική λεπτότητα εστιάζει με τη βοήθεια της
μυθοπλασίας αποκλειστικά μόνο σε όσα
συμβαίνουν μέσα στον πύργο όπου ζουν
οι κρατούμενοι Γάλλοι συνεργάτες του
Χίτλερ. Οι κακές σχέσεις του Πεταίν και
του Λαβάλ, των δύο αντρών που χρησιμοποιούσε
ως μαριονέτες ο Χίτλερ πυροδοτώντας
-κατά την πρακτική διαίρει και βασίλευε-
τον μεταξύ τους ανταγωνισμό, δημιουργούν
ένα τοξικό περιβάλλον που οδηγεί σε
κωμικοτραγικές καταστάσεις (απολαυστική
η σκηνή όπου η σύζυγος ενός υπουργού
της τέως κυβέρνησης του Βισύ κλέβει
πολύτιμα σερβίτσια). Ίντριγκες, παιχνίδια
εξουσίας, χυδαίοι ανταγωνισμοί
ξεδοντιασμένων κροκόδειλων που τρώνε
με χρυσά κυριολεκτικά κουτάλια όσο ο
κόσμος, τόσο στη Γερμανία και τους
κατακτημένους λαούς όσο και στις στις
χώρες των συμμαχικών δυνάμεων, λιμοκτονεί.
Τα γεγονότα αφηγείται με λεπτή ειρωνεία
ο μπάτλερ των Χοέντσολερν, ο οποίος με
τα SS στα πόδια του παραμένει στον πύργο
υπηρετώντας -περισσότερο προστατεύοντας
τον πύργο που έχει επιταχθεί από τον
Χίτλερ- τους έγκλειστους «vip καλεσμένους»
των ναζί.
Το
βιβλίο του Ασουλίν είναι από την πρώτη
έως την τελευταία σελίδα απολαυστικό.
Είναι γεμάτο με μουσική (θα καταλάβετε
γιατί), αλλά και αναφορές σε υπαρκτά
πρόσωπα (πχ ο Σελίν που τριγυρνά στο
Ζιγκμαρίνγκεν με μια γάτα κρυμμένη στη
λερή ζακέτα του). Έκπληξη: ένας έρωτας
που ανθίζει ως αντίβαρο στον πόλεμο που
μαίνεται έξω από τον πολυτελή πύργο.
ΥΓ.
Τα δραματικά γεγονότα των ημερών του
Πεταίν περιγράφει στο συγκλονιστικό
μυθιστόρημά του «Κύριε Διοικητά» (εκδ.
Πόλις) και ο Ρομαιν Σλοκόμπ. Όπως φαίνεται
και στο σπουδαίο βιβλίο του Σλοκόμπ τα
πράγματα σε κάθε πόλεμο ή πολιτική κρίση
είναι πολύπλοκα. Φυσικά δεν συνεργάστηκαν
όλοι οι Γάλλοι με τους ναζί, ενώ ακόμα
και στους κόλπους των δωσίλογων του
Βισύ, όπως εξηγεί ο Μαρκ Μαζάουερ αλλά
δείχνει και ο Ασουλίν στο βιβλίο του,
υπήρχαν μυστικοί πράκτορες που βοηθούσαν
κρυφά τα πολύ σημαντικά αντιστασιακά
δίκτυα της Γαλλίας. Υπήρχαν βέβαια και
πολλοί από επιχειρηματικούς,
εκκλησιαστικούς, καλλιτεχνικούς κόλπους
που ενώ υπήρξαν στυλοβάτες, χρηματοδότες
ή φανατικοί υποστηρικτές του δωσιλογικού
καθεστώτος του Βισύ αργότερα, στο παρά
πέντε όταν είδαν τα σκούρα, πέρασαν στην
αντίσταση παριστάνοντας τους ήρωες.