Σας έχει τύχει ποτέ να
αντιπαθήσετε τον ήρωα/ίδα ενός βιβλίου;
Η Ειρήνη του Πολ Μοράν στο μυθιστόρημα
Λιούις και Ειρήνη (εκδ. Καλέντη, μτφρ.
Βάσω Νικολοπούλου, Νίκη Καρακίτσου-Dougé)
μπαίνει σε καλή θέση στη δική μου...
αντι-λίστα.
Είναι ένα πολύ όμορφο
κορίτσι, δυστυχώς όμως, με χίλιες δυο
αγκυλώσεις, εντελώς δυσλειτουργικό.
Ένας άνθρωπος συντηρητικός, βαθιά
συμπλεγματικός, που, λίγο ικανοποιημένος
να είσαι από τη ζωή σου, κάνεις το σταυρό
σου να μην τύχει στο δρόμο σου. Μεγαλωμένη
σε ένα αυστηρό περιβάλλον, κόρη μιας
ελληνικής καταγωγής οικογένειας
Τραπεζιτών από την Τεργέστη, ζει σαν
ταριχευμένη και μουμιοποιημένη, δεμένη
με χίλιες δυο συμβάσεις που δεν σπάνε
ούτε όταν συναντά το μεγάλο έρωτα.
Ο Λιούις, από την άλλη,
είναι ένας μπον βιβέρ που εργάζεται στο
χρηματιστήριο και απολαμβάνει δίχως
περιττές ενοχές τη ζωή του. Διατηρεί
ένα κομψό διαμέρισμα στο Παρίσι, κινείται
με άνεση στα κοσμικά σαλόνια της εποχής
και κάνει σημαία του το τρίπτυχο ευτυχίας
ενός περιζήτητου εργένη: ησυχία-ερωτική
πολυφωνία-ελευθερία. Σε ένα μικρό κόκκινο
καρνέ (πόσο Twenties!) σημειώνει πληροφορίες
για όλες τις γυναίκες που κατέκτησε.
Όλα αυτά μέχρι που συναντά στη Σικελία,
όπου έχει πάει για να αγοράσει ένα
ορυχείο, την Ειρήνη, κληρονόμο της
Τράπεζας Αποστολάτου. Η εντυπωσιακή
γυναίκα με τα στιλπνά μαύρα μαλλιά (η
περιγραφή της μου φέρνει στο νου την
Ειρήνη Παππά), βάζοντας χίλια δυο εμπόδια
στα σχέδια του Λιούις, τον πείθει να
εξαγοράσει το ορυχείο του. Εκείνος,
επιστρέφοντας στο Παρίσι, την ερωτεύεται
με πάθος και τη διεκδικεί.
Η ιστορία του σύντομου μυθιστορήματος εκτυλίσσεται στη δεκαετία του 1920. Οι
περιγραφές του Μοράν είναι όπως σε όλα
του τα βιβλία υπέρκομψες. Σκιαγραφούν
μια γενιά που παραδίδεται στις απολαύσεις
μετά το τέλος του Μεγάλου Πολέμου. Οι
γυναίκες απαλλαγμένες από τους αυστηρούς
κορσέδες της παλιάς εποχής, διεκδικούν
το δικαίωμα μιας ελεύθερης ζωής.
Ερωτεύονται, μεθούν, επαναστατούν,
χορεύοντας τζαζ σε φωταγωγημένους
κήπους και σάλες σαν αυτές που περιγράφει
στα βιβλία του και ο Σκοτ Φιτζέραλντ. Η
Ειρήνη δεν είναι μία από αυτές. Ενώ
επαγγελματικά έχει διεκδικήσει το
δικαίωμα να έχει τη δική της επιτυχημένη
καριέρα (σπάνιο για εκείνη την εποχή),
προσωπικά αδυνατεί να κάνει ένα βήμα
μακριά από αυτό που έχει γαλουχηθεί να
είναι: μια γυναίκα που δεν πρέπει να
έχει μερίδιο στην απόλαυση. Η βαθιά
συντηρητική οικογένειά της τηρεί με
αυστηρότητα δεσμοφύλακα όλες τις
παραδόσεις μιας Ελλάδας, η οποία δεν
διαφέρει πολύ από το Ιράν του Χομεϊνί:
Μαυροντυμένες γυναίκες χωρίς δικαιώματα,
κακοποιημένες είτε από αυταρχικούς
συζύγους είτε -το χειρότερο- από μητέρες,
θείες, γιαγιάδες, γεροντοκόρες ξαδέρφες
που γίνονται η μια για την άλλη ο
χειρότερος δήμιος. Η περιγραφή του
πατριάρχη της οικογένειας Αποστολάτου
είναι ενδεικτική: «Δεν είχε καμιά
επιείκεια για τη νεολαία, θεωρούσε
κατακριτέο οτιδήποτε ήταν εύκολο και
ευχάριστο, επέκρινε τις κόρες του που
ξεχνούσαν τα γενέθλιά του, που πίστευαν
ότι ήταν ισότιμες, που είχαν το μυαλό
τους μόνο στη διασκέδαση, μολονότι και
οι δυο τους είχαν ξεπεράσει τα σαράντα
και είχαν ζήσει σαν καλόγριες. Τους
καταλόγιζε, επιπλέον, ότι είχαν μείνει
γεροντοκόρες, μολονότι ο ίδιος είχε
κάνει το παν για να τις εμποδίσει να
παντρευτούν. Εκείνες τον περιέβαλλαν
με φόβο, σεβασμό, θαυμασμό. Είχε κάποτε
μια σύζυγο που πέθανε επειδή την
κακοποιούσε και της φερόταν βάναυσα.
Όταν ήταν υποχρεωμένος να την αφήνει
μόνη για να πηγαίνει στην Τράπεζα,
δέσμιος της ανατολίτικης ζήλιας του,
έλυνε τα μαλλιά της δυστυχισμένης
γυναίκας και τα' πιανε ανάμεσα σε δυο
συρτάρια ενός κομό, που μετά τα κλείδωνε».
Ο Πολ Μοράν (1888-1976),
κοσμοπολίτης ο ίδιος, περιγράφει σε
κάθε μυθιστόρημά του λίγο πολύ όσα
έζησε. Γι΄ αυτό τα βιβλία του θεωρούνται
δικαίως αυθεντικές τοιχογραφίες μιας
ολόκληρης εποχής. Είχε την τύχη να
ταξιδεύει διαρκώς ως διπλωμάτης, να
γνωρίζει κόσμο, να μοιράζει το χρόνο
του μεταξύ Παρισιού, Λονδίνου, Βενετίας.
Φίλος του Μαρσέλ Προυστ, του Ζαν Κοκτό
και της Κοκό Σανέλ (της οποίας έγραψε
τη βιογραφία: Η αύρα της Σανέλ, εκδ.
Άγρα), παντρεύτηκε την Ελληνορουμάνα
πριγκίπισσα Ελένη Σούτσου. Η συνεργασία
του με την κυβέρνηση του Βισύ, στον
Β΄Παγκόσμιο Πόλεμο, τραυμάτισε την
εικόνα του και ακόμα και σήμερα αποτελεί
ένα αγκάθι στην υστεροφημία του.