Φωτόγραφία: Από το site www.dedon.de / Πολυθρόνα Nestrest του οίκου Dedon

Ένα καλό βιβλίο και μια ήσυχη γωνιά: δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο για να νιώσω απολύτως ικανοποιημένος... Δεν ξέρω για εσάς, αλλά εγώ όταν διαβάζω, θέλω απόλυτη ησυχία. Κρεβάτι, αφράτα μαξιλάρια, σιωπή και ημίφως. Ιδανικές συνθήκες δηλαδή. Ο μόνος ήχος που πρέπει να ακούγεται είναι η σελίδα που γυρίζει. Ούτε μουσική ούτε μουρμούρα από την τηλεόραση. Όταν διαβάζω, ταξιδεύω. Αφοσιώνομαι. Κλείνω πόρτες σε όλους κι ανοίγω παράθυρα στο μυαλό. Για να αποδράσω. Ταξίδια δωματίου. Ταξίδια στο άπειρο. Οι λέξεις γίνονται μονοπάτια, οι προτάσεις δρόμοι που ανοίγονται μπροστά μου. Κι οι παράγραφοι θάλασσες που με παρασύρουν στο κύμα τους για να με οδηγήσουν εκεί όπου το σώμα αδυνατεί να βρεθεί σε ένα μόνο λεπτό. «Τα μεγάλα ταξίδια και οι μεγάλες διαδρομές συμβαίνουν καμιά φορά μέσα σε λίγα τετραγωνικά μέτρα. Το μυαλό διανύει αποστάσεις τρελές την ώρα που τα πόδια μένουν καρφωμένα στο πάτωμα» γράφει η ταλαντούχα ηθοποιός του Εθνικού Θεάτρου και συγγραφέας Λένα Κιτσοπούλου στο οπισθόφυλλο της συλλογής διηγημάτων της «Μεγάλοι δρόμοι» (εκδ. Μεταίχμιο).
Από την άλλη, παρόλο που είμαι κοπρόσκυλο του καναπέ και δεν διαβάζω πουθενά αλλού αν δεν έχω βολευτεί στα μαλακά, για κάποιο λόγο εντελώς ανεξήγητο, πάντα στην τσάντα μου κουβαλάω ένα βιβλίο. Όπου κι αν πάω. Ό,τι ώρα κι αν είναι. Λες και θα μου στρώσουν να ξαπλώσω στην ουρά της τράπεζας ή θα μου ανοίξουν κανέναν καναπέ-κρεβάτι στο lounge bar αν τύχει και βαρεθώ. Μια εντελώς πρόχειρη εξήγηση που κάπως με έχει καθησυχάσει και δεν το έχω ψάξει παραπέρα, είναι ότι το βιβλίο στην τσάντα λειτουργεί σαν placebo, ένα σούπερ «εικονικό» όπλο που σκοτώνει την πλήξη. Σαν ασπίδα για ώρα ανάγκης: Σε περίπτωση που με πιάσει απελπισία εκεί έξω, εγώ έχω μαζί μου το βιβλίο μου. Ακόμα κι αν δεν το διαβάσω, είναι μια υπόσχεση φυγής. Μια έξοδος κινδύνου.
Υπό αυτή την έννοια, φυσικά, ζηλεύω πολύ όταν ακούω κάποιους να λένε ότι μπορούν και διαβάζουν στο λεωφορείο, στη στάση του μετρό, στην ουρά της εφορίας, στο μποτιλιάρισμα. Εγώ, αδύνατον να συγκεντρωθώ. Άνθρωπος με σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής, θα κρατάω το βιβλίο νευρικά, καρφωμένος στην ίδια σελίδα για κάνα τέταρτο και παράλληλα θα κοιτάω τα email στο κινητό μου, θα τουιτάρω με το ένα δάχτυλο, θα σκέφτομαι τα πιο ανούσια πράγματα, θα φτιάχνω ατελείωτες λίστες στο μυαλό: από την παρμεζάνα και το τσάτνεϊ που δεν πρέπει να ξεχάσω να πάρω από το σούπερ μάρκετ μέχρι τα Τop-30 με τα πιο σιχαμένα τραγούδια που έχω ακούσει ποτέ. Δώσε μου ένα βιβλίο (ακόμα και κάποιο που αγαπώ) σε δημόσιο χώρο, ζήτα μου να συγκεντρωθώ με το ζόρι σ' αυτό που διαβάζω και όλες οι σαβούρες του μυαλού μου θα καταφθάσουν από το υποσυνείδητο για να στήσουν χορό στο δευτερόλεπτο: Το Φεστιβάλ των Άχρηστων Σκέψεων.
Γι' αυτό λοιπόν αυτά τα πράγματα τα έχω ξεκαθαρίσει πλέον με τον εαυτό μου: Έξω δεν μπορώ με τίποτα να διαβάσω (εκτός κι αν πρόκειται για παραλία). Τουλάχιστον όχι βιβλία. Για το μετρό υπάρχουν τα άρθρα των εφημερίδων και οι αναρτήσεις των blog στα smart-phones. Για το σαλονάκι του γιατρού υπάρχουν τα περιοδικά. Τα βιβλία είναι για μέσα, τα κρατάω για την καλή την ώρα, την ανοιχτή. Για τη στιγμή που θα είμαι μόνος και θα μπορώ να τους αφοσιωθώ. Και για κάποιο λόγο αυτό λειτουργεί μόνο όταν είμαι ξαπλωμένος.
Μπορώ να ρίξω τα στάνταρ και αντί για κρεβάτι ή καναπέ, να θρονιαστώ σε μία πολυθρόνα με υποπόδιο και να διαβάσω έστω καθισμένος με τα πόδια απλωμένα. Θα διαβάσω δέκα σελίδες και στην ενδέκατη θα στριφογυρνώ νευρικά, θα φτιάχνω τα μαξιλάρια στη μέση, θα κοιτάω τα πουλάκια που πετούν στα δέντρα έξω από το παράθυρο, θα θυμάμαι κάτι υπέροχα καλοκαίρια στο νησί πριν δεκαεφτά χρόνια. Μετά θα προσπαθήσω να επαναφέρω την προσοχή μου στο βιβλίο, αλλά το παιχνίδι θα έχει χαθεί. Σε λίγο θα με ενοχλούν τα πάντα: το φως, ο ήλιος που τρυπώνει απ' τις κουρτίνες, ο σκύλος που στο ενδιάμεσο θα έχει σκαρφαλώσει πάνω μου και θα με σπρώχνει πιο 'κει διακριτικά με τα ποδαράκια, μέχρι να με κάνει να φύγω για να στρογγυλοκάτσει με την ησυχία του ανακουφισμένος.
Το πάλεψα χρόνια. Με ανάγκασα να διαβάσω στο γραφείο, στο στρατόπεδο όταν ήμουν φαντάρος ανάμεσα σε άλλους τριάντα τύπους εκ των οποίων οι είκοσι εφτά είχαν φρικτά ringtones με λαϊκά τραγούδια στο κινητό τους, στις βιβλιοθήκες μουσείων, στα πεζούλια της Διονυσίου Αρεοπαγίτου πλάι σε αφιονισμένους Γιαπωνέζους που με έλουζαν με μια βροχή από φλας, σε εστιατόρια ξενοδοχείων περιμένοντας να μου σερβίρουν το πρωινό. Τζίφος. Τα κατάφερα αλλά επί της ουσίας οι λέξεις πέρασαν απ' το μυαλό, αλλά δεν έφτασαν βαθιά στην καρδιά. Κι έτσι έπαψα πια να με καταπιέζω. Το κάθε πράγμα όσο κι αν το αγαπάς, θέλει το χώρο και το χρόνο του (και το σωστό φωτισμό) για να «λειτουργήσει». Γιατί όπως πολύ ωραία έλεγε και ο Γκράουτσο Μαρξ: «Εκτός του σκύλου, το βιβλίο είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου. Εντός του σκύλου είναι πολύ σκοτεινά για να διαβάσει κανείς».

Υ.Γ. Το καλοκαίρι που μας πέρασε έκανα το επόμενο βήμα: αγόρασα ένα μεγάλο καναπέ με χιλιάδες μαξιλάρια για την πράσινη ταράτσα μου, στην οποία έχω φυτέψει ακόμα και δέντρα ύψους πέντε μέτρων. Τίποτα δεν μου αρέσει περισσότερο από το να διαβάζω ξαπλωμένος εκεί, στην ησυχία του μεσημεριού κάτω από τη σκιά των δέντρων. Αυτός είναι ο δικός μου διαλογισμός.

ΒΙΒΛΙΟ: Ο οδοιπόρος
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Φερνάντο Πεσσόα
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Νεφέλη


Καθένας από εμάς που αναζητά στην τέχνη τη φυγή και την ουσία, έχει ξεθάψει από βιβλία λέξεις που τις κουβαλάει σαν ξόρκια. Σκόρπιες φράσεις, στίχους τραγουδιών ή ποιημάτων, ατάκες από θεατρικά... Κόσμους ολόκληρους χτισμένους με γράμματα, σκηνές από ζωές που δεν ζήσαμε αλλά διαβάζοντας έγιναν δικές μας αναμνήσεις, λόγια που αρχειοθετήθηκαν στον εγκέφαλο και ανασύρονται στην επιφάνεια κάθε φορά που αναζητούμε μια απάντηση.
Για μένα τα πράγματα είναι απλά: η ζωή μου ολόκληρη είναι δεμένη με τα βιβλία που έχουν περάσει από τα χέρια μου. Όπως άλλοι κοιτούν φωτογραφίες, εγώ ξεφυλλίζω βιβλία. Και θυμάμαι. Πού ήμουν όταν τα διάβαζα, τι μουσική μου άρεσε τότε, ποιοι άνθρωποι εκείνο το διάστημα έδιναν ρυθμό στις μέρες μου.
Όμως υπάρχουν και κάποια άλλα βιβλία στα ράφια της βιβλιοθήκης μου γεμάτα υπογραμμισμένες προτάσεις, παραγράφους ολόκληρες, τις οποίες διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας έχω μάθει πλέον απ' έξω. Αυτά δεν είναι βιβλία-καρτ ποστάλ, είναι τα βιβλία της ζωής μου. Όσα θα έπαιρνα μαζί μου σε μια βαλίτσα βιαστικά αν έπρεπε να φύγω από το σπίτι για πάντα ακολουθώντας ένα μεγάλο έρωτα ή αν με κυνηγούσαν με όλα τα δόντια έξω τα αδηφάγα Λανκολίαρς του Στίβεν Κινγκ κι έπρεπε να διακτινιστώ για πάντα σε ένα άλλο πιο φιλικό σύμπαν.
Τα κείμενα του Φερνάντο Πεσσόα, «Το βιβλίο της ανησυχίας» (εκδ. Αλεξάνδρεια), «Η ώρα του διαβόλου» (εκδ. Εξάντας) και ο «O Οδοιπόρος» (εκδ. Νεφέλη) που εκδόθηκε πρόσφατα, ανήκουν σε αυτή την κατηγορία.
Όσα είχα διαβάσει για πρώτη φορά δεκατρία χρόνια πριν στο «Βιβλίο της ανησυχίας» με ακολουθούσαν για καιρό. Ακόμα και σήμερα, όταν λυγίζω κάτω από το βάρος μιας σπλάτερ υπαρξιακής αγωνίας που με καθηλώνει, επειδή δεν μπορώ να ξεκολλήσω από τη σκέψη του πόσο κενός νοήματος είναι ο κόσμος στον οποίο ζούμε, επιστρέφω στη σελίδα 47. Διαβάζω και ξορκίζω: Τον φόβο του αγνώστου, μα πάνω απ' όλα τη διαστροφή που είναι εγγεγραμμένη στο DNA μου να αναζητώ απαντήσεις σε πράγματα που ο ανθρώπινος εγκέφαλος δεν είναι φτιαγμένος να καταλάβει.
Ποιο είναι το νόημα της ζωής; Υπάρχει; Είναι κοινό για όλους ή κάθε ον αυτού του κόσμου πρέπει να δώσει νόημα στις μέρες που περνούν άσκοπα; Από τι υλικά είναι φτιαγμένο αυτό που λέμε ζωή; Και πού πάμε όταν φεύγουμε από αυτή; Πού βρίσκονται όσοι αγαπήσαμε και χάθηκαν; Πού θα πάμε όταν έρθει κι η δική μας η ώρα;
«Η ζωή για μένα είναι ένα πανδοχείο όπου πρέπει να σταθώ μέχρις ότου έρθει η ταχυδρομική άμαξα για την άβυσσο. Δεν ξέρω πού θα με πάει γιατί δεν ξέρω τίποτα. Θα μπορούσα να δω αυτό το πανδοχείο σαν μια φυλακή, γιατί είμαι υποχρεωμένος να περιμένω εκεί μέσα. Θα μπορούσα και να το θεωρήσω σαν έναν χώρο ευχάριστης κοινωνικής συναναστροφής γιατί εκεί συναντιέμαι με άλλους ανθρώπους. Δεν είμαι ωστόσο ούτε ανυπόμονος ούτε άνθρωπος με γούστα κοινά. Αφήνω αυτούς που κλειδώνονται στο δωμάτιό τους και περιμένουν, ξαπλωμένοι άβουλα, χωρίς να μπορούν να κοιμηθούν, αφήνω αυτούς που κουβεντιάζουν στα σαλόνια απ ' όπου οι φωνές κι η μουσική φτάνουν ευχάριστα στ' αυτιά μου. Στέκομαι στην πόρτα και γεύομαι τα χρώματα και τους ήχους του τοπίου μέχρις ότου τα μάτια μου και τα αυτιά μου να μεθύσουν – και σιγοτραγουδώ, για μένα μόνο, συγκεχυμένες μελωδίες που συνθέτω ενόσω περιμένω.
Για όλους μας θα πέσει η νύχτα και η άμαξα θα φτάσει. Γεύομαι την αύρα που μου δίνουν και την ψυχή που μου δώσαν για να τη γευτώ, και δεν ρωτώ ούτε ψάχνω παραπέρα».
Διαβάζω λοιπόν τα λόγια του Πεσσόα και υπενθυμίζω στον εαυτό μου ότι από το να είμαι μια απειροελάχιστη πανικόβλητη ψείρα ριγμένη στο σύμπαν, ένα ζωύφιο με περιορισμένο οπτικό πεδίο που βλέπει μόνο την κορυφή του παγόβουνου (και αυτή όχι ολόκληρη) και νομίζει ότι είναι σε θέση να ερμηνεύσει το υπόλοιπο τμήμα που κρύβεται στα απύθμενα σκοτάδια του ωκεανού, είναι καλύτερα να απολαμβάνω το τώρα.
Ο μοναδικός μου σκοπός θα πρέπει να είναι να γεμίσω αυτό το χρόνο, τον οποίο έχω στη διάθεσή μου μέχρι να έρθει η δική μου η άμαξα, με όσο το δυνατόν πιο ωραίες στιγμές: Με σεζ λονγκ πλάι στο κύμα και δροσερά mojitos, ανοιξιάτικες βόλτες σε δρόμους με ολάνθιστες αμυγδαλιές, βιβλία που με ταξιδεύουν, υπέροχα φιλιά στα κλεφτά, τρυφερές αγκαλιές στα γρασίδια, δημιουργικές δουλειές που με γεμίζουν. Και φυσικά μακριά από εμένα οι φανατισμοί και οι «βεβαιότητες» που σου χαρίζουν μεν την ψευδαίσθηση ότι ανήκεις κάπου, αλλά στην ουσία σε εγκλωβίζουν. Σε βάζουν σε μία διαδικασία να κυνηγάς μάταια το ξύλο σαν εκείνον τον σκύλο για τον οποίο διάβαζα στο μικρό βιβλίο του Ίρβιν Γιάλομ «Θρησκεία και Ψυχιατρική» (εκδ. Άγρα). Εκεί λοιπόν ο συγγραφέας του best seller «Όταν έκλαψε ο Νίτσε», λέει ότι ο σκύλος έχει απόλυτη ανάγκη κάποιος να του πετάει ένα κομμάτι ξύλο για να τρέχει να το πιάνει ανακουφισμένος που του έδωσαν έναν σκοπό. Το ίδιο ακριβώς κάνουν, εξηγεί, και οι θρησκείες στον άνθρωπο: προσπαθούν να τον ανακουφίσουν από την υπαρξιακή αγωνία προσφέροντάς του την πίστη σε μια ανώτερη δύναμη που ελέγχει (;) όσα ο άνθρωπος αδυνατεί και η οποία γνωρίζει (;) όλες τις απαντήσεις.
Στον «Οδοιπόρο» ο Φερνάντο Πεσσόα θέτει όλα αυτά τα ερωτήματα: Ποιος είναι ο αληθινός μας στόχος; Ο έρωτας και η ηδονή, η δόξα, η εξουσία, η πίστη, η σοφία, η ηρεμία; Τι μας περιμένει στο τέλος του δρόμου; Και πότε πραγματικά μέσα στο μακρύ ταξίδι της ζωής νιώθεις ότι μπορείς να μείνεις σταθερός και να πεις με σιγουριά ότι αυτός ο σταθμός είναι και ο τελευταίος;
Γραμμένο σαν παραμύθι, αυτό το ημιτελές αριστούργημα το οποίο χρονολογείται γύρω στο 1917, μα ξεθάφτηκε από τα μπαούλα του Πορτογάλου συγγραφέα και εκδόθηκε για πρώτη φορά στην χώρα του το 2009 (εβδομήντα τέσσερα χρόνια μετά το θάνατό του!), αφηγείται την ιστορία ενός ανήσυχου ταξιδευτή. Περιγράφει ένα μακρύ οδοιπορικό αυτογνωσίας.
Ο ήρωας, ένα ανυποψίαστο και άπειρο αγόρι, ζούσε γαλήνια στην αγροικία του πατέρα του. Περνούσε τα απογεύματά του στον πευκώνα που περιέβαλλε το σπίτι, ακούγοντας τον άνεμο ο οποίος έκανε τις βελόνες και τα φύλλα των δέντρων να θροΐζουν. Απολάμβανε όσο τίποτα να κοιτά απλά τους περαστικούς, τις άμαξες που πήγαιναν κι έρχονταν στο δρόμο. Ένιωθε μια ευτυχία ανείπωτη ή μάλλον όχι ευτυχία: ευχαρίστηση, ευδαιμονία. Όταν νύχτωνε έμπαινε μέσα και διάβαζε στη σιωπή, ακούγοντας μόνο τον ήχο από τα κούτσουρα που καίγονταν στη φωτιά. Οι γριές που τον αγαπούσαν «είχαν μόλις αποκοιμηθεί γύρω από τη σόμπα, με το πιγούνι τους χωμένο στη ρόμπα τους» κι εκείνος νιώθοντας μια απίστευτη υπνηλία αφηνόταν γλυκά στην ήσυχη, μακρόσυρτη νύχτα. Κι έτσι η ζωή του περνούσε με τη «ζεστή αίσθηση ότι δεν υπήρχε τίποτα εκεί έξω». Δεν χρειαζόταν τίποτε άλλο για να νιώσει πλήρης. Όλος ο κόσμος του τελείωνε στα όρια του πευκώνα. Μέχρι που ένα απόγευμα πέρασε μπροστά του ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα. Ο μυστηριώδης αυτός άνθρωπος έσπειρε με μια μόνο φράση του την αμφιβολία μέσα στο μυαλό του αγοριού. «Μην κοιτάζεις το δρόμο. Ακολούθησέ τον μέχρι τέλους» του είπε και έκτοτε τίποτα δεν ήταν το ίδιο.
«Ποτέ πια δεν ένιωσα ηρεμία ούτε ευχαρίστηση. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, η ζωή μου έγινε κενή και χλωμή. Εγώ που είχα τα πάντα, ένιωθα να μου λείπουν όλα. Δεν επιθυμούσα τίποτα και ταυτόχρονα επιθυμούσα τα πάντα. (...) Τα πράγματα της απλής μου ζωής, αυτά που στο παρελθόν περνούσαν απαρατήρητα, άρχισαν να με ενοχλούν, κι αυτά που με ευχαριστούσαν άρχισαν να περνούν απαρατήρητα, ή παράξενα, σαν λουλούδια χωρίς άρωμα και χρώμα. Δεν ξέρω να πω αν αυτή η μεταμόρφωση που με έκανε άλλον υπήρξε αργή ή γρήγορη. Το μόνο που ξέρω είναι ότι άρχισε όταν είδα τον Άντρα με τα Μαύρα να χάνεται στη στροφή του δρόμου».
Έτσι αποφάσισε να φύγει. Την ημέρα του ταξιδιού του όλοι γύρω του έκλαιγαν. Εκείνος όμως ξεκίνησε χωρίς να κοιτάξει πίσω. Έπρεπε να ακολουθήσει το δρόμο του.
Πέρασε από πολλές πόλεις και χωριά. Συνάντησε πολλούς ανθρώπους που όλοι είχαν έναν σκοπό, εκείνος όμως δεν έμοιαζε μαζί τους γιατί αναζητούσε έναν άγνωστο παράξενο άντρα που δεν θυμόταν πια ούτε καν τη μορφή του.
Στην πρώτη πόλη γνώρισε ένα πανέμορφο κορίτσι. «Την ερωτεύτηκα μόλις την αντίκρισα. Έχασα την ψυχή μου μόλις της απηύθυνα το λόγο. Τα μάτια της, φωτιά στην ταραχή μου, άναψαν πυρκαγιά στα κοιμισμένα βάθη του είναι μου. Η επαφή του χεριού της με έκανε να ξεχάσω τα πάντα».
Το μυαλό του δεν είχε πια τον έλεγχο, το σώμα σαν μαγνήτης αναζητούσε το δικό της. Μέχρι που τα χείλη τους έμπλεξαν για πρώτη φορά. Διαβάζω και σταματώ. Φέρνω την εικόνα στο μυαλό μου. Στη μέση μιας πλατείας, με εκατοντάδες διαβάτες, με άμαξες να περνούν θορυβωδώς, κι εκείνος μαζί της παραδομένος σε ένα φιλί δίχως ήχο. Σε ένα βαθύ φιλί που σβήνει τα πάντα γύρω του, σε μια ελεύθερη κατάδυση δίχως τέλος. Δεν φαντάζομαι πια, θυμάμαι.
Κι όμως εκείνος παρόλο που ήθελε να ζήσει μαζί της για πάντα, ήξερε ότι έπρεπε να φύγει. Κι ας ήταν σίγουρος πως ότι κι αν αγαπούσε από εκεί κι ύστερα θα ήταν δυνατό, θα ήταν δικό του, μα δεν θα ήταν ποτέ όπως εκείνο.
Βασανίστηκε για καιρό, μα έφυγε και πάλι. Εκείνη έκλαιγε. Κι εκείνος, μέσα του. Μα έφυγε. Ταξίδευε δυστυχισμένος μα ένιωθε σίγουρος ότι είχε πράξει το σωστό.
«Μερικές φορές αναρωτιόμουν μήπως τελικά ο δρόμος δεν έχει άλλο λόγο ύπαρξης πέρα από το ότι με είχε οδηγήσει σε εκείνη. Μήπως τελικά είχα πειστεί να τον ακολουθήσω μόνο και μόνο για να συναντήσω αυτήν που τόσο αγαπούσα. (...) Είχα σταματήσει! Πόσες μέρες τώρα είχα σταματήσει! Ο δυστυχής! Και με πόση χαρά! Είχα σταματήσει γιατί αγαπούσα, γιατί επιθυμούσα, γιατί ήθελα. Αλλά τι είναι αγαπώ, τι είναι επιθυμώ, τι είναι θέλω, αν όχι σταματώ (τουλάχιστον ως προς την επιθυμία του δρόμου);».
Εδώ η αφήγηση σε πρώτο πρόσωπο σταματά. Το υπόλοιπο κείμενο δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Η Teresa Rita Lopes, η γυναίκα που έχει αναλάβει να ερευνήσει το έργο του Πεσσόα, συμπλήρωσε την έκδοση με τις σημειώσεις του συγγραφέα για το διήγημα, στις οποίες εκείνος περιγράφει αναλυτικά σε τρίτο πρόσωπο τη συνέχεια του ταξιδιού. Έτσι ο αναγνώστης μαθαίνει τη συνέχεια και το τέλος. Ο ήρωας περιπλανιέται πιο βαθιά στην πόλη, ακολουθώντας το δρόμο, σε κάθε σταθμό του γνωρίζει κι άλλες γυναίκες: τη Δόξα, την Εξουσία, την Πίστη, τη Σοφία, την Μοίρα του Θανάτου, την Ηρεμία, την Προσωπικότητά του, μα απ' όλες φεύγει γιατί πρέπει να βγει ξανά στο δρόμο. Μέχρι το τέλος. Το όποιο τέλος του δικού του δρόμου.
Το αλληγορικό παραμύθι του Φερνάντο Πεσσόα είναι ένα βαθύτατα αισθαντικό κείμενο, ακόμα και οι σημειώσεις του συγγραφέα για το ημιτελές διήγημα. Είναι ένα μυστικιστικό οδοιπορικό που μοιάζει με τη ζωή του καθενός από εμάς. Γιατί τι άλλο είναι η ζωή μας από ένα δρόμο που τον ακολουθούμε μέχρι τέλους; Κι οι άλλοι άνθρωποι σάμπως δεν είναι τα σκαλιά που μας οδηγούν στον πιο συνειδητό εαυτό μας; Άλλες φορές βέβαια γίνονται η κόλαση. Μπορεί όμως να γίνουν κι ο παράδεισος. Και μόνο η πιθανότητα αυτή δεν αρκεί για να βουτήξεις βαθιά μέσα τους κι ας χαθείς;

ΒΙΒΛΙΟ: Ένας άνδρας μόνος
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Κρίστοφερ Ίσεργουντ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Αλεξάνδρεια


Το μικρό μυθιστόρημα των 190 σελίδων στο οποίο βασίστηκε η ομώνυμη ταινία του Τομ Φορντ είχα ξεκινήσει να το διαβάζω πολλά χρόνια πριν, όταν ήμουν φοιτητής, μαζί με το «Αντίο Βερολίνο» του ίδιου συγγραφέα -τη νουβέλα του θρυλικού «Καμπαρέ» με τη Λάιζα Μινέλι- (εκδ. Μέδουσα). Η αλήθεια είναι πως τότε δεν είχα βρει τόσο ενδιαφέρουσα την ιστορία του ψυχρού καθηγητή Τζορτζ όσο τις περιπέτειες της Σάλι Μπόουλς. Έτσι, το είχα παρατήσει -αδίκως- πριν τη μέση. Όταν πέρυσι είδα την ταινία στον κινηματογράφο κατάλαβα ότι είχα κάνει λάθος. Σε εκείνη την ηλικία, απόλυτα προστατευμένος και χωρίς να γνωρίζω τι σημαίνει αληθινή απώλεια, δεν είχα μπορέσει να καταλάβω ότι η φαινομενική ψυχρότητα του ήρωα δεν ήταν αφύσικη όπως την είχα βρει τότε. Ήταν απλά μία άμυνα. Ένα όστρακο που είχε κλείσει ερμητικά ώστε να προστατέψει το μαργαριτάρι του: τη μνήμη του αγαπημένου προσώπου από τα νύχια της λήθης.
Ο Τομ Φορντ, αν και προερχόμενος από το χώρο της μόδας, μετέφερε το βιβλίο στον κινηματογράφο με δεξιοτεχνία που θα ζήλευε ακόμα κι ένας μεγάλος σκηνοθέτης. Κέρδισε το στοίχημα, δημιουργώντας ένα αληθινό κομψοτέχνημα, το οποίο χάρισε στον Κόλιν Φερθ έναν από τους καλύτερους ρόλους στην καριέρα του και το βραβείο πρώτου αντρικού ρόλου στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Βενετίας (ενώ επιπλέον τον οδήγησε πέρυσι και στις υποψηφιότητες των Όσκαρ).
Φυσικά μετά την ταινία έψαξα να βρω ξανά το βιβλίο και το διάβασα αυτή τη φορά ανακαλύπτοντας την ομορφιά που κρύβεται στις μικρές λεπτομέρειες. Γιατί η δύναμή του δεν έγκειται σε όσα λέγονται αλλά σε όσα υπονοούνται. Άλλωστε η πλοκή δεν έχει τόσο σημασία όσο η γραφή του Ίσεργουντ που δημιουργεί συναισθήματα χωρίς να κραυγάζει. Σιωπηλά, σαν τον αληθινό πόνο.
Background στο μυθιστόρημα είναι η Αμερική του 1962. Με τα υπέροχα αυτοκίνητα, τις προκάτ επαύλεις με τους φοίνικες, τα μπάρμπεκιου και τα κοκτέιλ πάρτι στον κήπο, τα ψυγεία με τις απίστευτες καμπύλες και τα ζωηρά τους χρώματα, τα κέικ-υπερπαραγωγή με το ροζ και λαχανί γλάσο, τα sixties μαύρα τηλέφωνα με το καντράν και τα ταμπλόιντ με τα πιπεράτα gossip για τη Μέριλιν...
Πίσω από τη λαμπερή βιτρίνα, όμως, κρύβεται η ταραγμένη Αμερική του Τζον Κένεντι, ένα χρόνο πριν τη δολοφονία του. Μια χώρα η οποία ζει στον πυρετό των φοιτητικών κινημάτων που έχουν αρχίσει να ανεβάζουν στροφές.
Από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του βιβλίου παρακολουθούμε το εικοσιτετράωρο ενός Ευρωπαίου καθηγητή πανεπιστημίου, ο οποίος έχει δεκαετίες τώρα μεταναστεύσει στην Αμερική. Ενός ομοφυλόφιλου άντρα, του Τζορτζ, που ζει πλέον ολομόναχος σε ένα κομψό ξύλινο σπίτι γεμάτο βιβλία.
Βρισκόμαστε παραμονές Χριστουγέννων στην Καλιφόρνια. Ένα μήνα και κάτι μετά την κρίση των πυραύλων της Κούβας, όπου η Αμερική και η ΕΣΣΔ έφτασαν στο χείλος του πολέμου, εξαιτίας της απόφασης του σοβιετικού ηγέτη Νικίτα Χρουστσόφ να εγκαταστήσει βάση με πυρηνικά στο έδαφος της Κούβας (ως απάντηση στις αντίστοιχες εγκαταστάσεις των ΗΠΑ σε Μεγάλη Βρετανία, Ιταλία και Τουρκία).
Ο κόσμος όλος ζει μέσα σε ένα ψυχροπολεμικό κλίμα, με το περίστροφο διαρκώς οπλισμένο στο τραπέζι. Μία αγωνία που σιγά σιγά γίνεται συνήθεια απλώνει τη σκιά της πάνω από την αμερικανική κοινωνία, η οποία προσπαθώντας να διασκεδάσει το φόβο της το ρίχνει στην ελαφρότητα, αποθεώνοντας τις ευκολίες και το lifestyle: τις οικιακές συσκευές, την τηλεόραση, το σινεμά, τα μοτέλ. Oι ανέσεις γίνονται το πρόζακ ενός λαού που τρομαγμένος από το διάγγελμα του Κένεντι, ο οποίος έκανε λόγο για απειλή πυρηνικού πολέμου, μπουκάρει μανιακά στα σούπερ-μάρκετ «αδειάζοντας από τα ράφια φασόλια, αρακά, ρύζι και άλλα τρόφιμα, τελείως άχρηστα τα περισσότερα στα καταφύγια των αεροπορικών επιδρομών, αφού για να μαγειρευτούν χρειάζονται πολύ νερό».
Όμως για τον Τζορτζ τίποτα από όλα αυτά δεν μοιάζει να έχει βαρύτητα. Ο κομψός καθηγητής, πενηντάρης πια, στέκει αποστασιοποιημένος, παρατηρώντας με μια απίστευτη ουδετερότητα όλα όσα συμβαίνουν γύρω του, σαν να μην τον αφορούν καθόλου. Και προφανώς όντως δεν τον αγγίζουν αφού αυτό που όλη η Αμερική φοβάται, την απόλυτη καταστροφή, εκείνος την έχει ήδη βιώσει. Ο αιφνίδιος θάνατος του συντρόφου του οκτώ μήνες πριν σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα έχει σαρώσει ολόκληρη τη ζωή του όπως το ωστικό κύμα μιας πυρηνικής έκρηξης που συνθλίβει τα πάντα στο πέρασμά του. Βυθισμένος στο πένθος, αφυδατωμένος ψυχικά, αντιμετωπίζει με αξιοπρέπεια και σιωπή την απώλεια του ανθρώπου με τον οποίο μοιραζόταν το παρελθόν και τα όνειρα για το μέλλον. Μαζί σκέφτονταν να εγκαταλείψουν την Αμερική και να επιστρέψουν στη γενέτειρα του Τζορτζ όπου θα αγόραζαν μία παλιά ατμοσφαιρική παμπ με χωριάτικο τζάκι και κεφάλια ελαφιών κρεμασμένα στον τοίχο. Όμως ο Τζιμ έφυγε μόνος και τον άφησε πίσω, να αναμετριέται πλέον καθημερινά με την απουσία που πέφτει σαν βράχος μέσα στην ψυχή και καλύπτει κάθε σπιθαμή της. Ανήμπορος να διαχειριστεί την απώλεια, παγώνει για να μην νιώθει. Βυθίζεται στην ρουτίνα με ένα σιωπηλό πόνο, με μια βουβή απόγνωση που όμως μέσα του διαβρώνει τα πάντα.
Μέχρι το απόγευμα, στο πανεπιστήμιο, η μέρα κυλάει βαρετά όπως κάθε συνηθισμένη μέρα τους τελευταίους μήνες. «Η συντριπτική αδράνεια της θλίψης τον κατακλύζει ήδη». Όσο νυχτώνει όμως ο Τζορτζ λύνεται. Λίγο το αλκοόλ που του σερβίρει η φίλη του η Σάρλυ στο σπίτι της όπου τον έχει καλέσει για δείπνο, λίγο οι αναμνήσεις που ξυπνούν πάνω στη συζήτηση, αρχίζει να νιώθει ότι το αίμα του τρέχει πιο γρήγορα. Φεύγοντας μεθυσμένος από το σπίτι της Σάρλυ, παραπατώντας μέχρι την παραλία αποφασίζει να πιει ένα τελευταίο ποτό στο μπαρ που κάποτε είχε γνωρίσει τον Τζιμ. Εκεί τον περιμένει ένας νεαρός φοιτητής του, ο Κένυ, ο οποίος τον φλερτάρει και τον οδηγεί για ένα βραδινό μπάνιο στον παγωμένο ωκεανό... Πετώντας τα ρούχα μέσα στο χειμώνα, κι ανοίγοντας τα χέρια στον ανοιχτό ορίζοντα μπροστά του, ο Τζορτζ βουτά στη θάλασσα προσπαθώντας να εξαγνιστεί...
«Τα κύματα αυτά είναι πολύ μεγάλα για την αντοχή του. Φαίνονται πραγματικά τεράστια, καθώς υψώνονται απότομα, βγαίνοντας το ένα μετά το άλλο απ' την καρδιά του σκοταδιού, σκορπώντας γύρω τους μυστηριώδεις ανταύγειες, κι ύστερα σπάζοντας με πάταγο στην άμμο μέσα σε ένα αφρισμένο σύννεφο που φωσφορίζει. Το σώμα του Τζορτζ είναι γεμάτο φωτεινές σπίθες σαν να 'ναι φορτωμένο κοσμήματα, πράγμα που τον κάνει να γελάει από ευχαρίστηση. Γελάει, ασθμαίνει, ασφυκτιά – είναι πολύ μεθυσμένος για να νιώσει φόβο. Το αλμυρό νερό που καταπίνει μοιάζει εξίσου μεθυστικό με το ουίσκι. Από καιρό σε καιρό, το μάτι του πιάνει την επιβλητική φιγούρα του Κένυ να πηγαίνει καβάλα σ' ένα τεράστιο, αφρισμένο κύμα. Μετά συγκεντρώνοντας την προσοχή του στη δική του τελετουργία εξαγνισμού, ο Τζορτζ οπισθοχωρεί παραπατώντας, με τα μπράτσα ολάνοιχτα, για να δεχτεί το συντριπτικό βάπτισμα του κύματος. Αφήνοντας ολοκληρωτικά τον εαυτό του στο έλεός του, διώχνει μακριά τη σκέψη, το λόγο, τις ψυχικές διαθέσεις, την επιθυμία, το εγώ, ολόκληρη τη ζωή. Με κάθε κύμα γίνεται όλο και πιο καθαρός, πιο ελεύθερος, πιο ελαφρύς. Νιώθει απόλυτα ευτυχισμένος».   
                               
                                     Το trailer της ταινίας «Α SINGLE MAN» του Τομ Φορντ.

Τι θα διαβάσουμε τους επόμενους μήνες; Πάντα πριν μπει η νέα σεζόν απολαμβάνω όσο τίποτα να ψάχνω τα δελτία τύπου των εκδοτικών οίκων με τα βιβλία που θα κυκλοφορήσουν προσεχώς. Καταγράφω στο σημειωματάριο του iphone τη Wish List με τα μυθιστορήματα που θέλω να αγοράσω όταν έρθει η ώρα. Φέτος που υπάρχει το blog λέω να μοιραστώ μαζί σας τη λίστα. Αυτές είναι λοιπόν οι νέες εκδόσεις του πρώτου εξαμήνου: Ό,τι πρέπει δηλαδή για τα σαββατιάτικα πρωινά της άνοιξης, τα οποία γουστάρω τρελά να περνάω ξαπλωμένος στον καναπέ της (κατα)πράσινης ταράτσας μου. Απολαμβάνοντας τη ζεστασιά του ήλιου και τις μυρωδιές των λουλουδιών. Πίνοντας γαλλικό καφέ, διαβάζοντας και γυρίζοντας σελίδα σε όσα μου χαλάνε το κέφι...

Πίνακας του Charles Belle (www.charlesbelle.com).
1. «2666» - Roberto Bolano (εκδ. Άγρα)
Το κύκνειο άσμα του μεγάλου Χιλιανού συγγραφέα που έφυγε το 2003 πρόωρα από τη ζωή σε ηλικία 50 ετών, επιτέλους μεταφράζεται στα ελληνικά. Πρόκειται για ένα ογκώδες μυθιστόρημα 1150 σελίδων το οποίο έμεινε ημιτελές, αλλά παρόλα αυτά είναι -σύμφωνα με κριτικές στον ξένο τύπο- ένα αληθινό αριστούργημα! Βασικός άξονας αυτού βιβλίου, γύρω από τον οποίο όλα περιστρέφονται, είναι μια σειρά από μυστηριώδεις δολοφονίες γυναικών. Όταν κυκλοφόρησε στην Αμερική το 2008, θεωρήθηκε (δικαίως) το βιβλίο της χρονιάς. Στην Έλλάδα έχουν μεταφραστεί και τα εξής δικά του έργα: «Πουτάνες φόνισσες» και «Τηλεφωνήματα» (εκδ. Άγρα), «Τελευταία νύχτα στη Χιλή» (εκδ. Μεταίχμιο), «Μακρινό αστέρι» και «Άγριοι ντετέκτιβ» (εκδ. Καστανιώτη).

2. «Το καλοκαίρι του έρωτα» - Martin Amis (εκδ. Μεταίχμιο)
Ο Μάρτιν Έιμις είναι από τους αγαπημένους μου (μοντέρνους) συγγραφείς. Τον γνώρισα διαβάζοντας το «Χρήμα» (εκδ. Πατάκη) -ένα απολαυστικό χρονικό της δεκαετίας του '80- και τον ξεχώρισα κυρίως για τη γραφή του: Ένα κράμα γεμάτο αντιθέσεις, όπου η ποιητικότητα και η ευαισθησία συνυπήρχαν με τον απόλυτο κυνισμό και το μαύρο χιούμορ. Ακολούθησαν οι μη αναμενόμενες «Ιδιωτικές συναντήσεις» (εκδ. Μεταίχμιο) όπου κατάφερε να ξεπεράσει τον εαυτό του. Φέτος τον Απρίλιο θα τον απολαύσουμε ξανά στα ελληνικά με ένα βιβλίο που μας ταξιδεύει πίσω στα '70s, στα χρόνια της σεξουαλικής επανάστασης. Εκεί θα συναντήσουμε τον εικοσάχρονο Κιθ, ο οποίος περνάει τις διακοπές του σε ένα κάστρο της Νότιας Ιταλίας, συντροφιά με τρεις γυναίκες: «την πανέμορφη Σεχραζάντ την οποία έχει ερωτευθεί, την Λίλι που τον αγαπά και την έκφυλη Γκλόρια». Μαζί τους κι ένας κοντοπίθαρος ζάμπλουτος έτοιμος για όλα. Μια χιουμοριστική ακτινογραφία της γενιάς του ελεύθερου έρωτα.

3. «Μαύρος Ουρανός, Μαύρη Θάλασσα» - Izzet Celasin (εκδ. Πόλις)
Κάτι μου λέει πως αυτό το αστυνομικό, πολιτικό μυθιστόρημα του Τούρκου Ιζζέτ Τζελάσιν θα προκαλέσει αίσθηση. Λέτε να είναι το «Μαύρο Αλγέρι» ή «Κόκκινη Μασσαλία» (Μωρίς Αττιά) αυτής της χρονιάς; Ο συγγραφέας του, ο οποίος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1958 (53 ετών), αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την πατρίδα του και να ζήσει σαν πολιτικός πρόσφυγας στη Νορβηγία, αφού στη χώρα του φυλακίστηκε για τις ιδέες του μετά το στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980. Το μυθιστόρημά του πραγματεύεται την ιστορία ενός νεαρού ακτιβιστή, ο οποίος μαζί με εκατοντάδες ομοϊδεάτες του ξεχύνεται στην πλατεία Ταξίμ της Κωνσταντινούπολης για να γιορτάσει την πρωτομαγιά και να αντιδράσει στο φασισμό που τρώει την πόλη σαν ένα τέρας το οποίο ανασύρθηκε από τον Βόσπορο και διαβρώνει τις γειτονιές τη μια μετά την άλλη. Ο Δρυς, όπως ονομάζεται ο ήρωας, δεν γνωρίζει ότι «αυτή η ιστορική πορεία θ' αποτελέσει την αφετηρία μιας επανάστασης και μιας αντεπανάστασης που θα σημαδέψουν την πόλη και τη χώρα για τις επόμενες δεκαετίες». Αυτό είναι το πρώτο μυθιστόρημα του Τζελάσιν, ενώ το δεύτερο -με τίτλο «Νεκρή Ζώνη»- το οποίο μόλις κυκλοφόρησε στη Νορβηγία, περιγράφει την τουρκική εισβολή στην Κύπρο μέσα από τα μάτια ενός απλού Τούρκου στρατιώτη.

4. «Imperial Bedrooms» - Bret Easton Ellis (εκδ. Κέδρος)
Μετά το τελευταίο απολαυστικό μυθιστόρημά του, το θρίλερ «Σεληνιακό Τοπίο» (εκδ. Μέδουσα-Σέλας), ο σταρ της αμερικανικής λογοτεχνίας επιστρέφει εκεί απ' όπου ξεκίνησε: στο μηδέν. Το νέο του βιβλίο που θα κυκλοφορήσει το Μάιο στα ελληνικά, είναι η συνέχεια του «Less than Zero» (Λιγότερο από το μηδέν, εκδ. Σέλας). Ήρωας και εδώ φυσικά είναι ο Κλέι, μόνο που τώρα δεν είναι ένας χαμένος, απαθής teenager ο οποίος προσπαθεί να βρει την άκρη του νήματος στα ναρκωτικά, τα πάρτι και τα σεξουαλικά όργια. Είναι ένας επιτυχημένος σεναριογράφος χολιγουντιανών blockbusters. Επιστρέφοντας στο Λος Άντζελες, από τη Νέα Υόρκη, ο Κλέι βρίσκεται ξανά με τους φίλους του. Όμως τίποτα πια δεν είναι ίδιο... Ούτε καν η γραφή του Έλις, η οποία σύμφωνα με τους κριτικούς έχει αποκτήσει βάθος και αποπνέει συναίσθημα. Καμία σχέση δηλαδή με το ύφος της «Αμερικανικής Ψύχωσης» ή του «Glamorama».

5. «Ο κάμπος στις φλόγες» - Juan Rulfo (εκδ. Πατάκη)
Το «Πέδρο Πάραμο» είναι τόσο συγκλονιστικό βιβλίο που ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες είχε παρομοιάσει τη δύναμή του με έργο του Σοφοκλή. Το διάβασα, όπως και πολλά άλλα («Ο Άρχοντας των Μυγών», «Η εφεύρεση του Μορέλ», «Το στρίψιμο της Βίδας») ψάχνοντας απαντήσεις για το Lost. Σε πολλά επεισόδια τα βιβλία αυτά «εμφανίζονταν», είτε τα διάβαζαν οι ήρωες είτε φαίνονταν έντονα σε κάποιο πλάνο. Έτσι οι fan της σειράς οργίαζαν στο διαδίκτυο, φτιάχνοντας σενάρια βασισμένα στα βιβλία. Και επειδή, εγώ δεν μπορώ ν αντισταθώ σε τέτοια πράγματα, σε μια εβδομάδα τα είχα ξεκοκαλίσει όλα. Απαντήσεις για το Lost φυσικά δεν πήρα, είχα την τύχη να απολαύσω όμως μερικά από τα πιο απολαυστικά διαμάντια της λογοτεχνίας. Φέτος, την άνοιξη, θα κυκλοφορήσουν στα ελληνικά τα διηγήματα του Χουάν Ρούλφο: δεκαεπτά ιστορίες που θα μας ταξιδέψουν στο σύμπαν που δημιούργησε μια αληθινή ιδιοφυΐα. Δεν τα χάνω με τίποτα!

6. «Ο χάρτης και η επικράτεια» - Michel Houellebecq (εκδ. Εστία)
Το βιβλίο αυτό χάρισε στον Ουελμπέκ το Γκονκούρ, το σημαντικότερο λογοτεχνικό βραβείο στη Γαλλία. Μετά τα δυνατά «Στοιχειώδη Σωματίδια», την «Πλατφόρμα», την «Επέκταση του πεδίου πάλης», αλλά και το λιγότερο καλό (κατά τη γνώμη μου) μυθιστόρημα «Η δυνατότητα ενός νησιού» (όλα εκδ. Εστία), ο Γάλλος βασιλιάς του απόλυτου κυνισμού επιστρέφει αυτή τη φορά χτίζοντας μια ιστορία με αστυνομική πλοκή. Με γλώσσα-μαχαίρι, κοφτή και κοφτερή όπως πάντα, τεμαχίζει τη φτήνια και τον σεξισμό του υπερκαταναλωτικού δυτικού πολιτισμού και φανερώνει τη γύμνια των σημερινών ανθρώπινων σχέσεων. Ένα από τα πρόσωπα του βιβλίου είναι ο ίδιος ο Ουελμπέκ, πρόσωπο όμως που δολοφονείται σαδιστικά. Ο συγγραφέας σύμφωνα με δηλώσεις του απόλαυσε όσο τίποτα το να σκοτώνει τον εαυτό του στο χαρτί.

7. «Κορσακόφ» - Eric Fottorino (εκδ. Πόλις)
Η αλήθεια είναι πως δεν διάβασα ποτέ τα περσινά «Κινηματογραφικά φιλιά» του. Όχι γιατί δεν ήθελα, αλλά γιατί χάρισα το βιβλίο σε μία φίλη που το ήθελε πολύ και μετά ξεχάστηκα. Είχε πάρει το μάτι μου καταπληκτικές κριτικές για το βιβλίο, τόσο στα blogs, στις εφημερίδες αλλά και στις ψηφιακές εκδόσεις του ξένου τύπου. Στην αρχή πίστευα ότι όλα είναι θέμα καλών δημοσίων σχέσεων, αφού ο συγγραφέας του είναι διευθυντής της εφημερίδας Le Monde. Όμως όσοι φίλοι μου το διάβασαν γοητεύτηκαν. Φέτος που βγαίνει το νέο του μυθιστόρημα (αυτή τη φορά με αστυνομική πλοκή), θα το διαβάσω σίγουρα και αν περάσω καλά μαζί του υπόσχομαι θα επιστρέψω πίσω για ένα ...French kiss.
Ο νέος ήρωας του Φοτορινό είναι ένας διακεκριμένος νευρολόγος που πάσχει από το σύνδρομο Κορσακόφ, μια διαταραχή της μνήμης. Σύμπτωμα της πάθησης είναι η μυθοπλασία: Έτσι ο ήρωας, ο οποίος «μπορεί να είναι τα πάντα ...αλλά όχι ο εαυτός του», καταφεύγει σε μια επινοημένη αλήθεια προκειμένου να καλύψει τα κενά μνήμης του...

8. «Ο ένοικος» - Javier Cercas (εκδ. Πατάκη)
Ένας καθηγητής φωνολογίας σε αμερικάνικο πανεπιστήμιο, ο Μάριο Ρότα, γνωρίζει το νέο του γείτονα και συνάδελφο Ντάνιελ Μπέρκοβιτς και έκτοτε όλα του πηγαίνουν στραβά. Τυχαίο; Η κακοτυχία τον κατατρέχει και τον οδηγεί σε έναν ανατριχιαστικό εφιάλτη... Το βιβλίο αυτό από τον συγγραφέα του best seller «Στρατιώτες της Σαλαμίνας» αν και κυκλοφόρησε στο εξωτερικό πριν την «Ταχύτητα του φωτός» (εκδ. Πατάκη) θα εκδοθεί φέτος στην Ελλάδα. Πρόκειται, σύμφωνα με τον Ρομπέρτο Μπολάνιο, για ένα «καταπληκτικό βιβλίο από έναν δημιουργό με ασυνήθιστο ταλέντο».

9. «Ο αόρατος άνθρωπος» - Ralph Ellison (εκδ. Κέδρος)
Ένα από τα 100 μεγαλύτερα μυθιστορήματα της αμερικανικής λογοτεχνίας σύμφωνα με το περιοδικό Time, επιτέλους θα κυκλοφορήσει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Το βιβλίο, το οποίο βραβεύτηκε το 1953 με το Εθνικό Βραβείο Λογοτεχνίας των ΗΠΑ, περιγράφει την ιστορία ενός ανθρώπου που είναι αόρατος, επειδή οι άλλοι αρνούνται να τον δουν. Μια μεταφορά που χτυπά το πρόβλημα του ρατσισμού στην καρδιά του, από έναν αφροαμερικανό που τόλμησε να σπάσει τα ταμπού της εποχής του και να θέσει ανοιχτά την ερώτηση: Πότε, επιτέλους, ο μαύρος άνθρωπος θα είναι απλώς ένας άνθρωπος;».

10. «Freedom» - Jonathan Franzen (εκδ. Ωκεανίδα)
Μεγάλο debate έχει ξεσπάσει από πέρυσι τον Αύγουστο με αφορμή την επιστροφή του Τζόναθαν Φράνζεν. Ο συγγραφέας των «Διορθώσεων» (εκδ. Ωκεανίδα) έγινε εξώφυλλο στο περιοδικό Time και λανσαρίστηκε για μία ακόμη φορά ως ο μεγαλύτερος εν ζωή Αμερικανός συγγραφέας. Το νέο του βιβλίο, όπως και το προηγούμενο θεωρούνται ήδη κλασικά αριστουργήματα. Άλλοι τον διαβάζουν και γράφουν ότι κόβουν φλέβα. Άλλοι στρέφουν το κοπίδι εναντίον του από τη ζήλια (χωρίς να έχουν ρίξει ούτε μια ματιά στα μυθιστορήματά του). Ορισμένοι βαρέθηκαν και τον παράτησαν στη μέση. Και κάποιοι άλλοι σαν εμένα στεκόμαστε κάπου ανάμεσα και αναρωτιόμαστε αν θα πρέπει να υποκύψουμε και να διαβάσουμε πρώτα τις «Διορθώσεις» και μετά, την άνοιξη που θα βγει το επόμενο, και την «Ελευθερία». Η αλήθεια είναι πως εγώ τις «Διορθώσεις» τις έχω αγοράσει από το 2003 αλλά δεν αξιώθηκα ποτέ να τις τιμήσω. Παρόλα αυτά περιμένω (!) το νέο του βιβλίο με (;) χαρά. Είμαι στ' αλήθεια αδιόρθωτος, το ξέρω...

11. «Μονόπρακτα» - Tennessee Williams (εκδ. Πατάκη)
Πολλά χρόνια τώρα τα διαβάζω ξανά και ξανά, από εκείνη την παλιά έκδοση του Γκοβόστη, σε μετάφραση Κωστούλας Μητροπούλου. Με κομμένη την ανάσα. Για την ποίηση, το μαγικό ρεαλισμό τους, για τη στιγμή της κατάρρευσης... Τα μονόπρακτα του Τενεσί Ουίλιαμς μιλούν κατευθείαν στην καρδιά. Φωτίζουν για λίγο, μόνο για όσο κρατάει η φλόγα του σπίρτου μέχρι ν΄ ανάψει το τσιγάρο, τα πιο απύθμενα βάθη της ανθρώπινης φύσης. Οι ήρωές του, πάντα τόσο αδύναμοι, εύθραυστοι σαν τα φτερά μιας πεταλούδας, απεγνωσμένοι, παραπαίουν μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας. Και γι αυτό δεν μπορείς παρά να τους νιώσεις. Βαθιά. Γιατί τίποτα δεν μπορεί να τους σώσει.
Αυτή η νέα αναθεωρημένη έκδοση από τον Πατάκη θα κυκλοφορήσει σε μετάφραση του Νίκου Γκάτσου. Θα είναι με δυο λέξεις: δυνατή εμπειρία. Κι ίσως να νιώσω πως τα διαβάζω ξανά για πρώτη φορά.

ΟΜΙΛΕΙΤΕ ΕΛΛΗΝΙΚΑ: 5 ακόμη ιδέες για διάβασμα...
  • Μετά το μυθιστόρημα «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» της Ιωάννας Μπουραζοπούλου (εκδ. Καστανιώτη) το οποίο δεν μπορούσα να αφήσω από τα χέρια μου, περιμένω με πολύ ενδιαφέρον το νέο της βιβλίο «Στο βουνό των Κατόπτρων».
  • Ένα ανθολόγιο από τον «Μέγα Ανατολικό» του Ανδρέα Εμπειρίκου θα κυκλοφορήσουν οι εκδόσεις Άγρα.
  • Η Μαρλένα Πολιτοπούλου μετά το γρήγορο αστυνομικό «Μνήμη Πολαρόιντ» ταξιδεύει από το Βόλο στην Άνδρο με την αναθεωρημένη έκδοση του βιβλίου «Ο κύριος Μάριος μετάνιωσε αργά» που είχε κυκλοφορήσει το 1999 (εκδ. Μεταίχμιο).
  • Ο Αλέξης Σταμάτης επιστρέφει πολύ σύντομα με την «Κυριακή» (εκδ. Καστανιώτη).
  • Το «Μαύρες οχιές μας ζώσανε» του Γιώργου Δενδρινού (εκδ. Μεταίχμιο), που θα κυκλοφορήσει το Μάρτιο, φαίνεται να είναι ένα εντελώς σουρεαλιστικό χιουμοριστικό μυθιστόρημα. Ένας ταξίαρχος του πεζικού μένει έγκυος, μια τραβεστί κατακρεουργείται σε ένα υπόγειο στην Κυψέλη κι ένα πτώμα κάνει φτερά από μεγάλο νοσοκομείο της Αθήνας... Τι κρύβεται πίσω από όλα αυτά; Ο αστυνόμος Κωσταβάρας αναλαμβάνει να λύσει το μυστήριο...

ΣΑΣΠΕΝΣ: 5 νέα αστυνομικά & ψυχολογικά θρίλερ που ανεβάζουν ταχύτητα...
  • «Κοιμήσου μαζί μου» της Joanna Briscoe (εκδ. Μεταίχμιο): Μία μυστηριώδης γυναίκα εισβάλει στη ζωή ενός ευτυχισμένου ζευγαριού, τους παρακολουθεί στενά και φέρνει τα πάνω κάτω.
  • «Παγωμένη Πριγκίπισσα» της Camilla Lackberg (εκδ. Μεταίχμιο): Ένα ανατριχιαστικό θρίλερ από μία συγγραφέα που θεωρείται η νέα σουηδέζα Αγκάθα Κρίστι. Όταν η παιδική της φίλη βρίσκεται δολοφονημένη, η Έρικα Φλανκ μπλέκεται σε έναν ιστό φτιαγμένο από ψέματα και κρυμμένα μυστικά.
  • «Η βιβλιοθήκη των νεκρών» του Glenn Cooper (εκδ. Πατάκη): Από τη μια ένας δολοφόνος κατά συρροή σπέρνει τον τρόμο στη Νέα Υόρκη, σκοτώνοντας βίαια εννέα ανθρώπους. Το μοναδικό κοινό είναι οι εννέα καρτ ποστάλ από το Λας Βέγκας που ανακοινώνουν την ημέρα θανάτου τους. Από την άλλη ένας εγκαταλελειμμένος σε ένα μοναστήρι ανεπιθύμητος γιος που γεννήθηκε την καταραμένη έβδομη μέρα του έβδομου μήνα του έτους 777... Και στη μέση ένας πράκτορας του FBI που ανακαλύπτει μια τρομακτικά αλήθεια που δεν πρέπει να αποκαλυφθεί ποτέ.
  • «Φόνος στο κιμπούτς» της Batya Gur (εκδ. Πόλις): Η δηλητηρίαση μιας όμορφης και δυναμικής γραμματέως σε ένα κιμπούτς φέρνει τον ισραηλινό επιθεωρητή Μιχαέλ Οχαγιόν αντιμέτωπο με μια κλειστή περίπλοκη κοινότητα.
  • «Νέμεσις» του Jo Nesbo (εκδ. Μεταίχμιο): Το βιβλίο ανήκει σε μία σειρά 8 αυτόνομων μυθιστορημάτων με ήρωα τον ντετέκτιβ Χάρι Χόλε. Τα βιβλία του Νορβηγού Νέσμπο έχουν ξεπεράσει τα 6.000.000 αντίτυπα σε πωλήσεις. Λέτε να βρούμε στο πρόσωπο του Χόλε τον νέο επιθεωρητή Ρέμπους που αγαπήσαμε μέσα από τα βιβλία του Ίαν Ράνκιν;


ΒΙΒΛΙΟ: Ο συμβιβασμός
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Ελία Καζάν
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Μελάνι

Από όλα τα βιβλία μου λατρεύω τα πιο καλοζωισμένα. Αυτά με τα σκισμένα εξώφυλλα, την τσακισμένη ράχη, τις κιτρινισμένες σελίδες από το θαλασσινό νερό. Ακόμα πιο πολύ όμως λατρεύω εκείνα που είναι γεμάτα στην καρδιά τους με άμμο ή λεκέδες από τον καφέ... Βιβλία καρτ-ποστάλ που μου θυμίζουν τα πιο άχρονα μεσημέρια μου στις παραλίες της Σύρου. Στα Κόκκινα ή στους Σαντορινιούς... Μυθιστορήματα που μου κράτησαν συντροφιά στη σκιά ενός δέντρου, στην άκρη του Αιγαίου, δυο βότσαλα μακριά από το όνειρο. Ή σε μπαλκόνια με θέα στα Βαπόρια και στα αρχοντικά που ουσιαστικά είναι χτισμένα εκεί μέσα στο κύμα.
Τα βιβλία του καλοκαιριού μου τα κοιτώ στη βιβλιοθήκη κάτι νύχτες Δευτέρας σαν αυτή, που κουρασμένος από την καθημερινότητα στο γραφείο, ζαλισμένος και ελαφρώς φευγάτος, φέρνω στο νου ξανά τις ωραίες ημέρες της μεγάλης βραδύτητας. Της ανεμελιάς. Της ησυχίας.
Ένα τέτοιο βιβλίο είναι και αυτό: Ο συμβιβασμός του Ελία Καζάν (εκδ. Μελάνι) σε μετάφραση του πολύ καλού συγγραφέα Ηλία Μαγκλίνη (Η ανάκριση, εκδ. Κέδρος). Δεν είναι αριστούργημα και σίγουρα πιο πολύ μοιάζει με την περιγραφή ενός σεναρίου, αλλά δεν παύει να είναι απολαυστικό κι ενδιαφέρον. Το αγαπώ ιδιαιτέρως, όχι μόνο γιατί το έσυρα από ακρογιάλι σε ακρογιάλι, κι από καφενείο σε καφενείο, αλλά γιατί πραγματεύεται το πιο αγαπημένο μου απ' όλα τα θέματα: την απόδραση...
Ο Ελία Καζάν έχτισε σε ένα μυθιστόρημα 634 σελίδων, μια μικρή επανάσταση. Ο ήρωάς του, ο Έντι Άντερσον, κυριολεκτικά το σκάει. Από όλα. Από έναν τέλειο γάμο που λάμπει στα μάτια των παρευρισκομένων στα πιο chic κοκτέιλ πάρτι του Χόλιγουντ. Από μια πολύ δημιουργική δουλειά σε μια διαφημιστική εταιρεία σαν αυτή που περιγράφει η τηλεοπτική σειρά Mad Men, η οποία όμως έχει αρχίσει να τον πνίγει. Από την σχέση του με μια παρδαλή μικρή τυχοδιώκτρια που αρχικά τον προσεγγίζει για να απολαύσει το πάθος μιας παράνομης περιπέτειας, αλλά στη συνέχεια τον ερωτεύεται και του ζητά να διαλύσει το γάμο του και να φύγει μαζί της.
Βρισκόμαστε στη δεκαετία του '60. Στο Χόλιγουντ, στην καρδιά του Αμερικανικού Ονείρου, στη Μέκκα των μεγάλων ευκαιριών. Ο Έντι Άντερσον τα έχει όλα: μια αξιαγάπητη μορφωμένη σύζυγο, μια γλυκύτατη κόρη, μια βίλα στους λόφους του Χόλιγουντ με πισίνα, γκαζόν και Λαμπραντόρ στον κήπο. Είναι πλούσιος, μορφωμένος, γοητευτικός. Φοράει καλοραμμένα κοστούμια και χειροποίητα δερμάτινα ιταλικά παπούτσια. Τρώει στα καλύτερα εστιατόρια, παίζει χαρτιά με τους πιο ισχυρούς άντρες στη βιομηχανία του κινηματογράφου, γνωρίζει λαμπερούς σταρ και ακριβοθώρητους σκηνοθέτες που τους απευθύνει το λόγο με το μικρό τους όνομα. Ζει με δυο λόγια, αυτό που η Σώτη Τριανταφύλλου περιγράφει τόσο εύστοχα στον πρόλογο του βιβλίου: «μια ζωή που μοιάζει να βγαίνει από πίνακα του Ντέιβιντ Χόκνεϊ».
Ο Έντι όμως βαριέται. Κι όσο πιο πολύ το συνειδητοποιεί, τόσο πιο πολύ αρχίζει να νιώθει ότι ασφυκτιά. Συνοδεύει τη σύζυγό του, τη Φλόρενς, με την οποία από καιρό κοιμούνται σε διαφορετικές κρεβατοκάμαρες, σε δεξιώσεις και ανιαρές κοινωνικές συναθροίσεις και πουλάει πνεύμα: σε εκείνη, τους «φίλους» του, στους γνωστούς. Μέρα με τη μέρα σαμποτάρει όχι μόνο το γάμο του, αλλά ολόκληρη τη ζωή του. Μηχανεύεται τρόπους να πριονίσει τα θεμέλια του οικοδομήματος που χρόνια πάσχιζε να χτίσει. Και τότε μπαίνει στη ζωή του η Γκουέν. Ένα σέξυ απόμακρο κορίτσι που τον σνομπάρει, και ακριβώς γι' αυτό τον προκαλεί. Η ιστορία μεταξύ τους αρχίζει σαν ένα παιχνίδι που βασίζεται στο θιγμένο εγωισμό, αλλά σιγά σιγά μετατρέπεται σε ένα έντονο πάθος. Έναν έρωτα, από αυτούς τους κινηματογραφικούς του παλιού Χόλιγουντ, που μόνο αν επικαλεστεί κανείς τους νόμους της φυσικής μπορεί να εκφράσει: Ο έρωτάς τους είναι μια ελεύθερη πτώση του σώματος στο κενό... Ζάλη και χάσιμο. Παρανομία και φωτιά. Τσαλακωμένα σεντόνια και ένοχα φιλιά. Θυμωμένες αγκαλιές και βίαια ξεσπάσματα.
Εκείνη πολύ γρήγορα χάνει τον έλεγχο, του ζητά να χωρίσει για να την παντρευτεί, γίνεται φορτική. Δεν αντέχει άλλο να υποδύεται το ρόλο της τρίτης γυναίκας. Όμως ο Έντι δεν θέλει ούτε αυτό. Δεν θέλει να βγει από έναν γάμο για να μπει σε ένα νέο. Θέλει την ελευθερία του, τα νιάτα του, αναζητά ξανά μια ευκαιρία να πάρει το δρόμο του αλλιώς: Να γίνει συγγραφέας, όχι διευθυντής δημιουργικού σε διαφημιστική εταιρεία. Να γράφει για όσα του καίνε τα νύχια, όπως έλεγε ο Γκαίτε. Και όχι να χαραμίζει το ταλέντο του σε σενάρια για τηλεοπτικά σποτ τσιγάρων. Μα πάνω απ' όλα επιθυμεί να σταματήσει να μεγαλώνει: άρα να απομακρύνεται από όλα αυτά που κάποτε ονειρευόταν. Γιατί όπως του μετέφερε η Φλόρενς από μία συζήτηση που είχε με το ψυχαναλυτή της «Ενηλικίωση σημαίνει την αποδοχή περιορισμένων στόχων στη ζωή. Ότι παρότι όταν είσαι μικρό αγόρι ονειρεύεσαι να γίνεις μεγάλος άνδρας, δεν είναι ρεαλιστικό να συνεχίσεις έτσι, αναπόφευκτα αυτό σε οδηγεί σε βαθιά απογοήτευση και χαμηλή αυτοεκτίμηση, μετά μίσος και αηδία προς τον εαυτό σου και μετά σε ένα είδος αυτοκαταστροφής».
Η Φλόρενς του ζητούσε να συμβιβαστεί. Να αποδεχτεί τις χαμένες προοπτικές, να τις αφήσει πίσω.
    «Μου έλεγε “Καλέ μου, είναι ξεκάθαρο πια, δεν πρόκειται να γίνεις ένας Τολστόι, έτσι δεν είναι; Δεν πρόκειται να γίνεις ένας Τολστόι, και λοιπόν;”.
    Δεν μπορούσα να το δεχτώ αυτό. Ακόμα πίστευα ότι θα έδειχνα κάποτε τον αληθινό μου εαυτό, ότι θα έκανα μια νέα αρχή, θα χτύπαγα νέα φλέβα και θα έκανα όλο τον κόσμο να μείνει με το ανοιχτό στόμα. Η Φλόρενς έλεγε “Εντάξει, μπορείς να αισθάνεσαι έτσι. Αλλά να μη βασίσεις όλη σου την ύπαρξη πάνω σ' αυτό”.
    “Δηλαδή” έλεγα εξοργισμένος μαζί της.
    “Δηλαδή” έλεγε εκείνη, “ως γυναίκα και ως σύζυγός σου, είμαι πολύ χαρούμενη που έχεις μια θέση στην Ουίλιαμς και Μάκερλόϊ, που είσαι τόσο καλός στη δουλειά σου και μπορούμε να έχουμε ένα ωραίο σπίτι και προσωπικό για να το συντηρούμε, ότι μπορώ να αγοράζω τα καλύτερα βιβλία και ότι όταν οι παραστάσεις του Μπρόντγουεϊ έρχονται στο Μπιλτμορ βρίσκουμε τις καλύτερες θεσεις, και ότι η Έλεν μπορεί να σπουδάζει στο Ράντκλιφ και να σκεφτεί πολύ προσεκτικά τι ικανότητες πρέπει να έχει ο μέλλων σύζυγός της ανεξάρτητα από το λογαριασμό του στην τράπεζα».
Η Φλόρενς τον πιέζει, μα εκείνος έχει ήδη φύγει. Η Γκουέν γίνεται ο καταλύτης που θα κάνει τα πράγματα απλώς να εξελιχθούν πιο γρήγορα. Ανήμπορος να διαλέξει, αλλά ουσιαστικά ανήμπορος να αποδεσμευτεί, να σπάσει τις αλυσίδες, μια μέρα πηγαίνοντας στη δουλειά στρίβει το τιμόνι της διθέσιας Triumph του και πέφτει πάνω σε μια νταλίκα που περνά με ταχύτητα στο αντίθετο ρεύμα. Όμως δεν σκοτώνεται. Μένει στο νοσοκομείο για λίγο καιρό και μετά επιστρέφει στο σπίτι. Πλάι σε μια Φλόρενς που παριστάνει ότι δεν συνέβη τίποτα. Που αποδέχεται πλήρως την απιστία του και τον πιέζει να γυρίσει πίσω για να σώσουν το γάμο τους.
Ουσιαστικά από αυτό το σημείο, το οποίο έχει διαλέξει ο συγγραφέας για να αρχίσει την αφήγησή του, αρχίζει η ζωή του Έντι να ξεκουρδίζεται σαν χαλασμένο τρενάκι που κάνει τον τελευταίο του γύρο πριν εκτροχιαστεί εντελώς... Για να καταστραφεί ή να ανακαλύψει τον αληθινό του εαυτό. Διότι όπως γράφει ξανά στον πρόλογό της η Σώτη Τριανταφύλλου: «Το συμπέρασμα είναι το ίδιο: η καταστροφή είναι προτιμότερη από τη δημιουργία όταν δημιουργείς περιττά και βλαβερά πράγματα. Και ο Έντι απαρνιέται όλο τον υλικό κόσμο που τον κατακλύζει, ζητώντας “να υπάρχω μόνο”... Αφού η αληθινή τελειότητα είναι το να μην έχεις τίποτα».





Υ.Γ. To 1969 o Ελία Καζάν μετέφερε στον κινηματογράφο το βιβλίο του με πρωταγωνιστές τον Κερκ Ντάγκλας, την Ντέμπορα Κερ και τη Φέι Ντάναγουεϊ. 








The Lake (1827)
Edgar Allan Poe

In youth's spring, it was my lot
To haunt of the wide earth a spot
To which I could not love the less;
So lovely was the loneliness
Of a wild lake, with black rock bound.
And the tall trees that tower'd around.
But when the night had thrown her pall
Upon that spot-- as upon all,
And the wind would pass me by
In its stilly melody,
My infant spirit would awake
To the terror of the lone lake.
Yet that terror was not fright--
But a tremulous delight,
And a feeling undefin'd,
Springing from a darken'd mind.
Death was in that poison'd wave
And in its gulf a fitting grave
For him who thence could solace bring
To his dark imagining;
Whose wild'ring though could even make
An Eden of that dim lake. 

Αν δεν υπήρχαν τα κάτασπρα Macbook και τα iPhone, οι 3D ταινίες και τα e-reader, η κβαντική φυσική και οι κυματοσυναρτήσεις της, οι επιταχυντές πρωτονίων και ο Dexter, σίγουρα δεν θα ήθελα καθόλου να ζω σε αυτή την εποχή. Σχεδόν βαριέμαι που δεν προλαβαίνω ποτέ να βαρεθώ. Να αφεθώ σε αυτή τη γλυκιά απραξία, να χαζεύω τα αφράτα σύννεφα στον ουρανό, να μην προγραμματίζω ποτέ τίποτα... Να κάθομαι κάτω από ένα δέντρο και να απολαμβάνω απλά τη σκιά. Ήσυχος, σαν εκείνες τις γριές που κάποτε έβγαζαν την καρέκλα στο πεζοδρόμιο κάτω από τις νεραντζιές και περνούσαν το απόγευμά τους κοιτώντας σαν λοβοτομημένες τους περαστικούς.
Χρόνια τώρα ονειρεύομαι ότι τα εγκαταλείπω όλα και το σκάω στην επαρχία. Όχι σε αυτήν την επαρχία όμως που ξηλώνει τις μουριές για να βάλει πέργκολες, που μπαζώνει τις αυλές «γιατί τους έφαγε το χώμα», που κρύβει με γκαζόν τη λάσπη. Σε ένα ήσυχο αγροτόσπιτο με παλιά κεραμίδια, με κότες που σουλατσάρουν διαρκώς καχύποπτες στην αυλή, με ματσάκια ρίγανης κρεμασμένα στις ακακίες. Με τις λασπωμένες γαλότσες στην πόρτα, τα ξύλα ακουμπισμένα πλάι στο τζάκι, τα σκυλιά ξαπλωμένα μπροστά στη φωτιά. Να τη βγάζω με τα απολύτως απαραίτητα, απολαμβάνοντας τις μικρές απολαύσεις που φέρνει η στιγμή...
Έχω να ζήσω κάτι αντίστοιχο από τότε που ήμουν φαντάρος. Τους δύο πρώτους μήνες που έμεινα στη μονάδα. Σε κάποιο μικρό χωριό ενός μεγάλου νησιού, στην άκρη ενός ελαιώνα.
Απομονωμένος με ένα μάτσο βιβλία, χωρίς τηλεόραση, χωρίς τις ανέσεις που έχω συνηθίσει, απαλλαγμένος από την κατανάλωση και την «ανάγκη» να είμαι όπως έλεγε και ο Ρεμπό «απόλυτα σύγχρονος».
Εκείνους του δύο μήνες ούτε μια νύχτα δεν στριφογύρισα στο κρεβάτι, κοιμόμουν με έναν ύπνο βαθύ. Αμέριμνος. Χωρίς να σκέφτομαι υποχρεώσεις, δουλειές, λογαριασμούς. Ακόμα θυμάμαι το νερό που έπεφτε πάνω μου το βράδυ στο ντους. Ξεθεωμένος. Κι ας μην ήταν πάντα ζεστό. Τέτοια χαλάρωση δεν έχω νιώσει ούτε στο μοντέρνο μπάνιο μου με τις hi-tech μπαταρίες και τους γυάλινους νιπτήρες.
Και δεν είναι ότι είμαι παρελθοντολάγνος, ένας Θεός ξέρει πόσο έχω λατρέψει το κόριαν! Απλά έχω αρχίσει να νιώθω όλο και πιο έντονα τη σιγουριά ότι την πληρότητα θα τη βρω στην βραδύτητα, στην απλότητα, στη φύση. Όχι στα λοφτ, στις μπουτίκ της Prada και στα εστιατόρια που σερβίρουν το πιο νόστιμο καρπάτσιο.
Στην Αμερική, όλο αυτό έγινε κίνημα: «Το κίνημα της εθελούσιας απλότητας» (Voluntary Simplicity Movement). Νέοι άνθρωποι φρικαρισμένοι από την αφύσικη καθημερινότητα στην πόλη, αποφασίζουν σε μια νύχτα να μη χαραμίζουν άλλο το χρόνο τους, να εγκαταλείψουν όσα τους κρατούν φυλακισμένους και να ζήσουν μια νέα ζωή απαλλαγμένη από καθετί περιττό.
Σαν εκείνον τον ήρωα στο βιβλίο του Τσακ Πόλανικ (Fight Club, εκδ. Οξύ) που κλεινόταν στην τουαλέτα ξεφυλλίζοντας καταλόγους ντιζάιν επίπλων και τσακιζόταν να αγοράσει από τα gourmet μπακάλικα το καλύτερο τσάτνεϊ για να τα νουντλς που πρότεινε το Wallpaper*, αλλά μια μέρα έβαλε «μπουρλότο» στη στυλιζαρισμένη ζωή του και φτου ξελευθερία. Γύρισε από ένα επαγγελματικό ταξίδι στο σπίτι αλλά μια διαρροή γκαζιού είχε διαλύσει τα πάντα. Μια διαρροή που είχε τελικά προκαλέσει ο ίδιος προκειμένου να λύσει τα δεσμά του, επηρεασμένος από τον Τάιλερ, έναν μυστηριώδη άγνωστο που γνώρισε τυχαία και ο οποίος τον μύησε στην αναρχία.
   «Τα ψαγμένα Νιουρούντα τραπεζάκια του καφέ που, αποτελούμενα από δύο κομμάτια με σχήμα ενός πράσινου γιν και ενός πορτοκαλί γιανγκ, ενώνονται και φτιάχνουν κύκλο. Ε, λοιπόν, ήταν θρύψαλα τώρα.
   Το Χαπαράντα σαλόνι μου με τις πορτοκαλί θήκες, σχεδιασμένο από την Έρικα Πεκκάρι, ήταν τώρα για τα σκουπίδια.
   Και δεν ήμουν ο μόνος που ήταν δούλος του ενστίκτου στέγασης. Ο κόσμος που γνωρίζω ο οποίος κάποτε έπαιρνε να διαβάσει τσόντες στην τουαλέτα, τώρα παίρνει τον κατάλογο επίπλων της ΙΚΕΑ.
   Όλοι μας έχουμε την ίδια πολυθρόνα Γιοχάνεσοβ στο σχέδιο Στράιν με πράσινες ρίγες. Η δικιά μου έπεσε δεκαπέντε ορόφους, μες στις φλόγες, σ' ένα συντριβάνι.
Όλοι μας έχουμε τις ίδιες Ριλάμπα/Χαρ λάμπες φτιαγμένες από σύρμα και χαρτί χωρίς χλώριο, φιλικό προς το περιβάλλον. Οι δικές μου γίνανε κομφετί.
  Όλες αυτές οι ώρες που περνάμε καθισμένοι στην τουαλέτα.
   Τα μαχαιροπίρουνα της Άλλε. Ανοξείδωτο ατσάλι. Κατάλληλα για πλυντήριο πιάτων.
   Το ρολόι Βιλντ Χολ φτιαγμένο από γαλβανιζέ ατσάλι, α, έπρεπε να το αποκτήσω αυτό.
   Τα ράφια Κλιπσκ, αχ, ναι.
   Καπελοθήκη Χέμλινγκ. Γουστάρω.
   Ο δρόμος μπροστά από τον ουρανοξύστη μου έλαμπε μ' όλα αυτά διάσπαρτα στο έδαφος.
   Τα παπλώματα πάτσγουόρκ Μομμάλα. Σχεδιασμένα από τον Τόμας Χαρίλα και διαθέσιμα στα ακόλουθα χρώματα: Κίτρινο. Φούξια. Πράσινο. Άσπρο. Μαύρο. Ανοιχτό μπεζ ή ροζ.
   Μου πήρε μια ολόκληρη ζωή να τα αγοράσω όλα αυτά.
   Η λάκα των φορητών τραπεζιών μου Κάλιξ, που έκανε τόσο εύκολη τη συντήρησή τους.
   Τα Στεγκ τραπέζια που μπαίνουν το ένα μέσα στο άλλο.
   Αγοράζεις έπιπλα. Λες στον εαυτό σου, αυτός είναι ο τελευταίος καναπές που θα χρειαστώ ποτέ στη ζωή μου. Αγόρασε τον καναπέ, έπειτα κάνα-δυο χρόνια είσαι ικανοποιημένος πως ό,τι και να γίνει, τουλάχιστον έχεις κανονίσει το ζήτημα του καναπέ σου. Μετά το τέλειο κρεβάτι. Οι κουρτίνες. Το χαλί.
    Μετά έχεις παγιδευτεί στην υπέροχη φωλιά σου και τα πράγματα που κάποτε είχες εσύ, τώρα σε κατέχουν.
   Το διαμέρισμα ήταν πενήντα ένα τετραγωνικά, ψηλοτάβανο και επί σειρά ημερών το γκάζι πρέπει να διέρρεε ώσπου κάθε δωμάτιο να γέμισε. Όταν τα δωμάτια γέμισαν τελείως, ο συμπιεστής στη βάση του ψυγείου έκανε κλικ.
   Πυροδότηση.
   Τα παράθυρα απ' το πάτωμα-ως-το-ταβάνι με τα αλουμινένια πλαίσια πετάχτηκαν, μαζί και οι καναπέδες και οι λάμπες και τα πιάτα και τα σετ σεντονιών μες στις φλόγες, και οι επετηρίδες του λυκείου και τα πτυχία και το τηλέφωνο. Όλα πετάχτηκαν έξω από το δέκατο πέμπτο όροφο μοιάζοντας με ηλιακή φωτοβολίδα.
    Αχ, όχι το ψυγείο μου. Είχα γεμίσει ολόκληρα ράφια με τη συλλογή μου από μουστάρδες, κάποιες από αυτές που γίνονται με το άλεσμα του σπόρου, κάποιες αγγλικές. Υπήρχαν δεκατέσσερις διαφορετικές σάλτσες χωρίς λιπαρά για σαλάτες και επτά είδη κάπαρης. (...)
    Μπορούσες ν' ανέβεις στον δέκατο πέμπτο όροφο, είπε ο θυρωρός, αλλά κανείς δεν επιτρεπόταν να μπει στο διαμέρισμα. Διαταγή της αστυνομίας.
   “Δεν έχει νόημα να πας πάνω”, είπε ο θυρωρός. “Το μόνο που έχει απομείνει είναι το τσιμεντένιο κουφάρι”. (...)
    “Πολλοί νέοι προσπαθώντας να εντυπωσιάσουν τον περίγυρό τους αγοράζουν πάρα πολλά πράγματα”, είπε ο θυρωρός.
    Τηλεφώνησα στον Τάιλερ.
    Το τηλέφωνο χτύπησε στο νοικιασμένο σπίτι του Τάιλερ στην οδό Πέηπερ.
    Αχ, Τάιλερ, σε παρακαλώ, λύτρωσέ με.
    Και το τηλέφωνο χτυπούσε.
    Ο θυρωρός έγειρε στον ώμο μου και είπε, “Πολλοί νέοι δεν ξέρουν τι πραγματικά θέλουν”.
    Αχ, Τάιλερ, σε παρακαλώ, σώσε με.
    Και το τηλέφωνο χτυπούσε.
   “Νέοι, θέλουν τον κόσμο ολόκληρο δικό τους”.
    Λύτρωσέ με από τα σουηδικά έπιπλα.
    Λύτρωσέ με από την ψαγμένη διακόσμηση.
    Και το τηλέφωνο χτυπούσε και ο Τάιλερ απάντησε.
    “Αν δεν ξέρεις τι θέλεις”, είπε ο θυρωρός, “καταλήγεις με πολλά που δεν θέλεις”.
    Είθε να μην είμαι ποτέ ολοκληρωμένος.
    Είθε να μην είμαι ποτέ ικανοποιημένος.
    Είθε να μην είμαι ποτέ τέλειος.
    Λύτρωσέ με, Τάιλερ, απ' το να είμαι τέλειος και ολοκληρωμένος».
Χωρίς εν ανάγκη να το γυρίσουν από την κατανάλωση στην αναρχία, όπως ο ήρωας του Τσακ Πόλανικ, οι άνθρωποι των μητροπόλεων ζαλισμένοι από τις συνέπειες της κρίσης τα περασμένα δύο χρόνια, πήραν ξανά το δρόμο που οδηγεί από το New York (Sex and the) City και τις βλαχο- φάμπιουλους νευρώσεις του στην απόλαυση μιας ζωής που δεν χρειάζεται να λάμψει προκειμένου να ολοκληρωθεί. Ένας σκασμός βιβλίων αποτυπώνουν αυτή την ανάγκη που έγινε τάση. Βιβλία πολύ διαφορετικά μεταξύ τους, τα οποία όμως μιλούν για το ίδιο πράγμα: για τα αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής. Από το πολύ καλό μυθιστόρημα «Η ένδοξη παραίτηση της Ρόζα Λέιν» της Τζοάνα Καβένα (εκ. Μεταίχμιο) μέχρι το τρισάθλιο «Eat Pray Love» της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ (εκδ. Μίνωας). Στο πρώτο η ηρωίδα, η οποία εργάζεται ως δημοσιογράφος στο πολιτιστικό ένθετο μιας μεγάλης εφημερίδας εγκαταλείπει όσα έχτιζε χρόνια: την καλή δουλειά της, την άνεση του μισθού της, το υπέροχο διάμερισμά της, τον άπιστο σύντροφό της... Φτύνει κατάμουτρα το σύγχρονο μοντέλο επιτυχίας για να αναζητήσει το αληθινό της εαυτό. Στο δεύτερο, το οποίο έγινε και ταινία με την Τζούλια Ρόμπερτς, μια τριαντάρα αποδρά από το χρυσό κλουβί στο οποίο ζει για να ανακαλύψει τη μαγεία του κόσμου ταξιδεύοντας για έναν χρόνο στην Ιταλία, την Ινδία και το Μπαλί. Πρόκειται για την αληθινή ιστορία της Ελίζαμπεθ Γκίλμπερτ. Η ιδέα είναι ωραία και μέσα στα πράγματα, αλλά τόσο το βιβλίο όσο και η ταινία δεν τραβάνε με τίποτα. Και τα δύο τα παράτησα πολύ πριν τη μέση.
Όμως το πιο σημαντικό βιβλίο απ' όλα, το οποίο έθεσε το θέμα πρώτο και με τον πιο καίριο τρόπο, είναι το προφητικό μυθιστόρημα του Τζέιμς Γκράχαμ Μπάλαρντ «Άνθρωποι του Μιλένιουμ» (εκδ. Ποταμός). Ο συγγραφέας της «Αυτοκρατορίας του Ήλιου» (ο οποίος έφυγε από τη ζωή το 2009) μίλησε οκτώ χρόνια πριν για όλα αυτά που ζούμε σήμερα και όλα εκείνα που βράζουν τώρα στο καζάνι της κοινωνίας: Για την εξαντλημένη μεσοαστική τάξη που εξεγείρεται και βγαίνει από τα σπίτια της καίγοντας κάδους, δημιουργώντας αναχώματα με τουμπαρισμένα αυτοκίνητα, που μπουκάρει στα σούπερ μάρκετ και τα κάνει λίμπα. Ο Μπάλαρντ φωτογραφίζει μια σύγχρονη εξέγερση η οποία έχει να κάνει με τα τέλη στάθμευσης και κυκλοφορίας, τα δίδακτρα των σχολείων και τα κοινόχρηστα των πολυκατοικιών...
Μέχρι να καταφέρω να αποδράσω, είτε βγαίνοντας στους δρόμους μαζί με τους αποδέλοιπους νεόπτωχους της μεσαίας τάξης είτε απλά φτύνοντας τα πάντα για να ζήσω σαν μποέμ αγρότης που το πρωί θα καλλιεργεί σταμναγκάθι και το βράδυ θα διαβάζει, το κάνω με το μυαλό. Ταξίδια δωματίου. Σελίδα τη σελίδα βρίσκω τον τρόπο να εξαερώσω τους σωλήνες. Διαβάζω βιβλία για την αγαπημένη μου εποχή: την πρώτη τριακονταετία του 20ού αιώνα. Για τα χρόνια της τζαζ και τους ονειροπόλους της. Επιστρέφω ξανά και ξανά στα διηγήματα του Σκοτ Φιτζέραλντ (εκδ. Ερατώ) ή στους «Εκκεντρικούς» του Πωλ Μοράν (εκδ. Ολκός) και ονειρεύομαι βόλτες με ξέσκεπες Άστον Μάρτιν σε δρόμους με πανύψηλα δέντρα, ανάμεσα σε ατελείωτα λιβάδια, συζητήσεις πλάι σε αναμμένα τζάκια, ζαλισμένους έρωτες από τα απογευματινά κοκτέιλ, γραμμόφωνα στον κήπο και βουτιές στη λίμνη...