Την περασμένη εβδομάδα
έπρεπε να βρω κάποια χαρτιά που χρειαζόμουν
στο αρχείο του παππού μου. Πήγα για πέντε
λεπτά στο κλειστό πια σπίτι κι έκατσα
τρεις ώρες. Ήταν πάντα φοβερή απόλαυση
να ψάχνω τα πράγματά του. Ακόμα κι όταν
ζούσε. Μανικετόκουμπα, καπέλα, ξυράφια
σε δερμάτινες θήκες, πυξίδες, παλιά γράμματα, κιτρινισμένα αποκόμματα
από εφημερίδες, κουτιά γεμάτα ασπρόμαυρες
φωτογραφίες δεμένες με σπάγκο. Εικόνες
και αντικείμενα από το παρελθόν. Σκόρπιες λέξεις από ένα
βιβλίο που δεν γράφτηκε ποτέ. Ιστορίες
που έμειναν μονάχα στο συρτάρι και στα
λόγια. Στις διηγήσεις.
Η Σύρος του '30. Η Σαντορίνη
του '50. Ο Πειραιάς του '60. Η Αθήνα της
δικτατορίας. Οι πόλεμοι και οι φίλοι
που χάθηκαν. Παιδιά που δεν πρόλαβαν να
μεγαλώσουν κι έμειναν για πάντα να
χαμογελάνε μαγκωμένα πίσω από τη ζελατίνα
του άλμπουμ. Κορίτσια που παίζουν χαρτιά
και πίνουν παγωμένες βυσσινάδες στα
φερ φορζέ της βεράντας. Ναύτες με τη
στολή μπροστά από ένα τάβλι και εικοσάρηδες
με μπριγιαντίνη και γαμπριάτικη γαρδένια
στο πέτο. Όλοι οι τύποι που βλέπω στις
φωτογραφίες μου φαίνονται Γιούγκερμαν.
Με τα κοστούμια τους, τα καπέλα τους, τη
γραβάτα σφιχτά δεμένη και το τσιγάρο
στο στόμα στραβά. Πειραιώτικα. Και οι
τόποι που ζούσαν -τα σπίτια, οι αυλές,
τα λιμάνια, οι δρόμοι, τα γραφεία, οι
σταθμοί- σαν να τους περιγράφει στις
σελίδες του ο Καραγάτσης.
Το Ακταίον στο Φάληρο,
η Καστέλλα, τα καφενεδάκια στο Τουρκολίμανο.
Παλιά ποντοπόρα πλοία, ψαρόβαρκες,
γκαζάδικα αγκυροβολημένα στα ανοιχτά
περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά τους
να μπουν στο Νεώριο, στου Ανδρεάδη ή
στου Σκαραμαγκά. Ποστάλια που έφευγαν
από τον Πειραιά φορτωμένα με κόσμο κι
εμπορεύματα και κάθε που έπιαναν λιμάνι
στα νησιά γινόταν γιορτή. Μαζί με τους
ανθρώπους που πήγαιναν κι έρχονταν,
ξεφόρτωναν στις βάρκες εφημερίδες, την
πραμάτεια της εβδομάδας και έφερναν
νέα από την πόλη που είχαν πια μπαγιατέψει...
Δεν ξέρω γιατί, αλλά
φέτος έχω απίστευτη ανάγκη να διαβάσω
τέτοια βιβλία. Παλιακά και κοσμοπολίτικα.
Λίγο μποέμ και λίγο αλήτικα. Σαν τον
σοφιστικέ Καραγάτση που του άρεσε λέει
να οδηγεί στην Αθήνα και να τσακώνεται,
να κατεβαίνει στα φανάρια και να δέρνει
τον πίσω οδηγό που του κόρναρε νευρικά.
Θέλω να ξαναπιάσω τον Γιούγκερμαν (εκδ.
Εστία) που τον είχα αρχίσει κάποτε, πολλά
χρόνια πριν, και τον είχα αφήσει. Να
επιστρέψω στον Λαπαθιώτη (Τα μαραμένα μάτια, εκδ. Ερατώ) και να κρυφοκοιτάξω
τις επιστολές του Καββαδία στην αδερφή
και τις ανιψιές του (Γράμματα στην αδελφή του Τζένια και στην Έλγκα), αλλά και
εκείνες που έστελνε η Μάτση Χατζηλαζάρου στον Εμπειρίκο (και τα δύο από τις
εκδόσεις Άγρα).
Εκτός απ' αυτά, στο
κομοδίνο έχω ήδη φτιάξει μια στοίβα με
σύγχρονα βιβλία που σε ταξιδεύουν σε
εκείνη την εποχή. Αρχές του 20ου αιώνα
μέχρι τη δεκαετία του '50. Τώρα διαβάζω
και το απολαμβάνω τις Μέρες Αλεξάνδρειας
του Δημήτρη Στεφανάκη (εκδ. Ψυχογιός)
και στη σειρά περιμένουν το Φιλμ Νουάρ
του ίδιου, η μυθιστορηματική βιογραφία
της Άννας Σικελιανού (Ο έρωτας και το όνειρο, εκδ. Καστανιώτη) και το Ξιφίρ Φαλέρ της Αθηνάς Κακούρη (εκδ. Καστανιώτη).
Υ.Γ. Έτσι, για τη μυρωδιά,
στη βαλίτσα του Αυγούστου θα πάρω και
το υπέροχο Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη.