Διαβάζοντας για το ρεύμα του αισθητισμού που εμφανίστηκε στα τέλη του 19ου, με κύριους εκφραστές τους Ζορίς-Καλρ Ουισμάνς και Όσκαρ Ουάιλντ, θυμήθηκα πόσο είχα ερωτευθεί το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι από την πρώτη φράση:

«Το ατελιέ ήταν γεμάτο από την ανάλαφρη μυρωδιά των ρόδων και όταν το ελαφρό καλοκαιρινό αεράκι φυσούσε ανάμεσα στα δέντρα του κήπου, από την ανοιχτή πόρτα ερχόταν η βαριά ευωδιά των πασχαλιών ή η πιο ανάλαφρη του κοκκινάγκαθου».

Από όλα τα ρεύματα αγαπώ ιδιαιτέρως τον αισθητισμό. Οι αισθητιστές δημιουργούσαν τέχνη για την τέχνη ως αντίδραση στην κυριαρχία του ρεαλισμού και του νατουραλισμού που κατέγραφαν σαν κάμερα -αντιμετωπίζοντας τη λογοτεχνία ως επιστημονικό εργαλείο- την υλική πραγματικότητα. Στην ιστορία της λογοτεχνίας ήμουν πάντα με τους αναρχικούς της φαντασίας, από τον Κλασικισμό προτιμούσα το Μπαρόκ, κι από τον Ορθολογισμό το Ρομαντισμό. Εκ των υστέρων ανακαλύπτω ότι ενστικτωδώς με μαγνήτιζαν τα έργα που άφηναν τις πόρτες ξεκλείδωτες για να αποδράσεις από την πραγματικότητα. Κάθε έργο και κάθε εποχή κάτι προσθέτουν στην εξέλιξη της ανθρωπότητας και έχουν ανεκτίμητη αξία για τον πολιτισμό. Όμως άλλα έργα μιλούν στη λογική μας και άλλα έργα μιλούν στην καρδιά μας, μας συγκλονίζουν βαθιά, μας ξεσηκώνουν σαν έρωτας, ασκώντας μας μια σχεδόν μεταφυσική έλξη. Υπό αυτή την έννοια απόλαυσα την Αισθηματική Αγωγή του Φλωμπέρ που απεικόνιζε ρεαλιστικά έναν αντισυμβατικό έρωτα, αλλά ερωτεύθηκα κεραυνοβόλα τον παράφορο, ρομαντικό έρωτα του Βέρθερου για τη Λόττε.


ΥΓ. Θα διαβάσω ξανά το Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, για τα ρόδα, τις όμορφες εικόνες, για τα μισάνοιχτα παράθυρα, για τις ευωδιές των αγγλικών κήπων, για τις τρυφηλές απολαύσεις, τις περιγραφές με τα ανάκλιντρα και τα βελούδινα μαξιλάρια, τα περσικά χαλιά, τις μεταξωτές πολυθρόνες αλλά και για τις ζοφερές σκηνές και τις πιο απόκοσμες στιγμές του.


Τα μολύβια, ο ήχος της ξύστρας, η μυρωδιά του χαρτιού, οι στοίβες με τα καινούρια αδιάβαστα, βιβλία που μόλις αγόρασα (μια υπόσχεση ευτυχίας πάνω στο τραπέζι). Μια κούπα με γαλλικό καφέ, λουλούδια στο βάζο, αφράτα μαξιλάρια στον καναπέ, η μυρωδιά του κεριού, οι νότες εσπεριδοειδών αναμεμειγμένες με τις νότες από μια όπερα που παίζει από την εμμονική μου playlist στο γέρικο iPod. Ένας σελιδοκόπτης και ένας άκοπος Έλιοτ.

Άφατη ευτυχία στην έρημη χώρα. Ήσυχη ευτυχία, άφατη σαν θλίψη. 

Πιο πολύ απ' όλα τα βιβλία αγαπώ αυτά στα οποία πρέπει να κόψεις τις σελίδες τους μία παρά μία. Είναι λες τρυπώνεις μέσα στο βιβλίο και απελευθερώνεις τις λέξεις.

Τέτοια απογεύματα θέλω. Να γυρνώ από το γραφείο νωρίς. Να κατηφορίζω τη Μητροπόλεως με τον καφέ στο χέρι σε χάρτινο κύπελλο και τον ήλιο κόντρα, να με χτυπάει στο πρόσωπο. Μια στάση σε βιβλιοπωλείο. Απαραιτήτως.

Να μπαίνω στο σπίτι και να έχω όλο το φως ακόμα μπροστά μου για να έχω τη δυνατότητα να κάνω χίλια δυο πράγματα, αλλά τελικά να κάθομαι μέσα και να διαβάζω, βλέποντας το φως να πέφτει πια πίσω από τα δέντρα της βεράντας, να περνά μέσα από τα κλαδιά και να βάφει πορτοκαλί, μοβ, μπλε τα ράφια της βιβλιοθήκης.


ΥΓ. Η Έρημη Χώρα του Τ.Σ. Έλιοτ σε μετάφραση Γιώργου Σεφέρη κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Ίκαρος.  

«Κανένα δράμα δεν είναι μικρό στο ανθρώπινο μυαλό».

Παρόλο το χαμό που έχει γίνει με τα βιβλία του Ντάνιελ Κέλμαν, η σύντομη -μόλις 102 σελίδων- αλλά περιεκτική νουβέλα Έπρεπε να είχες φύγει (εκδ. Καστανιώτη) είναι το πρώτο βιβλίο του 42χρονου Γερμανού συγγραφέα που διαβάζω. Είναι μια απολαυστική ιστορία που φλερτάρει με το παράδοξο, από αυτές που λατρεύω.

Ένα νεαρό ζευγάρι, ο αφηγητής και η σύζυγός του Σουζάνα, απομονώνονται με τη μικρή κόρη τους σε μια ξύλινη αγροικία στην απόμερη δασώδη περιοχή μιας ερημικής επαρχίας, προκειμένου εκείνος να ολοκληρώσει με ησυχία το σενάριο για την επόμενη ταινία του. Με κινηματογραφικό ρυθμό, κοφτό λόγο και ατάκες που μένουν μετέωρες σαν σε φιλμ, ο σεναριογράφος μας εισάγει με τη γραφή του, η οποία θυμίζει ερασιτεχνική κάμερα τύπου The Brair Witch Project, σε ένα σκηνικό τρόμου που συνδυάζει τις Σκηνές από ένα γάμο του Μπέργκμαν με το θρίλερ Σπίτι από φύλλα του Μαρκ Ντανιελέφσκι. Η σχέση του ζευγαριού είναι κλονισμένη, εκείνος χαμένος στις σκέψεις του, εκείνη στέλνει όλη μέρα μηνύματα από το κινητό της σε άγνωστο παραλήπτη. Δυο πρώην ερωτευμένοι που βρέθηκαν εγκλωβισμένοι στη ρουτίνα και την ωμή πραγματικότητα ενός γάμου (εκείνος μονολογεί κάποια στιγμή, ούτε που θα μπορούσα να φανταστώ στα πρώτα μας ραντεβού ότι θα καταλήγαμε να τσακωνόμαστε ακόμα και για τις πάνες του μωρού). Σύντομα, αρχίζουν στο σπίτι που έχουν νοικιάσει μέσω της υπηρεσίας Airbnb να συμβαίνουν παράδοξα πράγματα: κάδρα με παλιές φωτογραφίες εμφανίζονται από το πουθενά, μορφές φαίνονται στην κάμερα που υπάρχει στο δωμάτιο του μωρού, αλλόκοτες φιγούρες εμφανίζονται (ή εξαφανίζονται) στις αντανακλάσεις των τζαμιών, μια γυναίκα με μικρά μάτια στοιχειώνει τον ύπνο (και τον ξύπνιο) του ήρωα κ.ά. Το σπίτι, σαν μια μαύρη χωροχρονική τρύπα που τους ρουφά, γίνεται ένας λαβύρινθος ή μήπως όλα είναι απλώς παιχνίδια στο ταραγμένο μυαλό ενός άντρα που βυθίζεται απογοητευμένος στην παρακμή και στο τέλος ενός έρωτα;

Αν διαβάσεις τη νουβέλα του Κέλμαν σαν ιστορία τρόμου, αναρωτιέσαι τι το καινούριο φέρνει μετά το πρωτοποριακό μεταμοντέρνο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Ντανιελέφσκι (εξαντλημένο) ή το καταιγιστικό Η θεραπεία του Σεμπάστιαν Φίτσεκ. Αν όμως αλλάξεις την οπτική γωνία και το δεις σαν μια αλληγορία για το αδιέξοδο του μοντέρνου γάμου, αυτομάτως αντιλαμβάνεσαι την αφηγηματική δεινότητα του Κέλμαν. Προς το τέλος ένιωσα ασφυξία, σαν να έκλειναν μπροστά μου όλες αυτές οι πόρτες του στοιχειωμένου σπιτιού, παρακολουθώντας τις παγίδες που μπορεί να στήσει στον εαυτό του ο (διαταραγμένος) νους ενός ανθρώπου σε απόγνωση.


Το βιβλίο εννοείται διαβάζεται απνευστί, κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Το διάβασα όλο μέσα σε μία ώρα, κάνοντας μια στάση μετά το γραφείο στο Zillers για τον απογευματινό μου καφέ, ακούγοντας τη λειτουργία (τελευταίοι Χαιρετισμοί) από τη Μητρόπολη και απολαμβάνοντας τα μοβ πένθιμα σύννεφα στον αττικό ουρανό, πάνω από την Ακρόπολη.

Ο Γιόζεφ Κάπλαν είναι ένας ωραίος ήρωας. Μια ολοκληρωμένη προσωπικότητα που παλεύει μέσα στη δίνη του περασμένου αιώνα, με τον μεγάλο ευρωπαϊκό εμφύλιο και τις μεταπολεμικές του συνέπειες στην ανατολική Ευρώπη: Η τσακισμένη Πράγα, το πραξικόπημα των κομμουνιστών, το ανελεύθερο καθεστώς και η ομηρία των πολιτών από έναν πατερούλη που σου «κόβει το χέρι» για το καλό σου. Είναι τόσο ωραίος ο Γιόζεφ Κάπλαν που κάνει τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα να δείχνει ισχνός στο πλάι του. Κι αυτή είναι κατά τη γνώμη μου η αδυναμία του κατά τ΄άλλα απολαυστικού και χορταστικού μυθιστορήματος του Ζαν-Μισέλ Γκενασιά «Η ζωή που ονειρεύτηκε ο Ερνέστο Γκ.» (μτφρ. Ανδρέας Παππάς, Βάνα Χατζάκη, εκδ. Πόλις). Το βιβλίο είναι πολύ δυνατό μέχρι τη στιγμή που ο αφηγητής στρέφει την οπτική του από τον γιατρό Γιόζεφ Κάπλαν στον ασθενή του Τσε και η αφήγηση επικεντρώνεται στο ακατέργαστο ρομάντζο του με την κόρη του Γιόζεφ, την Έλενα. Διαβάζοντας το τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος αισθάνθηκα ότι ξεκίνησα ένα άλλο βιβλίο, άνισο με τα δύο πρώτα μέρη, όπου ο αναγνώστης παρακολουθεί τη διαδρομή του βασικού ήρωα, ενός νεαρού γιατρού, από την Πράγα των αρχών του περασμένου αιώνα στο Παρίσι και από εκεί στο Αλγέρι του μεσοπολέμου, όπου καταφεύγει ως βιολόγος στο παράρτημα του Ινστιτούτου Παστέρ για να αναζητήσει την τύχη του.

Το Αλγέρι, αυτό το μαγικό μέρος που τόσο αγαπήσαμε από τον Καμύ και μετά από τον Μωρίς Αττιά -το ωραιότερο νουάρ που έχω διαβάσει-, σκιαγραφείται με μεγάλη ακρίβεια από τον Γκενασιά. Το Μπαμπ-Ελ-Ουέντ, τα αλγερινά φαγητά στην ταβέρνα του Παντοβανί, τα πολυτελή εστιατόρια με τις αψίδες και τους κρυστάλλινους πολυελαίους, οι χοροί σε ξύλινες εξέδρες πάνω από τη θάλασσα, τα ταγκό, μια σιτροέν που τρέχει ξέφρενα στους φιδογυριστούς στενούς δρόμους, τα μεθυσμένα αγγίγματα, τα τσιγάρα της συνενοχής μεταξύ δυο φίλων σε ασβεστωμένες ταράτσες κάτω από τα άστρα, η άμμος, η σκιά των δέντρων, ο έρωτας και η ανεμελιά του τελευταίου καλοκαιριού πριν τη φρίκη του πόλεμου.

«Αν υπήρξε ποτέ Παράδεισος θα πρέπει να βρισκόταν σ΄αυτή τη μαγευτική ακτή, όπου πάνω από μια κατάλευκη παραλία και μέχρις εκεί όπου έφτανε το βλέμμα, απλωνόταν ένα δάσος από πεύκα-ομπρέλες, διακριτικούς φύλακες γερμένους προς την ακτή, καθώς και συστάδες φοινικόδεντρων· μια θάλασσα που θύμιζε οπάλι, κι αυτή η μεταξένια σιωπή, αυτός ο άνεμος, ανάλαφρος σαν κασμίρι, κάπου ανάμεσα στο Σίντι Φερούχ και τη Ζεράλντα, τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά από το Αλγέρι. Εκεί ένιωθε κανείς ότι βρίσκεται στις απαρχές του κόσμου, μόνος πάνω στη γη. Εκείνη την τόσο ευτυχισμένη Κυριακή, στα τέλη Αυγούστου 1939, η Κριστίν διάβαζε το κύριο άρθρο μιας εφημερίδας, η Νελλύ μαύριζε στον ήλιο, και ο Μωρίς με τον Γιόζεφ επέπλεαν ανάσκελα στο νερό».

Το πιο δυνατό κομμάτι του βιβλίου είναι η αυτοεξορία του Εβραίου γιατρού στην ερημική και άγρια ενδοχώρα του Αλγερίου, όπου ζει για καιρό σε ένα λασπωμένο καλύβι για να μελετά επιστημονικά ως απεσταλμένος του Ινστιτούτου Παστέρ τα έντομα ενός βάλτου. Το Ινστιτούτο τον φυγαδεύει εκεί για να τον σώσει από τη ναζιστική επέλαση. Οι περιγραφές του τοπίου αγγίζουν τα όρια μιας δυστοπίας, ο ήρωας φτάνει στα όριά του, εισάγεται στην παράνοια, το μέρος τον στοιχειώνει. Η απέραντη μοναξιά η οποία είναι άλλοτε υγρή και πνιγηρή σαν την λάσπη του βάλτου, κι άλλοτε ανυπόφορα στέρεα λες και την πιάνεις με το χέρι, σαν ένα πέτρινο καρβέλι ψωμί που πρέπει να το κόψεις με το μαχαίρι, είναι μια αλληγορία για την απέραντη εσωτερική ερημιά που βίωσαν όσοι Εβραίοι κατάφεραν να κρυφτούν, να εξαφανιστούν από προσώπου γης, για να μην τους συνθλίψουν οι ναζί. Μου θύμισε την ασφυξία την οποία ένιωθε η ηλικιωμένη Εβραία που έκρυβε ο δικαστής σε ένα δωμάτιο του σπιτιού του, στο αριστούργημα του Χανς Φάλαντα «Μόνος στο Βερολίνο», για τη σώσει από τους καταδότες γείτονες ή την κλειστοφοβία στο «Ημερολόγιο της Άννας Φρανκ».

Στο τρίτο μέρος, το πιο αδύναμο, ο γιατρός έχει επιστρέψει στην Πράγα μετά τον πόλεμο και κουράρει έναν ιδιαίτερο ασθενή, τον Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, ο οποίος βαριά άρρωστος βρίσκει καταφύγιο στην Τσεχοσλοβακία μετά από μια αποτυχημένη αποστολή του στην Αφρική. Ο Γκενασιά, θέλοντας να περιγράψει τη βιαιότητα του κομμουνιστικού καθεστώτος, χρησιμοποιεί το εύρημα μιας ερωτικής σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ του Τσε και της Έλενας, κόρης του Γιόζεφ Κάπλαν. Ο στόχος εκπληρώνεται, διότι ένας τόσο καλός αφηγητής όσο ο Γκενασιά, ακόμα και στα τρωτά του, δεν εγκαταλείπει τον αναγνώστη. Παρακολουθείς με μεγάλο ενδιαφέρον την ερωτική ιστορία που έχει πολιτικές προεκτάσεις, έχει άλλωστε στιγμές κορύφωσης και δράσης, όχι όμως χωρίς αμηχανία από τον ολοφάνερα τεχνητό συναισθηματισμό. Ο Τσε μοιάζει με μια χοντροκομμένη καρικατούρα χωρίς κανένα βάθος, η Έλενα είναι άγουρη ως χαρακτήρας, και φυσικά ο Γιόζεφ Κάπλαν, σώζει την κατάσταση στο φινάλε.



ΥΓ. Δεν έχω διαβάσει τη Λέσχη των Αθεράπευτα Αισιόδοξων. Ίσως το κρατήσω για το ερχόμενο καλοκαίρι, διότι καλοκαίρι διάβασα και αυτό εδώ.

Την ημέρα που το χιόνι επισκέφθηκε την Αθήνα εγώ πετούσα για Φρανκφούρτη. Πήρα μαζί μου δύο βιβλία: ένα για φαν (Αριθμός 11 του Jonathan Coe, εκδ. Πόλις) και ένα για μία εργασία που πρέπει να παραδώσω την επόμενη εβδομάδα στην Ιστορία της Ευρωπαϊκής Οικονομίας (Ο μεγάλος μετασχηματισμός, Karl Polanyi, εκδ. Νησίδες).

Πάντα, όταν ταξιδεύω, εκτός από τα έντυπα βιβλία, παίρνω μαζί μου και το Kindle με άλλα 50 βιβλία, έτσι για την απληστία. 

Στη Φρανκφούρτη χιόνιζε περισσότερο. 

Αφού κάναμε μερικές βόλτες λόγω χαμηλής ορατότητας πάνω από το Fraport (όπου διάβασα δύο ακόμα κεφάλαια από τον Coe) τελικά αποβιβαστήκαμε πλάι σε ένα χιονισμένο δάσος από αυτά που σου ανοίγουν την όρεξη για noir βορειοευρωπαϊκό μακελειό.

Το δωμάτιό μου στο Sheraton έβλεπε στο φουτουριστικό κτίριο του Hilton, το οποίο μοιάζει με τα sci-fi αεροσκάφη στα μυθιστορήματα του Φίλιπ Πούλμαν.

Όταν χιονίζει η γραμμή S του τρένου σε μεταφέρει στην καρδιά μιας πόλης που θυμίζει σκηνικό σκανδιναβικού θρίλερ.

Είναι απόλαυση να ζεις για λίγο μέσα σε ένα αστυνομικό μυθιστόρημα, αρκεί βέβαια να μην είσαι το πτώμα που επιπλέει στον ποταμό Main.

 Το βράδυ πήγα σε ένα dinner party στη Villa Kennedy. Ένα υπέροχο κτίριο του 1901.

Μόλις πέσει το φως, η βιομηχανική Φρανκφούρτη δίνει τη θέση της σε μια λαμπερή πόλη με υπέροχα εστιατόρια, η οποία παντρεύει το παλιό και το σύγχρονο με αρμονικό τρόπο. 



Η αγαπημένη μου στιγμή στα ταξίδια είναι όταν κλέβω χρόνο ανάμεσα σε δύο ραντεβού για να κάνω τα μοναχικά μου: να διαβάσω το βιβλίο μου πίνοντας καφέ.



Αν τριγυρνώντας στην πόλη συναντήσω βιβλιοπωλείο και ποδήλατα, ε, είμαι σίγουρος ότι είμαι στο σωστό δρόμο.



Χωρίς να θέλω να προκαλέσω την κοινή γνώμη: θεωρώ ότι το shopping είναι μια χωροχρονική τρύπα που ρουφάει ζωτική ενέργεια και ροκανίζει τον ελεύθερο χρόνο μου. Σιχαίνομαι τα mall  και τους εμπορικούς δρόμους. 

Προτιμώ να τριγυρνώ άσκοπα στην πόλη και να φωτογραφίζω κτίρια. Ή να πηγαίνω σε μουσεία και πάρκα.

Δεν είναι δυνατόν να μην συμπαθήσεις μια πόλη που σε οδηγεί στον Γκαίτε.

Εννοείται ότι περπάτησα μέσα στο κρύο και στη βροχή για να επισκεφθώ το Goethe-Haus, το σπίτι στο οποίο γεννήθηκε και έζησε μέχρι τα 16 του χρόνια ο αγαπημένος μου συγγραφέας. Τα πάθη του νεαρού Βέρθερου είναι το βιβλίο της ζωής μου. Ήταν αυτό που με οδήγησε στα 17 μου στον Ρολάν Μπαρτ και στα Αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου, δοκίμιο το οποίο μου άλλαξε τον τρόπο που αντιλαμβάνομαι τα πράγματα και αποκάλυψε τον πολυσήμαντο χαρακτήρα του κόσμου.



Πρόλαβα το μουσείο είκοσι λεπτά πριν κλείσει και μετά πέρασα το βροχερό απόγευμα σε ένα υπέροχο μικρό café (Opitz) εκεί κοντά με πολλά βιβλία και γλυκά. Σ' αυτό δουλεύει μια νεαρή ζωγράφος, η Lena Grewenig, που δημιουργεί υπέροχους πίνακες και σχεδιάζει κοσμήματα. 




Στην πόλη κυριαρχεί το μαύρο χρώμα. Στα κτίρια, στους σταθμούς του μετρό, στα καταστήματα. Ταιριάζει με τον γκρίζο συννεφιασμένο ουρανό.

Οι ουρανοξύστες συνομιλούν με οικήματα περασμένων αιώνων.



Το τελευταίο βράδυ πήγα στο πάρτι της Messe Frankfurt Heimtextil στο τεράστιο εκθεσιακό κέντρο στην καρδιά της πόλης που συγκεντρώνει καθημερινά χιλιάδες εμπορικούς επισκέπτες από όλο τον κόσμο.


ΥΓ. Στην επιστροφή είπα να διασκεδάσω τη μελαγχολία βλέποντας ταινίες μικρού μήκους με πρωταγωνιστή τον Scrat από το Ice Age.