Στην κουζίνα του παλιού μου σπιτιού δεν υπήρχαν ούτε ποτήρια. Στα ντουλάπια έβρισκες μόνο βιβλία. Όχι με συνταγές μαγειρικής, τα κανονικά. Μυθιστορήματα και ποιήματα πλάι σε κουτιά του καφέ και σε μπουκάλια με βότκα. Τα άπαντα της Κικής Δημουλά και του Ελύτη τα είχα τακτοποιήσει πάνω από την πιατοθήκη, μαζί με τα θεατρικά του Τσέχοφ, εκεί όπου κανονικά ένας φυσιολογικός άνθρωπος κρύβει τις σουπιέρες και τις σαλατιέρες από το καλό του σερβίτσιο.
Το καλύτερό μου είναι να αγοράζω κρασιά και μικρές ντιζαϊνιές για την κουζίνα: ασπρόμαυρες κουτάλες, χωνί του λαδιού με μύτη Πινόκιο...
Προσπαθω να καταλάβω μια συνταγή για να φτιάξω μια έθνικ σαλάτα με απ΄το Μαρόκο και την Αλγερία και θυμάμαι τον Πάκο Μαρτίνεθ και τον φίλο του τον Μωρίς Σουκρούν -από το εκπληκτικό «Μαύρο Αλγέρι» του Μωρίς Αττιά (εκδόσεις Πόλις)- να τρώνε ποικιλίες σε ένα καφενείο στο Μπαμπ-ελ-Ουέντ.
Κι επειδή καμιά φορά ξεχνιέμαι -διαβάζοντας στην πολυθρόνα- κι αφήνω την κατσαρόλα στο μάτι, όλοι γνωρίζουν ότι στην κουζίνα μου επιβεβαιώνεται απόλυτα το γνωστό ρητό για τον καπνό και τη φωτιά.
Όσες αποτυχίες κι αν έχω, όμως, δεν πτοούμαι με τίποτα: Διαβάζω λίγο Μαλβίνα από το μικρό βιβλιαράκι «Σαββατογεννημένη» (εκδόσεις Τσαγκαρουσιάνος) που έχει συγκεντρωμένα όλα τα άρθρα που έγραψε στο περιοδικό Symbol, και παίρνω θάρρος:
Ορίστε και η συνταγή: Τάρτα με σπανάκι & κατσικίσιο τυρί
Ίσως γιατί, μάλλον από ένστικτο, ήξερα από τότε ότι η μαγειρική κατά βάθος είναι ποίηση. Το να επιλέγεις τα υλικά, είναι σαν να διαλέγεις τις λέξεις. Κι ο χρόνος που χρειάζεσαι για το μαρινάρισμα ή το ψήσιμο μοιάζει με τις σιωπές και τις παύσεις ανάμεσα στους στίχους.
Πολλά χρόνια δεν ήξερα να βράσω ούτε ένα αυγό (ακόμα η αλήθεια είναι πως δυσκολεύομαι να το πετύχω: ή πολύ μελάτο βγαίνει ή πολύ σφιχτό). Με την Koriakamatra γυρνούσαμε για χρόνια κάθε βράδυ μετά το γραφείο από εστιατόριο σε εστιατόριο, τρώγοντας όλα τα λεφτά μας σε μύδια αχνιστά με μουστάρδα και κόλιανδρο και σε σούπες βελουτέ με μπρικ και μαϊντανό. Τα μόνα προϊόντα που υπήρχαν στην βιβλιοκουζίνα μου ήταν κάτι βιολογικά ζυμαρικά με την υπογραφή του Φίλιπ Σταρκ που μου είχαν κάνει δώρο.
Πέρασαν αρκετά χρόνια μέχρι να ανακαλύψω τις χαρές της μαγειρικής: Τη μεθυστική μυρωδιά ενός υπέροχου κρασιού Vinsanto σε μία σάλτσα που δένει αργά, τα χρώματα των φρεσκοκομμένων λαχανικών που έχεις διαλέξει μόνος, τα αρώματα των μπαχαρικών, ακόμα και τον ήχο που κάνει το κρεμμύδι όταν τσιγαρίζεται στο καυτό λάδι.
Όλα τα έμαθα διαβάζοντας: η μαγειρική μου αρχίζει και τελειώνει στα βιβλία. Ποδιά, κουτάλα και το βιβλίο ανοιχτό στον πάγκο. Τα ωραιότερα λευκώματα μαγειρικής «μουντζαλιασμένα» με ρίγανη και τζίντζερ. Πανάκριβα, με σκληρό εξώφυλλο, και δεκάδες ελεεινές λαδιές σε κάθε σελίδα δεσπόζουν περήφανα στη βιβλιοθήκη, πλάι σε εκείνα της Taschen για τον Μαγκρίτ, τον Καντίνσκι και τον Λούσιαν Φρόιντ.
Το καλύτερό μου είναι να αγοράζω κρασιά και μικρές ντιζαϊνιές για την κουζίνα: ασπρόμαυρες κουτάλες, χωνί του λαδιού με μύτη Πινόκιο...
...και μαχαίρια που μπορείς να τα χρησιμοποιήσεις και σαν στένσιλ αν σου έρθει η έμπνευση κόβοντας την παρμεζάνα να το ρίξεις ξαφνικά στο graphic design.
Το χειρότερό μου είναι όταν διαβάζω Τζέιμς Ελρόι να μαγειρεύω μετά κρέας. Σπλάτερ που ούτε ο Dexter δεν αντέχει. Είναι οι μέρες που γίνομαι φανατικός vegetarian.
Μαγειρεύω και οι ήρωες απ΄τα βιβλία που αγάπησα μπλέκονται στο μυαλό μου με συνταγές που έχω διαβάσει. Φτιάχνω νουντλς με κοτόπουλο και κάσιους και σκέφτομαι τον Τόρου Οκάντα στο «Κουρδιστό Πουλί» του Μουρακάμι (εκδόσεις Ωκεανίδα) που έβραζε ζυμαρικά και μιλούσε με φωνές από το υπερπέραν στο τηλέφωνο. Αγοράζω θαλασσινά και μου έρχονται στο νου οι μασσαλιώτικες γεύσεις στα μυθιστορήματα του Ζαν-Κλωντ Ιζζό. Στρώνω τραπέζι και θυμάμαι τη φίλη μου την Ειρήνη απ' το Twitter να μου μιλά με τις ώρες για τα απολαυστικά φαγητά στις αστυνομικές ιστορίες του Αντρέα Καμιλλέρι, με ήρωα τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο που ξέρει να απολαμβάνει το καλό φαγητό όσο κανένας στη λογοτεχνία.
Το χειρότερό μου είναι όταν διαβάζω Τζέιμς Ελρόι να μαγειρεύω μετά κρέας. Σπλάτερ που ούτε ο Dexter δεν αντέχει. Είναι οι μέρες που γίνομαι φανατικός vegetarian.
Μαγειρεύω και οι ήρωες απ΄τα βιβλία που αγάπησα μπλέκονται στο μυαλό μου με συνταγές που έχω διαβάσει. Φτιάχνω νουντλς με κοτόπουλο και κάσιους και σκέφτομαι τον Τόρου Οκάντα στο «Κουρδιστό Πουλί» του Μουρακάμι (εκδόσεις Ωκεανίδα) που έβραζε ζυμαρικά και μιλούσε με φωνές από το υπερπέραν στο τηλέφωνο. Αγοράζω θαλασσινά και μου έρχονται στο νου οι μασσαλιώτικες γεύσεις στα μυθιστορήματα του Ζαν-Κλωντ Ιζζό. Στρώνω τραπέζι και θυμάμαι τη φίλη μου την Ειρήνη απ' το Twitter να μου μιλά με τις ώρες για τα απολαυστικά φαγητά στις αστυνομικές ιστορίες του Αντρέα Καμιλλέρι, με ήρωα τον επιθεωρητή Μονταλμπάνο που ξέρει να απολαμβάνει το καλό φαγητό όσο κανένας στη λογοτεχνία.
Οργανώνω το τέλειο γευστικό έγκλημα με συνταγές που βασίζονται στα μυθιστορήματα της Αγκάθα Κρίστι: Στο βιβλίο «Σασπένς καραμελέ» (εκδόσεις Ηλέκτρα) οι Ανν Μαρτινετί και Φρανσουά Ριβιέρ έχουν συγκεντρώσει 100 συνταγές αγγλικής κουζίνας που είναι εμπνευσμένες από εκείνες που αναφέρονται στα βιβλία της θρυλικής συγγραφέως. Συνταγές που έχουν γίνει βεβαίως φονικά όπλα στα χέρια των αδίστακτων ηρώων της, αφού «στα πενήντα από τα περίπου ογδόντα μυθιστορήματά της, η Άγκαθα Κρίστι "σκοτώνει" τους ήρωές της, όχι με πιστόλια, λοστούς και στιλέτα αλλά με δηλητηριασμένα ποτά και εδέσματα».
Προσπαθω να καταλάβω μια συνταγή για να φτιάξω μια έθνικ σαλάτα με απ΄το Μαρόκο και την Αλγερία και θυμάμαι τον Πάκο Μαρτίνεθ και τον φίλο του τον Μωρίς Σουκρούν -από το εκπληκτικό «Μαύρο Αλγέρι» του Μωρίς Αττιά (εκδόσεις Πόλις)- να τρώνε ποικιλίες σε ένα καφενείο στο Μπαμπ-ελ-Ουέντ.
Κι επειδή καμιά φορά ξεχνιέμαι -διαβάζοντας στην πολυθρόνα- κι αφήνω την κατσαρόλα στο μάτι, όλοι γνωρίζουν ότι στην κουζίνα μου επιβεβαιώνεται απόλυτα το γνωστό ρητό για τον καπνό και τη φωτιά.
Όσες αποτυχίες κι αν έχω, όμως, δεν πτοούμαι με τίποτα: Διαβάζω λίγο Μαλβίνα από το μικρό βιβλιαράκι «Σαββατογεννημένη» (εκδόσεις Τσαγκαρουσιάνος) που έχει συγκεντρωμένα όλα τα άρθρα που έγραψε στο περιοδικό Symbol, και παίρνω θάρρος:
«Τώρα επιστρέφω στη λατρεμένη μου κουζίνα. Που στη γλώσσα των Ανόητων σημαίνει: Ω ανυπέρβλητο σώμα της αγκινάρας, στην αγκαλιά μιας σος από ήπια φραγκοστάφυλα, με τις συστάδες σπαραγγιών τριγύρω. Και με τα ξέφωτα στις παρυφές του πιάτου, όπου το πατέ της πάπιας καιροφυλακτούσε...»
Αυτές τις ημέρες διαβάζω μεταξύ άλλων και τα «Ημερολόγια κουζίνας» του Μιχάλη Μιχαήλ. Ένα υπέροχο βιβλίο από τις εκδόσεις Ποταμός που συγκεντρώνει τα κείμενα από την ομότιτλη στήλη του στη Lifo. Με εμπνέει και εκεί που κάθομαι στον καναπέ κι απολαμβάνω καναπεδάκια με σπρώχνει πίσω στην κουζίνα. Στη δική μου ή -αν βαριέμαι- στης μητέρας μου που είναι πάντα ανοιχτή και μοσχομυρίζει νοστιμιές. Όπως αυτή η σπιτική τάρτα με σπανάκι και κατσικίσιο τυρί.
Ορίστε και η συνταγή: Τάρτα με σπανάκι & κατσικίσιο τυρί
Υλικά: Μακάρι να 'ξερα.
Εκτέλεση: Κατεβαίνουμε δύο ορόφους με το ασανσέρ και ξεκλειδώνουμε διακριτικά με το κλειδί μας γιατί είναι μεσημέρι. Πηγαίνουμε στον φούρνο της μαμάς, ανοίγουμε την πόρτα και βγάζουμε έξω την ταρτιέρα. Κόβουμε (λιποθυμώντας από την πείνα) ένα κομμάτι (κόβουμε και δεύτερο γιατί των φρονίμων τα παιδιά...) και φεύγουμε αλαλάζοντας (από μέσα μας) με τυφλή χαρά...
Υ.Γ. Καλή σας όρεξη! ;-)
Μεγάλη ζημιά μας έκανες....!!Και είναι δύσκολη η ώρα (δυστυχώς ακόμη στο γραφείο..)
Υπέροχο και το σημερινό post!!!
Το 2012 σε βρίσκει σε εξαιρετική φόρμα!!!
Βιβλιοπαρμένη
Σε ευχαριστώ πολύ! Το 2012 όπως είδες και εδώ με βρήκε με ποδιά και με μία φόρμα του κέικ στο χέρι. ;-)
Πολύ ωραιο! Γεμάτο εικονες κ΄μυρωδιες μπαχαρικών αλλα και φρεσκοψημενων φαγητων εντος κ΄εκτος σελιδων(σημαντική αναφορα στα μπαχαρικα κ΄στα πιατα, στο ¨Για να δει τη θαλασσα¨ αν δεν κανω λαθος...κι αν θυμαμαι σωστα... Μας σερνετε απο τη μυτη.... ΕΜ.-
@EM Καμιά φορά δεν είναι μόνο ο έρωτας, είναι και το διάβασμα που περνάει απ' το στομάχι. (Τώρα πάω να φτιάξω μία γαλλική κρεμμυδόσουπα που διάβασα στην ομάδα The Food Is Out There του Facebook).