Έχουν περάσει ακριβώς
δύο μήνες από την ημέρα που παρέλαβα το πρώτο μου eReader. Στην αρχή οι απογοητεύσεις
διαδέχονταν η μία την άλλη. Τα ελληνικά
ebooks που ήθελα να αγοράσω και να κατεβάσω
στο Kindle ήταν όλα κλειδωμένα εκτός από
εκείνα των εκδόσεων Καστανιώτη και
Ίκαρος. Όπως έχω ξαναγράψει εδώ, ο χρήστης, ο οποίος έχει πληρώσει τo ebook, είναι υποχρεωμένος να ξεκλειδώσει
παράνομα τοDRM (με το οποίο οι εκδότες
νομίζουν ότι προστατεύουν το βιβλίο τους),
να μετατρέψει το αρχείο από ePub (η μορφή
την οποία υποστηρίζουν οι περισσότεροι
eReaders) σε Mobi (η μορφή που υποστηρίζει το
Kindle) για να το διαβάσει στη συσκευή του.
Κι αυτό με ρίσκο:
Α. Γιατί είναι παράνομο.
Μάλιστα, παράνομο, κι ας έχεις πληρώσει
το ebook σχεδόν όσο ένα έντυπο βιβλίο
(στους περισσότερους εκδοτικούς οίκους
η διαφορά στις τιμές μεταξύ ηλεκτρονικού
και έντυπου βιβλίου είναι πολύ μικρή).
Β. Γιατί κάποιες φορές
η γραμματοσειρά χτυπάει και το Kindle
διαβάζει ...κινέζικα.
Παρόλες τις δυσκολίες,
ακόμα και τώρα που γνωρίζω όλα τα
προβλήματα στην πράξη, θα αγόραζα ξανά
το Kindle. Είδα τα eReaders άλλων φίλων μου, και
όλοι μαζί συμφωνήσαμε πως πραγματικά
η συσκευή της Amazon είναι η καλύτερη. Είναι
πολύ ελαφριά και η οθόνη της, η οποία
είναι ματ, σαν χάρτινη, δεν σου δημιουργεί
το συναίσθημα ότι έχεις μπροστά σου μια
ψυχρή συσκευή.
Μέχρι ώρας έχω διαβάσει
τέσσερα βιβλία στο Kindle (δύο ελληνικά
και δύο ξενόγλωσσα που κατέβασα από το
Amazon). To download από το Amazon είναι πανεύκολο.
Βρίσκεις το βιβλίο, το αγοράζεις και σε
λιγότερο από ένα λεπτό το έχεις στην
οθόνη σου. Χωρίς μετατροπές και άλλες
βαρετές διαδικασίες (όπως θα έπρεπε
δηλαδή να συμβαίνει και με τα ελληνικά
βιβλία). Η εμπειρία ανάγνωσης δεν περίμενα
να είναι τόσο δυνατή. Διαβάζεις ξεκούραστα,
υπογραμμίζεις ηλεκτρονικά τα σημεία
που θες πιο εύκολα από ποτέ, τα αποθηκεύεις
για να τα βρεις όλα μαζί αργότερα σε ένα
αρχείο και το κυριότερο: κουβαλάς στην
τσέπη σου μια ολόκληρη βιβλιοθήκη χωρίς
βάρος!
Όλες αυτές οι συζητήσεις για τη μαγεία του χαρτιού, τη μυρωδιά του έντυπου βιβλίου, την αφή που ...διαμαρτύρεται όταν πιάνει το μέταλλο κτλ μοιάζουν εντελώς θεωρητικές όταν διαβάσεις το δεύτερο βιβλίο σου ηλεκτρονικά. Όχι γιατί είναι πιο απολαυστικό και εύκολο το ηλεκτρονικό διάβασμα, αλλά γιατί το να έχεις έναν eReader δεν σημαίνει ότι θα σταματήσεις να αγοράζεις και να διαβάζεις έντυπα βιβλία. Το ένα δεν αναιρεί το άλλο.
H Maddie είναι ένα σκυλί
σαν όλα τ' άλλα. Θέλει να χώνει τη μύτη
της παντού. Τρώει αυγά με μπέικον το
πρωί, κοιμάται στην κούνια του μωρού,
τρυπώνει κάτω από το πάπλωμα, κλέβει
κάλτσες και όταν την πιάσουν να κάνει
ζημιά βγάζει την ουρά της απ' έξω και
παριστάνει την αδιάφορη, κοιτώντας
αλλού. Μαζί με το αφεντικό
της, τον Theron Humphrey, ταξίδευαν διαρκώς
έναν ολόκληρο χρόνο με ένα κόκκινο βαν,
για τις ανάγκες ενός ντοκιμαντέρ με
τίτλο This Wild Idea (ο Theron φωτογράφιζε ένα
πρόσωπο την ημέρα, κάθε μέρα ανεξαιρέτως,
και μοιραζόταν την ιστορία του στο site thiswildidea.com).
Στον ελεύθερο χρόνο του φωτογράφιζε και τις περιπέτειές της Μaddie και τις ανέβαζε στο Instagram και στο blog maddieonthings.com. Το σκυλί τού έκλεψε την παράσταση! Η Maddie
τώρα πια έχει γίνει σταρ. Η φήμη της έχει
ξεπεράσει κάθε φαντασία, τόσο που ο
οίκος Chronicle Books αποφάσισε να εκδώσει τις
φωτογραφίες της σε ένα λεύκωμα 160 σελίδων, το οποίο θα κυκλοφορήσει στις 26 Μαρτίου.
Παράλληλα, το τρελό αυτό δίδυμο κάνει
tour στην Αμερική για την προώθηση του
βιβλίου του. Δείτε εδώ κάποιες φωτογραφίες
και μπείτε στο blog για να βρείτε πολλές άλλες.
Θα σας φτιάξουν το κέφι!
H Maddie διαθέτει και application στο iTunes. Για να το κατεβάσετε κάντε κλικ εδώ.
Y.Γ. Το video και όλες οι φωτογραφίες είναι από το blog maddieonthings.com Για να παραγγείλετε το βιβλίο κάντε κλικ εδώ: amazon.com
Όταν αισθάνεσαι ότι
δεν κινείται τίποτα, ίσως πρέπει να
εστιάζεις την προσοχή σου στα μικρά
πράγματα που γίνονται γύρω σου. Συνήθως
πολλά τέτοια μικρά θαύματα συνθέτουν
ένα μεγάλο.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα
είναι το humangrid.gr Πρόκειται για ένα
ανθρώπινο δίχτυ, έναν ηλεκτρονικό χάρτη
ο οποίος συγκεντρώνει όλες τις δράσεις
που γίνονται στην Αθήνα με σκοπό τη
βοήθεια των συνανθρώπων μας που έχουν
ανάγκη.
«Οι στόχοι και η δομή
των ομάδων αυτών ποικίλλουν. Το εύρος
των δραστηριοτήτων τους περιλαμβάνει
τη σίτιση και περίθαλψη απόρων, τον
εξωραϊσμό πάρκων, το στήσιμο ανταλλακτικών
παζαριών, τη διοργάνωση καλλιτεχνικών
εκδηλώσεων, το συντονισμό περιπάτων
και ποδηλατοποριών στους δρόμους της
Αθήνας ή την γενικότερη αναβάθμιση
υποβαθμισμένων περιοχών της πόλης με
δράσεις και πρωτοβουλίες σε γειτονιές.
Κοινό σημείο όλων των παραπάνω είναι η
grass-roots λειτουργία τους, καθώς οι ομάδες
αυτές δεν δημιουργήθηκαν από κάποιο
κρατικό φορέα, αλλά βασίστηκαν στη
γνήσια ανάγκη των κατοίκων της πόλης
να συμβάλλουν στην βελτίωση των συνθηκών
ζωής στην Αθήνα».
Απέναντι στη βία που
σκοπίμως ολοένα και πιο πολύ θεριεύει,
για να μας αποσυντονίζει και να μας
κρατά διαρκώς σαστισμένους, αλλά και
σε αυτό το ανάλγητο κρατικό θηρίο που
μας δείχνει τα δόντια του διαρκώς, η
απάντηση είναι μία: αλληλεγγύη. Κάπου
ανάμεσα στην ανεξέλεγκτη οργή και τον
παθητικό θυμό, υπάρχει ένα φως. Η λύση
στο πρόβλημα είμαστε εμείς οι ίδιοι.
«Μου φαίνεται πως θα
νιώθω πάντα καλά στο μέρος όπου δεν
είμαι. Ή χωρίς περιστροφές: Εκεί που δεν
είμαι, είναι το μέρος όπου είμαι ο εαυτός
μου».
Σας έχει τύχει να
ταυτιστείτε με έναν ήρωα τόσο και να
τον αφήσετε να σας παρασύρει σε πράγματα
που εσείς μάλλον δεν θα κάνατε ποτέ;
Κάπως έτσι την πάτησα εγώ με τον Κουίν
του Πολ Όστερ. Ξεκίνησα να διαβάζω όλο
ανυπομονησία τη Γυάλινη Πόλη (εκδ.
Ζαχαρόπουλος), το πρώτο μικρό σε έκταση
μυθιστόρημα (178 σελίδων) από την Τριλογία
της Νέας Υόρκης, και από τις πρώτες
λέξεις, ακολουθούσα άφωνος τις διαδρομές
του ήρωα μέσα στους δαιδάλους αυτής της
ποιητικής μεγαλούπολης.
Το βιβλίο ξεκινά με ένα
λάθος τηλεφώνημα που δεν εξελίσσεται
όπως θα 'πρεπε και ο ήρωας, ο Κουίν,
βρίσκεται μπλεγμένος σε μια παρανοϊκή
ιστορία από αυτές που λες δεν συμβαίνουν
ποτέ. Δεν ξέρω γιατί ταυτίστηκα από την
αρχή με αυτόν τον μοναχικό συγγραφέα
που αναλαμβάνει από περιέργεια χρέη
ντετέκτιβ για λογαριασμό ενός πλούσιου
ζευγαριού στο Μανχάταν. Μπορεί για δύο
λόγους. Αφενός ο Κουίν -πάνω κάτω- ένιωσα
ότι μου μοιάζει: Ζει μόνος σε ένα μικρό
σπίτι γεμάτο βιβλία, γράφοντας με το
ψευδώνυμο Γουίλιαμ Γουίλσον αστυνομικές
ιστορίες με το κιλό, ενώ κανείς γύρω του
δεν ξέρει ποιος πραγματικά είναι. Δεν
απολαμβάνει -ενώ θα μπορούσε εύκολα-
μια κοινωνική ζωή, δεν πάει σε πάρτι,
λογοτεχνικές βραδιές, δεν φωτογραφίζεται,
δεν εμφανίζεται δημόσια... Δεν
εκμεταλλεύεται τα προνόμια ούτε του
ονόματός του, αλλά ούτε της περσόνας
που έχει δημιουργήσει. Αντιθέτως, προτιμά
να κάνει μόνος μεγάλες βόλτες στην πόλη,
να πηγαίνει σινεμά και στην όπερα, να
διαβάζει πολλά βιβλία, να κοιτάζει με
τις ώρες έναν πίνακα σε κάποιο μουσείο
ή γκαλερί, να περπατά, ακόμα και με βροχή,
κρύο ή χαλάζι, να περπατά άσκοπα, όπου
τον πάνε τα βήματά του...
Αφετέρου, ταυτίστηκα
με τον τύπο, γιατί πάντα ονειρευόμουν
να μπλέξω σε μια σουρεαλιστική περιπέτεια
αντίστοιχη με τη δική του: Έναν λαβύρινθο
γεμάτο συμβολισμούς, φιλοσοφικούς
γρίφους και ποιητικούς ανθρώπους που
δεν ξέρεις αν υπάρχουν στ' αλήθεια ή
ξεπήδησαν από τις σελίδες των βιβλίων
του Μπόρχες.
Η ιστορία είναι στη
βάση της απλή: «Όλα αρχίζουν με ένα λάθος
νούμερο». Όταν χτύπησε το τηλέφωνο ο
Κουίν «ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι του
και κάπνιζε ακούγοντας τη βροχή πάνω
στο τζάμι. Στο μαξιλάρι δίπλα του, ήταν
ακουμπισμένο ανάποδα και ανοιγμένο, το
βιβλίο “Τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο”».
Η φωνή ενός άντρα στην άλλη άκρη της
γραμμής ζητούσε απεγνωσμένα λίγο ή
πολύ, από κάποιον ιδιωτικό ερευνητή με
το όνομα Πολ Όστερ, να τον σώσει. Στο
δεύτερο τηλεφώνημα ο Κουίν αποφασίζει
να υποδυθεί τον Πολ Όστερ και να συναντηθεί
με τον άνθρωπο που του ζητάει βοήθεια.
Την επόμενη μέρα πηγαίνει στο ραντεβού,
σε ένα πολυτελές διαμέρισμα κάπου στο
Μανχάταν, όπου συναντά έναν παράξενο
νεαρό κληρονόμο που ονομάζεται Πίτερ
Στίλμαν και τη σύζυγό του. Ο Στίλμαν
μιλώντας αλλόκοτα, βγάζοντας άναρθρες
κραυγές ανάμεσα στις λέξεις, ισχυρίζεται
ότι γνωρίζει τη γλώσσα του Θεού. Ο
πατέρας του, ο οποίος ονομάζεται επίσης
Πίτερ Στίλμαν, τον είχε κλειδώσει από
μωρό σε ένα σκοτεινό δωμάτιο στο οποίο
δεν ερχόταν σε επαφή με κανέναν άλλον
εκτός από τον ίδιο. Μετά το θάνατο της
γυναίκας του αποφάσισε να χρησιμοποιήσει
το μωρό σε ένα φιλοσοφικό πείραμα: «Ήθελε
να μάθει αν ο Θεός είχε μια δική του
γλώσσα. Μη με ρωτάτε τι σημαίνει αυτό.
Σας το λέω μόνο γιατί ξέρω τα λόγια. Ο
πατέρας σκέφτηκε πως ένα μωρό, ενδεχομένως,
θα τη μιλούσε, αν δεν έβλεπε άλλους
ανθρώπους». Μια φωτιά στο κτίριο ευτυχώς
αποκάλυψε το πείραμα του Στίλμαν και ο
παρανοϊκός πατέρας οδηγήθηκε στη φυλακή,
ενώ το παιδί σε ίδρυμα. Όταν ενηλικιώθηκε,
μαζί με το όνομά του, κληρονόμησε και
όλη την περιουσία του πατέρα του. Τώρα
που ο δεύτερος, γέρος πια έβγαινε από
τη φυλακή, ο νεαρός Στίλμαν φοβόταν ότι
θα επέστρεφε για να τον σκοτώσει. Δουλειά
λοιπόν του Πολ Όστερ ήταν να τον
προστατεύσει και να ακολουθεί τον
πατέρα. Γρήγορα ο Κουίν που αφελώς
αποφάσισε να υποδυθεί τον ντετέκτιβ
μπλέκεται σε μια περιπέτεια όπου κάθε
βήμα κρύβει έναν μήνυμα και κάθε κίνηση
επιδέχεται πολλές ερμηνείες.
Πρόκειται για το πιο
παράξενο αστυνομικό μυθιστόρημα που
έχω διαβάσει ποτέ. Με πρόφαση έναν
αστυνομικό γρίφο ο συγγραφέας στήνει
ένα υπέροχο φιλοσοφικό παιχνίδι. Νομίζω
είναι από τα βιβλία στα οποία θα επιστρέφω
συχνά, αφού ερωτεύθηκα τον Πολ Όστερ
από την πρώτη σελίδα.
Υ.Γ. Δυο φράσεις του
βιβλίου, αντί για υστερόγραφο: «Συχνά
σκέφτομαι πως τελικά θα μεγαλώσω και
θα υπάρξω πραγματικά» (...) «Γιατί όλοι
οι άνθρωποι είναι, τρόπον τινά, αβγά.
Υπάρχουμε, αλλά δεν έχουμε ακόμα επιτύχει
τη μορφή την οποία προοριζόμαστε να
λάβουμε. Είμαστε σκέτο δυναμικό, ένα
παράδειγμα αυτού που ακόμα δεν έχει
φτάσει. Γιατί ο άνθρωπος είναι ένα πλάσμα
που έχει πέσει -την πτώση αυτή την ξέρουμε
από τη Γένεση».
Φωτό: The Empire State Building, 1943 by Andreas Feininger.
Είναι κάποια βιβλία
που δεν θα τα ξεπεράσουμε ποτέ. Λες και
έχουν αφήσει μέσα μας το αποτύπωμά
τους. Οι εικόνες που έχουμε φτιάξει στο
μυαλό μας διαβάζοντάς τα για πρώτη φορά
ήταν τόσο δυνατές που έχουν μείνει
χαραγμένες στο υποσυνείδητό μας, πλάι
στις αναμνήσεις της πραγματικής μας
ζωής. Όσα φανταστήκαμε διαβάζοντας,
έχουν γίνει ένα πια με όσα ζήσαμε, σαν
τα μπλεγμένα αποτυπώματα δυο ανθρώπων
που μόλις άγγιξαν το ίδιο πράγμα.
Το Μονόγραμμα του Ελύτη, ο Υπέροχος Γκάτσμπυ του Φιτζέραλντ,
ο Μαιτρ και η Μαργαρίτα, το Ναι και Η Κασσάνδρα και ο Λύκος της Καραπάνου, το
Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο, οι ιστορίες
του Μπόρχες, ο Επιζών του Πόλανικ, Τα
αποσπάσματα του Ερωτικού Λόγου του
Μπαρτ, τα μονόπρακτα του Τένεσι Ουίλιαμς,
Η εφεύρεση του Μορέλ του Κασάρες,ο Γλάρος του Τσέχοφ, η
Αθανασία και το Η ζωή είναι αλλού του
Κούντερα, η Μήδεια σε μετάφραση Χειμωνά,
ο Πύργος του Κάφκα, το Αμερικανικό
Ταμπλόιντ του Ελρόι, το Βιβλίο της
Ανησυχίας του Πεσσόα... Αυτά είναι μερικά
από τα βιβλία στα οποία επιστρέφω εγώ
κατά καιρούς, όπως ο δολοφόνος στον τόπο
του εγκλήματος. Ανατρέχω στις σελίδες
τους για διαφορετικό λόγο κάθε φορά και
πάντα βρίσκω κάτι καινούριο στις λέξεις
που δεν το είχα προσέξει στις προηγούμενες
αναγνώσεις.
Σύμφωνα με μία έρευνα των καθηγητών Cristel Antonia Russell (American University) και Sidney J. Levy (University of Arizona and Northwestern University), η δεύτερη ανάγνωση ενός βιβλίου είναι πιο συναισθηματική. Ο αναγνώστης, που πλέον δεν αφοσιώνεται μόνο στην πλοκή, δένεται περισσότερο με το μυθιστόρημα που διαβάζει και μπαίνει πιο βαθιά στην ουσία του, αφού ανακαλύπτει πτυχές και νοήματα στα οποία δεν είχε κάνει focus την πρώτη φορά.
Γιατί όμως συμβαίνει
αυτό; Γιατί επιστρέφουμε διαρκώς στα
βιβλία που αγαπάμε; Τι μας ωθεί να
ξαναπιάνουμε από την αρχή, ξανά και
ξανά, ένα μυθιστόρημα που το ερωτευθήκαμε
κεραυνοβόλα όταν το διαβάσαμε πρώτη
φορά; Γιατί ανακαλύπτουμε άλλες ερμηνείες
όταν ξαναδιαβάζουμε μια τόσο οικεία
πια ιστορία;
Τα βιβλία είναι ζωντανοί
οργανισμοί. Μεγαλώνουν μαζί μας. Και
μας τροφοδοτούν πάντα, σε κάθε φάση της
ζωής μας, με νέες σκέψεις, ανοίγοντας
παράθυρα στο μυαλό μας και φωτίζοντας
τα πιο σκοτεινά μας δωμάτια. Όπως γράφει
σε ένα άρθρο της με τίτλο «The joy of re-reading», στο site της Boston Globe, η Αμερικανή
συγγραφέας Joan Wickersham: «Τα βιβλία αλλάζουν
γιατί αλλάζουμε εμείς. Τα μεγάλα
μυθιστορήματα γίνονται ακόμα πιο
σπουδαία όσο τα κατανοούμε πιο βαθιά:
διαβάζοντάς τα ξανά και ξανά και
γνωρίζοντας ότι δεν θα σταματήσουμε να
το κάνουμε ποτέ».
Ένας βραχνιασμένος
κόκορας ξελαρυγγιάστηκε μέσα στο
γλυκοχάραγμα και μ’ έκανε να μισανοίξω
τα μάτια. Γύρισα ανάσκελα. Από τις
χαραμάδες του παραθύρου μπαίνει το φως
θαμπό και γαλακτώδες και μαζί του
εισόρμησε η φαντασία με την τρελή και
μυριόμορφη συνοδεία της. Έδιωξε το όνειρο και
μου ξανάκλεισε τα μάτια.
Γύρω μου πλανάται ένας
κόσμος από μορφές ακαθόριστες και
συγκεχυμένες, που πλέουν αερώδεις μέσα
σε πελάγη ηδονής. Σιγά σιγά η φαντασία
δυναμώνει με την θαλπωρή του κρεβατιού
και την ζεστασιά της θερμάστρας που
είχε μείνει χλιαρή από χθες βράδυ.
Εκκολάπτει τα αποκυήματά της. Ένας τόπος
άγνωστος και ονειρώδης που είναι λιβάδι
και δωμάτιο μαζί, με βαριά βελούδινα
παραπετάσματα και για στρώμα την
απαλότατη χλόη. Γεμίζει τον αέρα μια
βαριά μυρωδιά σαν λιβάνι και ο μεγάλος
καθρέπτης αντανακλά το ελαφρό σύννεφο
του γαλάζιου καπνού.
Υ.Γ. Το απόσπασμα είναι
από την εισαγωγή του Λεμονοδάσουςτου
Κοσμά Πολίτη. Αν έγραφα ποτέ ένα
μυθιστόρημα θα ήθελα να έχει το φως, τα χρώματα, τις ανθισμένες λέξεις και τις μυρωδιές
ενός βιβλίου σαν αυτό.
Υ.Γ. Το project διαβάζω παντού, κάτω από όλες τις συνθήκες,
συνεχίζεται με επιτυχία. Τώρα και με 7
μποφόρ. Κλέβω δυο τρεις ώρες,
παίρνω το ποδήλατο, το Kindle, και μπαινοβγαίνω
σε τρένα, μετρό, τραμ, με το σακίδιο στην
πλάτη σαν 15χρονο αλητάκι. Κάθομαι σε
café, παραλίες, παγκάκια, γρασίδια, από
τον Πειραιά μέχρι τη Βούλα, κι από το
Μοναστηράκι μέχρι το Άλσος Συγγρού. Όχι ότι συγκεντρώνομαι και
εντελώς διαβάζοντας έξω, όπως στο σπίτι,
αλλά τουλάχιστον το παλεύω.
Υπάρχουν κάποια βιβλία
που λυπάσαι πραγματικά όταν τελειώνουν.
Η Χορεύτρια του Διαβόλου τουΣτέφανου
Δάνδολουείναι ένα από αυτά. Το διάβασα
σε μακέτες -σκόρπια χαρτιά πιασμένα με
ένα μαύρο κλιπ- πριν κυκλοφορήσει στα
βιβλιοπωλεία, στις 7 Φεβρουαρίου, από
τις εκδόσεις Ψυχογιός. Αν και είναι
παράξενο (και λίγο άβολο) να κουβαλάς
παντού μαζί σου ένα άδετο βιβλίο, ήταν
μια απολαυστική εμπειρία. Σα να είχα
τρυπώσει λαθραία στο γραφείο του
συγγραφέα και κοιτούσα το δακτυλογραφημένο
χειρόγραφό του.
H Χορεύτρια του Διαβόλου
είναι ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα που
έχει όλα τα στοιχεία που σε κάνουν να
ερωτεύεσαι ένα βιβλίο: Δυνατή πλοκή,
γοητευτικούς ήρωες, ευφυείς ανατροπές
και πλούσιες ιστορικές αναφορές. Ο
συγγραφέας στήνει αριστοτεχνικά την
ιστορία ενός άδοξου έρωτα με φόντο τα
σημαντικότερα γεγονότα του πρώτου μισού
του 20ου αιώνα.
Ήρωες, δύο σαγηνευτικά πλάσματα που μπλέκονται στα δίκτυα μιας
διεθνούς συνωμοσίας. Ο νεαρός Τζόζεφ
Φρίμαν, διπλωμάτης της αμερικανικής
πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη,
ερωτεύεται κεραυνοβόλα τη διάσημη
χορεύτρια του Moulin Rouge Σολάνζ Νταλμόν,
που πολλοί πίστευαν ότι ήταν κατάσκοπος.
Η αδίστακτη γυναίκα, η οποία χρησιμοποιούσε
την ακαταμάχητη γοητεία της για να
πατρονάρει τους ισχυρούς άντρες που
έπεφταν θύματά της, μπλέκει τον Φρίμαν
σε μια περιπέτεια με το περιβάλλον του
Σουλτάνου που παραλίγο να του κοστίσει
τη ζωή. Την κρίσιμη στιγμή τον σώζει
ένας πανίσχυρος επιχειρηματίας, ο
Φρίντριχ Άουφμαν, ο οποίος τελικά θα
τον μυήσει στο Τάγμα των Σκιών. Ο Φρίμαν
για να εκδικηθεί τη Σολάνζ, η οποία τον
χρησιμοποίησε, τον εξέθεσε και τον
εγκατέλειψε, θα γίνει το όπλο στα χέρια
της μυστικής οργάνωσης που την καταδιώκει
και θα παίξει καθοριστικό ρόλο στο
σχέδιο δολοφονίας της.
Μετά το έγκλημα, ο Τζόζεφ
Φρίμαν, φτάνοντας στην Αθήνα των αρχών
του περασμένου αιώνα αναγκάζεται να
αφήσει πίσω του την ιστορία του και να
αλλάξει ταυτότητα. Υιοθετεί το όνομα
Τζον Γκίμπονς και γίνεται κατάσκοπος
των Γερμανών. Από τη βίλα Σλίμαν στην
Πανεπιστημίου με τις ανθισμένες γαζίες,
βρίσκεται στην Αγγλία όπου διάσημος
πια συγγραφέας και διπλωμάτης κυκλοφορεί
στις δεξιώσεις της βρετανικής αριστοκρατίας
συλλέγοντας πληροφορίες για λογαριασμό
του Χίτλερ, του Γκέμπελς και φυσικά του
ευεργέτη του Φρίντριχ Άουφμαν. Μέχρι
τη στιγμή που συναντά τυχαία τη γυναίκα
που κάποτε είχε ερωτευθεί παράφορα και
σκοτώσει στο Αιγαίο. «Άραγε
είναι όντως αυτή; Και αν ναι, επέστρεψε
από τον κόσμο των νεκρών για να τον
εκδικηθεί;».
Αν και συμμαχεί με το διάβολο, ο Τζον Γκίμπονς είναι ένας πολύ
γοητευτικός αντι-ήρωας. Ένας bon viveur
κατάσκοπος, ο οποίος ακόμα και μέσα στην
καρδιά του σκότους παραμένει ένας
πληγωμένος εραστής που για να επουλώσει
τις πληγές του έχει αφιερώσει τη ζωή
του στα βιβλία. «Ούτε φίλους έχω, ούτε
συγγενείς, ούτε πατρίδα. Για να είμαι
ειλικρινής, μάλιστα, οι μοναδικές στιγμές
που νιώθω ότι ανήκω σε κάποια πατρίδα
είναι διαβάζοντας. Αισθάνομαι Ρώσος
όταν πιάνω τον Ντοστογιέφσκι και Γερμανός
όταν διαβάζω τον Νίτσε. Αυτοί είναι και
οι μοναδικοί πραγματικοί φίλοι μου –
τα βιβλία». Στα χνάρια του Ρίπλεϊ αλλάζει
ονόματα και ζωές, υποδύεται ρόλους,
καπηλεύεται ακόμα και το βιβλίο του
εραστή της Σολάνζ -τον οποίο σκότωσε
μαζί της- εκδίδοντάς το σαν να είναι
δικό του.
Ο Στέφανος Δάνδολος,
εξαιρετικός αφηγητής και δεινός χρήστης
της ελληνικής γλώσσας, συνθέτει με
χειρουργική ακρίβεια κομμάτι κομμάτι
ένα απαιτητικό παζλ, του οποίου ακόμα
και οι πιο μικρές λεπτομέρειες έχουν
τη σημασία τους. Με την αφήγησή του μας
ταξιδεύει μπρος πίσω στο χρόνο. Έτσι,
από τα λογοτεχνικά πηγαδάκια στις
λονδρέζικες βιβλιοθήκες του 1936,
βρισκόμαστε στα εξωτικά ξενοδοχεία του
Ανατολικού Αιγαίου το 1908. Από τις σουίτες
του θρυλικού Λουτεσιά στο Παρίσι του
1937, μεταφερόμαστε στη Μεγάλη Βρετανία
της Αθήνας του 1908. Κι από την κοσμοπολίτικη
Νέα Υόρκη του 1938, στην καρδιά του
ναζιστικού εφιάλτη: το Βερολίνο του
Χίτλερ. Ο ήρωας βρίσκεται στο μάτι του
κυκλώνα. Μπαινοβγαίνει στα σαλόνια όπου
καθορίζονται τα οικονομικά και πολιτικά
παιχνίδια τα οποία με μαθηματική ακρίβεια
οδηγούν στη φρίκη του Β' Παγκοσμίου
Πολέμου. Η παρανοϊκή μηχανή του Χίτλερ
στήνεται υπό τις οδηγίες του Τάγματος
των Σκιών, μιας μυστικής οργάνωσης
οικονομικών εγκληματιών που μέχρι τότε
υποδούλωνε τα κράτη χωρίς πόλεμο,
«δεσμεύοντας τις κυβερνήσεις μέσα από
υπέρογκα δάνεια προκειμένου να τις
έχουν υπό τον έλεγχό τους και να καθορίζουν
την πολιτική τους». Τώρα, αυτό δεν φτάνει,
τα λόμπι των κερδοσκόπων χρειάζονται
αίμα για να λαδώσουν το μηχανισμό τους
και συντρίμμια που θα φέρουν ανάπτυξη.
Στα συν του βιβλίου, ο
εμπνευσμένος τρόπος με τον οποίο
μπερδεύονται οι φανταστικοί ήρωες με
τα πραγματικά πρόσωπα (διάσημοι
συγγραφείς, πολιτικοί, χολιγουντιανοί
σταρ κ.α.): Βλαντιμίρ Ναμπόκοφ, Μαρλέν
Ντίτριχ, Έρολ Φλιν, Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ
κ.α., αλλά και ο ίδιος ο Χίτλερ με
εξομολογητική διάθεση, παρελαύνουν
στις σελίδες αυτού του χορταστικού
μυθιστορήματος. Ενώ οι ιστορικές αναφορές
στην πτώχευση της Ελλάδας το 1893 θυμίζουν
ανατριχιαστικά τις μέρες που ζούμε:
«Οι Έλληνες πτώχευσαν
το 1893 (...) Αμέσως μετά τη χρεοκοπία, η
κυβέρνηση Τρικούπη ζήτησε τη βοήθεια
από το εξωτερικό και πήρε το πρώτο μεγάλο
δάνειο, προκειμένου να ανταποκριθεί σε
κάποιες παλαιότερες οφειλές της. Ωστόσο,
τον Αύγουστο του 1894, η ομάδα των ξένων
ομολογιούχων απέρριψε κάθε νέο αίτημα
διευκόλυνσης. Οι Βρετανοί και οι Γάλλοι
υποστήριξαν ότι η Ελλάδα έπρεπε να
παράσχει καλύτερες εγγυήσεις αν
επιθυμούσε κι άλλα δάνεια, ενώ οι Γερμανοί
απείλησαν με οικονομικό αποκλεισμό την
Αθήνα, χρησιμοποιώντας τη δεινή θέση
των Ελλήνων για να αυξήσουν την επιρροή
τους στην Ανατολική Μεσόγειο.
“Δεν ήθελαν να σώσουν
την Ελλάδα” είπε, σμίγοντας τα βλέφαρά
του. “Το σχέδιό τους ήταν να διογκώσουν
σε τέτοιο βαθμό το χρέος ώστε οι Έλληνες
να δανείζονται ξανά και ξανά μόνο για
να πληρώνουν τους τόκους. Δε χρειάζεται
να πολεμήσεις μια χώρα για να την
κερδίσεις, κύριε Γκίμπονς. Μπορείς απλώς
να την αγοράσεις. Κι αυτό έκαναν”.
»Βέβαια, η ήττα του
Τρικούπη στις εκλογές του 1895 άλλαξε
κάπως τα δεδομένα, αφού πρωθυπουργός
εξελέγη ο Δηλιγιάννης, που αρνήθηκε να
υποχωρήσει σε καίρια ζητήματα και δήλωσε
στη Βουλή ότι τα μέτρα που πρότειναν οι
ξένοι αντιπρόσωποι θα οδηγούσαν, αργά
ή γρήγορα, σε νέα πτώχευση, απειλώντας
ενδεχομένως την εθνική κυριαρχία της
χώρας. Οι διπλωματικές σχέσεις της
Ελλάδας δοκιμάστηκαν άγρια εκείνους
τους μήνες, καθώς η στάση του Δηλιγιάννη
είχε προκαλέσει τον εκνευρισμό των
ξένων κυβερνήσεων. Εντούτοις, η τοποθέτηση
του Στέφανου Στρέιτ, τον Οκτώβριο του
1896, στη διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας,
έδωσε νέα πνοή στις συζητήσεις και το
1897 στο Παρίσι η ελληνική αντιπροσωπεία
κατάφερε να βελτιώσει κάπως τους όρους
της νέας δανειακής σύμβασης, φτάνοντας
μια ανάσα πριν από τις υπογραφές. Όμως
ήταν μια νίκη χωρίς αντίκρισμα. “Ο
Στρέιτ έστειλε ένα τηλεγράφημα προς
τους δανειστές με το οποίο εγγυόταν ότι
η κυβέρνηση θα υπέγραφε αμέσως τη
βελτιωμένη συνθήκη”, είπε απτόητος σαν
θωρηκτό, “και κατόπιν έσπευσε να στείλει
ένα αντίγραφο για να απαντηθεί θετικά
από τον Δηλιγιάννη. Όμως αυτό δεν έφτασε
ποτέ στην Αθήνα. Ή έφτασε και κατέληξε
στα σκουπίδια. Δεν αποκλείεται τελικά
κάποιοι Έλληνες να είχαν συνταχθεί με
το γενικό ξεπούλημα της χώρας τους.
Κανείς δεν έμαθε ποτέ”.
»Έτσι, το Φλεβάρη του
1897, η Ελλάδα έχασε τη μοναδική ευκαιρία
να διεκδικήσει έναν αξιοπρεπή διακανονισμό
με τους δανειστές. Όταν στους ατυχέστατους
χειρισμούς της ελληνικής πλευράς
προστέθηκε και η αρνητική έκβαση του
ελληνοτουρκικού πολέμου, την άνοιξη
του 1897, το καράβι ήταν καταδικασμένο
και ο σκληρός Διεθνής Έλεγχος ετοίμαζε
την απόβασή του για να περισυλλέξει με
χαρά το κουφάρι του ναυαγίου». (σελ.
306-307)
Η Χορεύτρια του Διαβόλου
είναι δύο βιβλία μαζί: Ένα δυνατό
κατασκοπικό θρίλερ με καταιγιστική
δράση, γεμάτο ίντριγκες, συνωμοσίες,
οικονομικά και πολιτικά παιχνίδια, αλλά
και μια συγκλονιστική ερωτική ιστορία
δύο ανθρώπων που έζησαν όλη τους τη ζωή
ανατολικά του ήλιου και δυτικά του
φεγγαριού...
«Τι είναι πιο τραγικό
από δύο ανθρώπους που δε συναντήθηκαν
ποτέ; Δυο άνθρωποι που συναντήθηκαν και
χάθηκαν».
Υ.Γ.East Of The Sun (And West Of The
Moon) του Tom Coakley (1935). Το αγαπημένο τραγούδι του ερωτευμένου Φρίμαν.
Το blog μεταφέρθηκε σε νέα διεύθυνση: loureadblog.com
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Βιβλία και άλλα...
TΟ ΜΟΤΟ ΜΟΥ
«Ενα φλιτζάνι καφές, ένα τσιγάρο που καπνίζεις και το άρωμά του σε διαπερνά, τα μάτια μισόκλειστα μέσα στο ημίφως του δωματίου... Δεν θέλω τίποτε άλλο από τη ζωή εκτός από τα όνειρά μου και αυτό... Λίγο είναι; Δεν ξέρω. Μήπως ξέρω τι είναι λίγο και τι πολύ;» Φερνάντο Πεσσόα