Ο έρωτας και τα δύο του πρόσωπα. Το καλό που γεννά την ψευδαίσθηση αθανασίας και κάνει τους εραστές να νιώθουν για μια στιγμή Θεοί και το κακό που κουβαλά μέσα του το φόβο και τη θλίψη του θανάτου. Ο Παράδεισος και η Κόλαση. Ο άγγελος και ο δαίμονας. Η αποδοχή και η απόρριψη. Η μαγεία και η απομυθοποίηση. Από τη Μήδεια του Ευριπίδη μέχρι τους γελοίους εραστές του Κούντερα, ο έρωτας δεν είναι παρά μία διαρκής διαδρομή από τον έβδομο ουρανό στον Άδη, μια ατέλειωτη παρεξήγηση. Ενίοτε απολύτως αιματηρή. Οι εραστές ισορροπούν μάταια σε ένα τεντωμένο σκοινί πάνω από το χάος, εξαρχής ηττημένοι, αφού έχουν μεταθέσει εντελώς το κέντρο βάρος του εαυτού τους σ' έναν άλλον άνθρωπο.
Αυτή την απίστευτη
αγωνία που κρύβει μέσα του ο έρωτας, τη
συγγένειά του με το θάνατο, κανένας δεν
έχει περιγράψει τόσο απόλυτα, τόσο
δραματικά, τόσο ατμοσφαιρικά όσο η
γοτθική λογοτεχνία. Ο Καλόγερος του
Μάθιου Γκρέγκορι Λιούις (ένα κομψοτέχνημα
των εκδόσεων Gutenberg σε μετάφραση του
Αλέξανδρου Κοσματόπουλου και του
Κυριάκου Αθανασιάδη στα ποιήματα), ένα
από τα πιο εμβληματικά έργα του
λογοτεχνικού είδους που άνθισε στα τέλη
του 18ου αιώνα, παντρεύει το ρομαντισμό
του αγνού έρωτα ο οποίος εξυψώνει τον
άνθρωπο, με την αγριότητα της ερωτικής
παράκρουσης που είναι ικανή να τον
συνθλίψει για πάντα.
Ο μόλις δεκαεννέα χρόνων
συγγραφέας που γεννήθηκε στο Λονδίνο
το 1775, όταν έγραψε τον Καλόγερο το 1794
δεν μπορούσε να φανταστεί τις θύελλες
που θα ξεσήκωνε. Ξεκίνησε να αφηγείται
την ιστορία του Αμβρόσιου -ενός
χαρισματικού καλόγερου που πουλά την
ψυχή του στο διάβολο στο όνομα ενός
σαρκικού πάθους-, προκειμένου να
διασκεδάζει την πλήξη του όσο εργαζόταν
στην διπλωματική υπηρεσία της Ολλανδίας.
Εμπνευσμένος από το γερμανικό θρύλο
της Ματωμένης Καλόγριας, μια υπέροχη
εγκιβωτισμένη ιστορία στην καρδιά του
μυθιστορήματος, καταγράφει τη σταδιακή
διαφθορά του ηγούμενου των Καπουτσίνων
στη Μαδρίτη. Ο αποκαλούμενος «άγιος
άνθρωπος», τα κηρύγματα του οποίου
μάγευαν τους πιστούς, καταπατά τον όρκο
αγνότητας που έχει δώσει στον Θεό,
υποκύπτοντας στις ορέξεις της Ματθίλδης
(μιας κολασμένης γυναίκας η οποία
κάνοντας επίκληση στον σατανά καταφέρνει
να τρυπώσει στη μονή μεταμφιεσμένη σε
δόκιμο και να παρασύρει τον καλόγερο
σε απαγορευμένες ηδονές). Πολύ γρήγορα
ο Αμβρόσιος απορρίπτει τη Ματθίλδη κι
εκείνη για να τον εκδικηθεί τον πείθει
να χρησιμοποιήσει μαύρη μαγεία για να τυλίξει στον ιστό του
την ομορφότερη γυναίκα από το ποίμνιό
του, τη νεαρή Αντωνία. Ο ηγούμενος στο...
όνομα του ρόδου (διαβάζοντας είναι
αδύνατον να μην θυμηθείς τον Έκο)
μεταμορφώνεται σε έναν αδίστακτο βιαστή
και δολοφόνο και τελικά παραδίδεται
στο απόλυτο κακό.
Ο Καλόγερος, που μαζί
με Το Κάστρο του Οτράντο του Ουόλπολ
και τον Μέλμοθ τον περιπλανώμενο του
Ματιούριν θεωρούνται η κορωνίδα της
γοτθικής λογοτεχνίας, αντιμετωπίστηκε
ως ένα αιρετικό έργο και οδήγησε σε
διασυρμό τον Λιούις. Όπως γράφει ο
μεταφραστής του μυθιστορήματος Αλέξανδρος
Κοσματόπουλος στην εισαγωγή, το βιβλίο
«στα μάτια πολλών, ήταν μια δήλωση ενός
άθρησκου συγγραφέα και μια σοβαρή
περίπτωση βλασφημίας. Άλλοι συνέκριναν
τον Καλόγερο με τις αντιθρησκευτικές
δημοσιεύσεις που εμφανίστηκαν στη
Γαλλία πριν από την Επανάσταση. Μετά τη
δημοσίευση της δεύτερης ανατύπωσης του
βιβλίου με την υπογραφή του συγγραφέα
(η πρώτη έκδοση ήταν ανώνυμη) και τον
τίτλο που έφερε ως μέλος του Κοινοβουλίου,
ο Lewis προσήχθη σε δίκη, με αποτέλεσμα να
αποσύρει τα αντίτυπα της τρίτης
ανατύπωσης, και να αφαιρέσει κάποια
αποσπάσματα από την τέταρτη».
Η ανάγνωση του έργου
είναι μια αληθινά απολαυστική εμπειρία.
Γυρνώντας αχόρταγα τις σελίδες, οι
περιγραφές σε ταξιδεύουν στον μυσταγωγικό
κόσμο μιας όπερας: γοτθικά κάστρα, ζοφερά
κελιά, κρύπτες γεμάτες σκιές, βασανισμένες
ψυχές που επιστρέφουν από τον κόσμο των
νεκρών για να στοιχειώσουν τους ζωντανούς,
απεγνωσμένοι, ρομαντικοί έρωτες, έκπτωτοι
άγγελοι που υπηρετούν τον Εωσφόρο...
Χρησιμοποιώ τη λέξη «όπερα» γιατί για
έναν αιμοβόρο αναγνώστη που έχει δίπλα
στο κρεβάτι του μια βιβλιοθήκη γεμάτη
αστυνομικά μυθιστορήματα και θρίλερ
με άγριες και φρικιαστικές περιγραφές,
το κακό του Λιούις, το οποίο τον 18ο και
19ο αιώνα ήταν ανατριχιαστικό και
σκανδαλιστικό, σήμερα είναι λυρικό,
ποιητικό, μαγικό. Σαν να παρακολουθείς
ένα έργο του Βέρντι στο Ηρώδειο ή να
βυθίζεσαι στην απόκοσμη ομορφιά ενός
πίνακα του Κάσπαρ Ντάβιντ Φρίντριχ.
* Φράση από τη σελίδα
43 στην οποία ο συγγραφέας περιγράφει
τη γοητεία που ασκούσε ο Αμβρόσιος στο
ποίμνιό του.