Στης οθόνης τον ύπνο
κατεβάζω αλλόκοτα
όνειρα:
Είμαστε κάπου Βικτωρίας,
Μάρνη
ή Φωκίωνος Νέγρη
πλήθος από ποικίλα έθνη
-Κινέζοι, Ινδιάνοι,
νέγροι-
και διακρίνω με κατάλευκο
κοστούμι
τον Δενέγρη
στις ομπρέλες ενός
θερινού καφενείου
να πίνει παγωμένο ρούμι:
Ιδρώτας, ζέστη, πυρωμένο
μεσημέρι του εβδομήντα
χρυσόμυγες στο ψάθινο
καπέλο
δεμένες με λεπτές
κλωστές
να του δροσίζουν
σβουρίζοντας το πρόσωπο.
Πλησιάζω. Δίπλα του ένα
κορίτσι.
(Κάτι κηλίδες αμυδρές
στο στέρνο της
σχηματίζουν τον αστερισμό
του Οφιούχου.)
«Είναι η Μπόκα», μου
λέει, «η Νύχτα που χορεύει στο Μπουένος
Άιρες.
Στέλνω ανταποκρίσεις
από το φωτεινό της μέτωπο
για ν' αδειάζει το κεφάλι
μου από τις λέξεις.
Η ποίηση συντελείται
με μασημένα μισόλογα».
Ξύπνησα από τον κόκορα
που ξημέρωνε
στις φωνές των θεμελίων.
Μπόκα, από την ποιητική
συλλογή «Ισαύρων» του Δημήτρη Καλοκύρη,
εκδόσεις Άγρα, Αθήνα 2015.