Όταν γυρνάς σπίτι τη
Δευτέρα μετά από μια συνηθισμένη μέρα
στο γραφείο, ακολουθώντας το συνηθισμένο
δρομολόγιο, έχοντας για δείπνο κάτι
απολύτως συνηθισμένο, υπάρχουν δύο
πράγματα να κάνεις: ή μια ασυνήθιστη
βόλτα ή αν βαριέσαι, τουλάχιστον να
βγεις από το συνηθισμένο σου πρόγραμμα
ανάγνωσης και να μπεις σε μια νέα
περιπέτεια. Να βουτήξεις από τη βιβλιοθήκη
ένα μυθιστόρημα που λαχταράς εδώ και
καιρό να διαβάσεις, καταπατώντας τη
σειρά, απατώντας τα μισοδιαβασμένα του
κομοδίνου σου. Η ζωή είναι μικρή για
βιβλιομονογαμία. Πρέπει να πέφτεις στο
κρεβάτι με ό,τι σου γυαλίζει στο μάτι.
Αν νιώσεις μια ξαφνική πλήξη με αυτό
που διαβάζεις, το καπελάκι σου στραβά
και σ' άλλο συγγραφέα.
Με ένα τέτοιο επαναστατικό
mood ξεκίνησα τον Ζοφερό Οίκο του Ντίκενς
(εκδ. Gutenberg, μτφρ. Κλαίρη Παπαμιχαήλ),
ανικανοποίητο φλερτ μήνες τώρα. Όλο το
γλυκοίταζα κι όλο το ανέβαλλα. Τρομαγμένος
φυσικά από τον όγκο, το άφηνα στην άκρη
για λίγο μετά, που θα είχα (;) περισσότερο
ελεύθερο χρόνο. Κακώς, γιατί όπως
επανειλημμένα έχει αποδειχθεί με ογκώδη,
κλασικά μυθιστορήματα όπως ο Μέλμοθ ο Περιπλανώμενος του Ματιούριν ή Ο Καλόγερος του Λιούις, η αφήγηση σε κάνει
να ξεχνάς τον αριθμό των σελίδων, όπως
όταν μια απολαυστική διαδρομή σε κάνει
να απολαμβάνεις το ταξίδι χωρίς να
ανυπομονείς να φτάσεις στον προορισμό
σου.
Στα πιο ογκώδη βιβλία
έχω μπει έτσι αυθόρμητα. Τα ανοίγω για
να διαβάσω μερικές σελίδες από περιέργεια
και τελικά κολλάω. Είναι λες και βρίσκομαι
μέσα σε έναν καμβά από τον οποίο δεν
θέλω να βγω. Είμαι τζάνκι της ζοφερής
ατμόσφαιρας. Απολαμβάνω την αίσθηση
της απειλής που υποβόσκει στη γοτθική
λογοτεχνία. Λατρεύω τα γοτθικά κάστρα
ή τα παλιά βικτοριανά σπίτια με τα μουντά
δωμάτια, τις σκάλες που τρίζουν, τις
ανήλιαγες τραπεζαρίες με τις πορσελάνες
και τις καυτές σούπες, τα κολονάτα
ποτήρια του κρασιού που λαμπυρίζουν
μέσα στη φωτιά και τους κρυστάλλινους
πολυελαίους που αδυνατούν να ρίξουν
φως στις ζοφερές επαύλεις της αγγλικής
υπαίθρου.
Από όσα βιβλία του
είδους έχω διαβάσει (όποιος έχει να
προτείνει κάποιο να το κάνει τώρα, αλλιώς
ας σωπάσει για πάντα) αγαπημένο όλων
είναι η Γυναίκα με τα άσπρα του Γουίλκι
Κόλλινς. Ένα εξαντλημένο βιβλίο από τις
εκδόσεις Ηλέκτρα, το οποίο αναζητούσα
καιρό. Το έψαχνα χρόνια. Eίχα απευθυνθεί
σε βιβλιοανιχνευτές εξαντλημένων, είχα
ψάξει σε βιβλιοθήκες φίλων, είχα
ξεσκονίσει ατέλειωτες στοίβες σε
παλαιοβιβλιοπωλεία... Δεν μου είχε
περάσει καθόλου, όμως, από το νου το πιο
απλό: να δανειστώ το μυθιστόρημα από
μία βιβλιοθήκη. Τελικά μετά από ένα τουρ
σε δημοτικές και μη βιβλιοθήκες κατάφερα
να εντοπίσω το βιβλίο και να μπω σε μια
μικρή λίστα αναμονής.
Μερικές εβδομάδες μετά,
και ενώ πλησίαζε η ώρα να το δανειστώ,
έλαβα ένα ίνμποξ στη σελίδα του blog στο
Facebook, όπου ένας συμπαθητικός κύριος
ήθελε να μου δανείσει το δικό του
αντίτυπο, ενώ ένας άλλος ευγενικός
κύριος από το εξωτερικό μου πρότεινε
να μου πουλήσει το δικό του που ήταν σε
καλή κατάσταση. Είχαν ανοίξει οι ουρανοί
και έβρεχε γυναίκες με άσπρα.
Το βικτοριανό πολυσέλιδο
μυθιστόρημα άξιζε την αναμονή και το
ψάξιμο. Οι σελίδες κυλούσαν σαν ρυάκι
σε κάποιον ζοφερό, αλλά απίστευτα
ατμοσφαιρικό βαλτότοπο στην αγγλική
εξοχή. Η πλεκτάνη που στήνει μεθοδικά
ο Γουίλκι Κόλλινς κρατά αμείωτο το
ενδιαφέρον μέχρι το τέλος. Η δράση
γίνεται καταιγιστική. Οι χαρακτήρες
είναι λεπτοδουλεμένοι, σαν πορτραίτα
ενός ζωγράφου που απεικονίζουν ρεαλιστικά
ακόμα και τις πιο αδιόρατες ρυτίδες
ενός προσώπου. Οι περιγραφές των σπιτιών
που αχνοφαίνονται από μακριά μέσα στην
ομίχλη, οι περίπατοι στο ημίφως ενός
δάσους, η εμφάνιση της χλωμής γυναίκας
με τα άσπρα, τα γοτθικά νεκροταφεία με
τις πέτρινες πλάκες και τους σπασμένους
σταυρούς, τα σκοτεινά από τη βροχή
σαλόνια, η υγρασία που φτάνει μέχρι τα
κόκαλα, η ζεστασιά από μια φωτιά που
τριζοβολά στο τζάκι, η απόγνωση του
έρωτα, οι ίντριγκες της βρετανικής
αριστοκρατίας, οι πολύπλοκες δικαστικές
διαμάχες για κληρονομικά ζητήματα, οι
γάμοι από συμφέρον: όλα σκιαγραφούνται
λεπτομερώς, χωρίς να κουράζουν τον
αναγνώστη, δημιουργώντας του την αίσθηση
ότι κάτι απόκοσμο τον κυκλώνει από
παντού. Το κακό φυσικά δεν είναι
μεταφυσικό, αν και έχει μεταφυσικό εφέ
-άλλωστε τα βικτοριανά μυθιστορήματα
απευθύνονταν σε αναγνώστες που μεν
λάτρευαν τα μυστήρια, ήταν όμως
ορθολογιστές- γεννιέται από την ανθρώπινη
δυστυχία. Είναι οι κακές προθέσεις,
είναι η αρνητική αύρα που περιβάλλει
τους συνωμότες, η ανειλικρίνεια, το
άδικο που αιωρείται σκοτεινιάζοντας
τα πάντα και το δίκιο που βράζει στο
αίμα και γίνεται δηλητήριο για τους
αδικημένους που αναζητούν την κάθαρση.
Η πλοκή είναι η κλασική
της βικτοριανής λογοτεχνίας: ένας καλά
υπολογισμένος γάμος, μια περιουσία που
χάνεται, ένας έρωτας που θυσιάζεται στο
βωμό του συμφέροντος, μια μυστηριώδης
γυναίκα που περιπλανιέται σαν φάντασμα
μέσα στην άγρια νύχτα ντυμένη στα λευκά,
μια ζωντανή-νεκρή που δεν θα ηρεμήσει
αν δεν δικαιωθεί. Η ιστορία του Kόλλινς,
όπως συνηθιζόταν στα μέσα του 19ου αιώνα,
δημοσιεύθηκε το 1859 σε συνέχειες στο
περιοδικό All the Year Round του Τσαρλς Ντίκενς
στην Αγγλία, αλλά και στο Harper's Weekly στην
Αμερική. Ανήκει στο είδος των sensation
novels, έναν συνδυασμό ρομαντισμού και
ρεαλισμού που στόχο είχε να διεγείρει
τα συναισθήματα του αναγνώστη, εκφράζοντας
ταυτόχρονα τους προβληματισμούς και
τις συνέπειες της ραγδαίας εκβιομηχάνισης.
Μια στροφή δηλαδή στις αισθήσεις σε μια
εποχή που βρισκόταν μπροστά σε έναν
μεγάλο μετασχηματισμό, σε μια κοινωνία
που είχε αφήσει από καιρό πίσω της τους
αργούς ρυθμούς της μεσαιωνικής κουλτούρας
και βίωνε με τρόμο τους ρυθμούς ενός
ρυπαρού και απρόσωπου καινούριου κόσμου.
Το ενδιαφέρον είναι, όπως επισημαίνει
ο Τζον Σάδερλαντ στην υπέροχη Μικρή Ιστορία της Λογοτεχνίας (εκδ. Πατάκη),
ότι ακόμα και σήμερα η βικτοριανή
λογοτεχνία καταφέρνει να συγκινεί και
να διαβάζεται με πάθος, τόσο που τα
βιβλία του Ντίκενς «πουλούν στις αρχές
του 21ου αιώνα ένα εκατομμύριο αντίτυπα
κάθε χρόνο»! Ίσως κι εμείς, πολίτες ενός
κόσμου που αλλάζει λόγω της τεχνολογικής
έκρηξης, να έχουμε την ανάγκη να ρίξουμε
τους ρυθμούς και να ταξιδέψουμε αργά
σε μυστηριώδεις κόσμους που μοιάζουν
με ζωντανούς καμβάδες του Caspar David Friedrich.
Προσωπικά, διαβάζοντας
βικτοριανή λογοτεχνία, ανακάλυψα ότι
κάτι τούβλα που ξεπερνούν τις 800 σελίδες
διαβάζονται πολύ πιο ευχάριστα από κάτι
σύγχρονες νουβέλες που είναι λες και
σνομπάρουν τον αναγνώστη, καταπατώντας
όλες τις τεχνικές αφήγησης που έκαναν
τον βασιλιά του βικτοριανού μυθιστορήματος
Ντίκενς να αναφωνεί στους φίλους του,
όπως ο Γουίλκι Κόλλινς: «Κάν' τους να
γελούν. Κάν' τους να κλαίνε. Κάν' τους να
ανυπομονούν». Κάν' τους να ταξιδεύουν,
να ξεχνιούνται, να μαγεύονται, να
νοσταλγούν, θα πρόσθετε ένας αναγνώστης
του σήμερα που δεν συγκινείται, δεν
κλαίει ή δεν τρομάζει τόσο εύκολα όσο
ο βικτοριανός.
ΥΓ. Για το φινάλε, ένα
καλό νέο: Η γυναίκα με τα άσπρα αναμένεται
να κυκλοφορήσει ξανά από τις εκδόσεις
Gutenberg στην ίδια -αλλά υπό νέα επιμέλεια-
μετάφραση του Ερρίκου Μπαρτζινόπουλου.