ΒΙΒΛΙΟ: Η Θεραπεία
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Sebastian Fitzek
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Διήγηση
Τα βιβλία του Φίτσεκ είναι μεγάλο κόλλημα. Δεν μπορείς να τα αφήσεις από τα χέρια σου. Σελίδα τη σελίδα η ένταση κλιμακώνεται. Διαβάζεις και είναι σαν να βλέπεις ένα δυνατό θρίλερ στο σινεμά.
Γρήγορη κινηματογραφική αφήγηση, έξυπνες ανατροπές, πρωτότυπα τεχνάσματα, προσεγμένη πλοκή μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. Βεβαίως από λογοτεχνικής άποψης τα μυθιστορήματά του χωλαίνουν. Τα κλισέ στις περιγραφές περισσεύουν, ενώ σε πολλά σημεία ορισμένες κοινές εκφράσεις που χρησιμοποιεί ο συγγραφέας προκαλούν αμηχανία. Όμως ο καταιγιστικός ρυθμός των ιστοριών του και η ευφυΐα του καλύπτουν τις ατέλειες του κειμένου και αποζημιώνουν τον αναγνώστη.
Η «Θεραπεία» είναι το δεύτερο βιβλίο του νεαρού Γερμανού συγγραφέα -ο οποίος είναι μόλις 39 ετών- που διαβάζω σε μια νύχτα. Το προηγούμενο ήταν το «Πείραμα μνήμης» και ήταν εξίσου συναρπαστικό. (Στα ελληνικά κυκλοφορεί και ένα ακόμα: το «Πείραμα», επίσης από τις εκδόσεις Διήγηση).
Όλες οι ιστορίες του έχουν ένα κοινό: βασίζονται στην ψυχολογία και μας παρασύρουν στους σκοτεινούς δαιδαλώδεις διαδρόμους του ανθρώπινου εγκεφάλου. Ο αδελφός του Φίτσεκ είναι ψυχολόγος και όπως έχει δηλώσει ο ίδιος ο συγγραφέας τον βοηθά πολύ στην έρευνα πριν από κάθε νέο μυθιστόρημα.
Στη «Θεραπεία» ο ήρωας είναι ένας διάσημος ψυχίατρος που αναζητά τη χαμένη του κόρη. Η δωδεκάχρονη Γιόζι, η οποία πάσχει από μια ανεξήγητη ασθένεια, εξαφανίζεται ένα πρωί από το ιατρείο ενός αλλεργιολόγου που έχει επισκεφθεί με τον πατέρα της. Η οδύσσεια για τον Βίκτορ Λάρεντς ξεκινά: διαλυμένος από τη μυστηριώδη απουσία του κοριτσιού εγκαταλείπει τη δουλειά του και με τη βοήθεια ενός ντετέκτιβ αναζητά μάταια κάποια ίχνη που θα τον οδηγήσουν στη λύση του μυστηρίου. Τα κανάλια στέλνουν links έξω από τη βίλα της οικογένειας, οι δημοσιογράφοι τους κυνηγούν, αφού το σενάριο της απαγωγής που είναι το επικρατέστερο πουλάει. Οι μέρες περνούν αλλά κανείς δεν ζητάει λύτρα και οι πιθανότητες η Γιόζι να βρεθεί ζωντανή ολοένα και λιγοστεύουν. Όταν ο ντόρος στα μίντια καταλαγιάζει, οι έρευνες της αστυνομίας αδρανούν. Όλοι πιστεύουν ότι η Γιόζι είναι νεκρή. Εκτός από το ζευγάρι. Πολύ γρήγορα όμως οι σχέσεις του Βίκτορ με τη σύζυγό του, την Ιζαμπέλ, η οποία τον θεωρεί υπεύθυνο για την τραγωδία που τους χτύπησε αφού εκείνος συνόδευε την κόρη τους την ημέρα που χάθηκε, διαταράσσονται. Οι μήνες περνούν, εκείνος καταρρέει, ενώ η Ιζαμπέλ ξαναβρίσκει το ρυθμό της: επιστρέφει στη δουλειά και απομακρύνεται από κοντά του φεύγοντας ολοένα και πιο συχνά για μακρινά επαγγελματικά ταξίδια.
Το βιβλίο ξεκινά με το συμβάν της εξαφάνισης. Στο δεύτερο κεφάλαιο βρισκόμαστε, λίγα χρόνια μετά, στο δωμάτιο μιας ψυχιατρικής κλινικής όπου ο Βίκτορ Λάρεντς «φιλοξενείται» δεμένος -κυριολεκτικά- χειροπόδαρα και διηγείται την ιστορία του σε έναν νεαρό γιατρό που τον κουράρει. Ο Βίκτορ γνωρίζει τελικά τι συνέβη. Οι αναγνώστες δεν το ανακαλύπτουμε παρά μονάχα στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου.
«Όλα αυτά τα χρόνια που έχουν περάσει από την εξαφάνιση της Γιόζι, θεωρούσα ότι δεν θα μπορούσε να υπάρξει τίποτα πιο φοβερό από την αβεβαιότητα. Τέσσερα χρόνια χωρίς το παραμικρό ίχνος, χωρίς ούτε ένα σημάδι ζωής. Μερικές φορές ευχόμουν να χτυπούσε το τηλέφωνο και κάποιος να μας έλεγε πού βρίσκεται το πτώμα της. Σοβαρά σκεφτόμουν ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο οδυνηρό από το να βρίσκεται κανείς μετέωρος ανάμεσα σε υποθέσεις και γεγονότα. Μα έκανα λάθος. Ξέρετε τι είναι ακόμα χειρότερο; Η αλήθεια! Νομίζω για πρώτη φορά την είδα ξεκάθαρα στο ιατρείο του δόκτορα Γκρόλκε. Λίγο μετά την εξαφάνιση της Γιόζι. Και ήταν τόσο άσχημη που δεν θέλησα να τη δω κατάματα, να την αναγνωρίσω. Όμως, δεν άργησα να τη βρω και δεν μπόρεσα έκτοτε να την αποδιώξω, γιατί με καταδίωξε. Βρέθηκα μπροστά στον άνθρωπο που είχε προκαλέσει όλο αυτό το κακό και δεν μπόρεσα να το ανεχτώ».
Ο Βίκτορ ξετυλίγει το κουβάρι. Η κατάδυση στον απύθμενο ωκεανό της ψυχής ξεκινά και οι ανατροπές διαδέχονται η μία την άλλη. Και εκεί που λες πως «το 'χεις», ο Φίτσεκ κάνει στροφή και σε πηγαίνει αλλού.
Όλο το υπόλοιπο μέρος του βιβλίου, είναι ένα συγκλονιστικό flashback... Περιγράφει τις τελευταίες πέντε ημέρες πριν ο ήρωας βρεθεί αντιμέτωπος με την αλήθεια. Πριν δοθούν απαντήσεις σε όλα: Στο πώς βρέθηκε κλεισμένος σε ψυχιατρείο; Αλλά και γιατί εξαφανίστηκε η Γιόζι;
Η αντίστροφη μέτρηση αρχίζει όταν ο Βίκτορ φεύγει από το Βερολίνο για να απομονωθεί στο εξοχικό της οικογένειας στο νησί Πάρκουμ στη Βόρειο Θάλασσα. Εκεί τον επισκέπτεται μία μυστηριώδης γυναίκα, η Άννα Σπίγκελ. Του συστήνεται ως συγγραφέας παιδικών βιβλίων και του ζητά τη βοήθειά του, αφού πάσχει από μια ασυνήθιστη μορφή σχιζοφρένειας. Ισχυρίζεται ότι οι ήρωες των βιβλίων της την καταδιώκουν με σάρκα και οστά στην αληθινή ζωή.
«Όλοι οι χαρακτήρες που δημιουργώ γίνονται πραγματικοί. Τους βλέπω, τους παρατηρώ, κάποιες φορές μιλάω μαζί τους. Τους επινοώ κι αμέσως μετά εμφανίζονται στη ζωή μου».
Η Άννα τού περιγράφει την εμφάνιση της ηρωίδας του τελευταίου της ημιτελούς βιβλίου, της μικρής Σάρλοτ, έξω από ένα ιατρείο στο Βερολίνο. Στο ίδιο ακριβώς σημείο που εξαφανίστηκε η Γιόζι. Την ίδια ακριβώς ώρα και ημέρα. Οι συμπτώσεις δεν σταματούν εδώ. Ο Βίκτορ ανακαλύπτει ότι όταν εκείνη μιλά για τη Σάρλοτ ουσιαστικά φωτογραφίζει τη Γιόζι. Η μυστηριώδης γυναίκα αρχίζει μέρα με τη μέρα να γίνεται επικίνδυνη. Ο κλοιός σφίγγει πλέον ασφυκτικά γύρω από τον Βίκτορ. Απομονωμένος από μια μεγάλη καταιγίδα κι έναν τυφώνα που πλήττει το νησί βρίσκεται αντιμέτωπος με μια γυναίκα ικανή για όλα. Μια γυναίκα-αίνιγμα, αφού όταν ψάχνει το παρελθόν της ανακαλύπτει ότι η Άννα Σπίγκελ δεν υπάρχει. Καμία δεν έχει εκδώσει ποτέ παιδικά βιβλία με αυτό το όνομα. Ενώ μια φοιτήτρια που ονομαζόταν έτσι βρέθηκε νεκρή ένα χρόνο πριν στην ίδια κλινική που η σατανική «συγγραφέας» ισχυρίστηκε ότι νοσηλευόταν για τέσσερα χρόνια.
Με τρελή ταχύτητα ο Φίτσεκ χτίζει έναν εφιάλτη, όπου οι παραισθήσεις μπλέκουν με την πραγματικότητα. Μια παράξενη κλειστοφοβική περιπέτεια με κλασικές σκηνές τρόμου: Πόρτες που ανοίγουν μόνες τους, δωμάτια που βυθίζονται ξαφνικά στο σκοτάδι, φιγούρες που παραμονεύουν, βήματα που ακούγονται χωρίς να βρίσκεται κανείς στο χώρο... Κι όλα αυτά ενώ έξω από το σπίτι η καταιγίδα λυσσομανά.
«Ο άνεμος συνέχισε να φυσάει ακατάπαυστα, παρασέρνοντας όλο και πιο ψηλά κύματα από τη Βόρειο Θάλασσα καταπάνω στο μικρό νησί. Σήκωνε τεράστιους όγκους νερού και τους έριχνε με πρωτοφανή ορμή πάνω στην ακτή διαλύοντας, δίχως να χάσει την έντασή του, τους αμμόλοφους. Οι ριπές του τυφώνα έσπαγαν τα κλαδιά των δέντρων, δονούσαν τις κάσες των πορτών κι έσβηναν κάθε ίχνος πάνω στην άμμο, ακόμα και τις μικρές γυναικείες πατημασιές που απομακρύνονταν από το σπίτι του δόκτορα Λάρεντς».