ΒΙΒΛΙΟ: Καλιγούλας
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Αλμπέρ Καμύ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Κατσάνος
Ο άνθρωπος είναι το πιο άγριο ζώο στον κόσμο. Ικανός για το καλύτερο μα ακόμα πιο ικανός για το χειρότερο. Διότι διαθέτει το μαζικότερο όπλο καταστροφής: το νου. Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε έναν κόσμο σουρεαλιστικό, αρρωστημένο. Έναν ξεκουρδισμένο πλανήτη που μετατοπίζει το κέντρο βάρους του όλο και περισσότερο σε λάθος σημεία και παραπαίει στην απάθεια και την ωμή βία.
Γινόμαστε ηλεκτρονικοί «μάρτυρες», αφού τα «ζούμε» όλα μέσω μιας οθόνης, σε δολοφονίες αμάχων ακόμα και μέσα σε νοσοκομεία της Λιβύης. Μετράμε χιλιάδες νεκρούς εξαιτίας ενός ψυχοπαθούς ηγέτη που προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατηθεί στην εξουσία. Ακούμε απειλές για αέρια μουστάρδας. Βλέπουμε με αγωνία εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας χτισμένα σε (!) σεισμογενείς χώρες να σαρώνονται από γιγαντιαία κύματα. Ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή παρακολουθούμε ξεδιάντροπα παιχνίδια κερδοσκοπίας, νομιμοποιημένα αφού γίνονται στο χρηματιστήριο, πάνω στα χιλιάδες πτώματα του τσουνάμι στην Ιαπωνία. Και στις ειδήσεις, καπάκι πάνω στις εικόνες της φρίκης, πέφτουν σαν σφαλιάρες στο ανίσχυρο από το σοκ κεφάλι μας ρεπορτάζ για την πτώση ή την άνοδο του γιεν ή για το πως θα επηρεάσει το αιματοκύλισμα στη βόρεια Αφρική την τιμή του πετρελαίου. Δείκτες που μετρούν λεφτά, τη στιγμή που δεν έχουν μετρηθεί ακόμα οι ψυχές που χάθηκαν.
Τι σόι κόσμος είναι αυτός που εξισώνει την ανθρώπινη ζωή την ανεκτίμητη, τη μία και μοναδική, με τα χρήματα; Και γιατί δεν τον αλλάζουμε αφού μας κάνει και υποφέρουμε; Σε ποιον αρέσει; Και γιατί όλοι εμείς, οι πολλοί, που δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την τρέλα των λίγων δεν κάνουμε κάτι να τους ανατρέψουμε; Απορίες πεντάχρονου, το γνωρίζω, μα δεν λένε να ξεκολλήσουν απ' το μυαλό μου. Γιατί από τότε που ήμουν πέντε ετών μέχρι σήμερα, όσο κι αν διάβασα απάντηση δεν πήρα: Υποπτεύομαι πως δεν υπάρχει απάντηση. Όπως δυστυχώς δεν υπάρχει και νόημα σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε. Είμαστε μυρμήγκια που πολεμάνε με χημικά, τόσο έξυπνα που κατασκευάζουμε από μόνα μας τα μπαϊγκόν που θα μας ξεκάνουν.
Τις ημέρες αυτές επέστρεψα, ψάχνοντας απαντήσεις για όλα αυτά, στον Καλιγούλα του Καμύ: ένα αγαπημένο μου θεατρικό έργο που καταγράφει τη δουλοπρέπεια, την ανοχή και την υποκρισία των αδύναμων απέναντι στον ισχυρό, την πορεία στην τρέλα, μα πάνω απ' όλα τη ροπή του ανθρώπου στο μηδενισμό. Γιατί τι άλλο είναι σήμερα ο μηδενισμός από την άνευ όρων παράδοσή μας σε ένα κυνικό σύστημα ...αξιών που εξοστρακίζει την αληθινή μας φύση στο όνομα του κέρδους, της εξουσίας και της βολής (;) μας;
Ορισμένα βιβλία, όπως αυτό, γίνονται πιο δυνατά με το πέρασμα του χρόνου. Μπορεί να έχουν κυκλοφορήσει δεκαετίες ή αιώνες πριν, έχουν όμως τη μαγική ιδιότητα να καταγράφουν, εξηγούν και ερμηνεύουν τη ζωή μας για πάντα. Γιατί επί της ουσίας ο άνθρωπος όσο κι αν εξελίσσεται παραμένει βαθιά μέσα του ο ίδιος: ένα πλάσμα δέσμιο των ενστίκτων. Μια υστερική μαϊμού που προσπαθεί να βουτήξει την καρύδα από τα χέρια μιας άλλης. Όσο Μπαχ κι αν ακούσουμε, ακόμα κι αν φορέσουμε τα πιο ακριβά αρώματα, χτίσουμε φουτουριστικές πόλεις, κλωνοποιήσουμε πρόβατα, κατσίκες ή κάμπιες, κι αν καταφέρουμε τελικά να μετοικίσουμε για να σωθούμε σε άλλους πλανήτες, θα είμαστε στον αιώνα τον άπαντα παράφρονες θνητοί που παριστάνουν τους Θεούς. Μωροφιλόδοξοι μέχρι τελικής πτώσης.
Ευτυχώς μέσα στη γενικευμένη τρέλα υπάρχουν κι οι ποιητές για να φρενάρουν με τις λέξεις το ξεχαρβαλωμένο όχημα που έχουμε καβαλήσει οι υπόλοιποι και τρέχουμε, προσκυνώντας ψεύτικους θεούς και δαίμονες. Σε μια κούρσα που οδηγεί στον γκρεμό, από την οποία δεν παραιτούμαστε επ' ουδενί, ακόμα κι αν ξέρουμε πως είναι εντελώς μάταιη.
Σαν τους ήρωες στον Καλιγούλα του Καμύ κατρακυλάμε, δηλητηριαζόμαστε από την εξουσία μα φλερτάρουμε μαζί της σαν θαμπωμένες πεταλούδες γύρω από τη λάμπα, υποκρινόμαστε για να επιβιώσουμε, φοβόμαστε και γλείφουμε το χέρι που μας χτύπησε, θυσιάζουμε τον διπλανό προκειμένου να μην διαταράξουμε την ησυχία μας. (Οι ψύχραιμοι λένε πως δεν συμφέρει να εισβάλει η Δύση στη Λιβύη και να σταματήσει το μακελειό, γιατί αυτό θα έχει ολέθριες συνέπειες στην τιμή του πετρελαίου. Ας θυσιαστούν λοιπόν ακόμα μερικές χιλιάδες άνθρωποι για το καλό της παγκόσμιας οικονομίας).
Το θεατρικό έργο είναι εμπνευσμένο από ιστορικά γεγονότα. Περιγράφει τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Γαΐου Ιουλίου Καίσαρα Αυγούστου Γερμανικού (31 Αυγούστου 12 μΧ – 24 Ιανουαρίου 41 μΧ) ή πιο γνωστού ως Καλιγούλα (παρωνύμιο που του έμεινε από την παιδική του ηλικία επειδή φορούσε στρατιωτικά σανδάλια). Γράφτηκε το 1938 και ξαναδουλεύτηκε το 1945 αλλά και το 1958. Παρόλα αυτά ερμηνεύει τον άνθρωπο με χειρουργική ακρίβεια, σαν να γράφτηκε σήμερα. Ο Καμύ, όπως διάβασα στην εισαγωγή του βιβλίου από τις εκδόσεις Κατσάνος την οποία υπογράφει ο Άγγλος θεατρολόγος Τζον Κρουίκσανκ, «δεν είχε στόχο να μελετήσει την ψυχολογία ενός ανθρωπόμορφου κτήνους αλλά να διερευνήσει τις συνέπειες της υιοθέτησης μιας μηδενιστικής στάσης». Η ιστορία δεν αφορά μόνο τον παραλογισμό του ψυχοπαθούς αυτοκράτορα, αλλά και την υποκρισία της διεφθαρμένης αυλής του και του απαθούς λαού του. Γιατί κάθε λαός έχει τον ηγέτη που του αξίζει. Κι αν δεν του αξίζει οφείλει να τον αποβάλει από τη σάρκα του σαν ξένο επιζήμιο σώμα.
Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία ο Καλιγούλας, ο οποίος έγινε αυτοκράτορας στα εικοσιπέντε του χρόνια, το πρώτο διάστημα ήταν δίκαιος και προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις που ανέβασαν τη δημοτικότητά του στα ύψη. Όμως ο αιφνίδιος θάνατος της αδερφής του Δρουσίλας, με την οποία ήταν ερωτευμένος, του άνοιξε το παράθυρο στο παράλογο. Στην πρώτη πράξη, ο Καμύ, δείχνει τον Καλιγούλα ταλαιπωρημένο να επιστρέφει στο παλάτι μετά από μια εξαντλητική αναζήτηση του φεγγαριού, δηλαδή του ανέφικτου.
ΕΛΙΚΩΝ: Καλημέρα Γάιε.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Σα να μη συμβαίνει τίποτα) Καλημέρα Ελίκων.
ΕΛΙΚΩΝ: Φαίνεσαι κουρασμένος.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Περπάτησα πολύ.
ΕΛΙΚΩΝ: Ναι, έλειψες κάμποσο.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Ήτανε δύσκολο να το βρω.
ΕΛΙΚΩΝ: Να βρεις τι;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Αυτό που γύρευα.
ΕΛΙΚΩΝ: Τι γύρευες;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Στον ίδιο τόνο, σα να μη συμβαίνει τίποτα) Το φεγγάρι.
ΕΛΙΚΩΝ: Τι;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Ναι, γύρευα το φεγγάρι.
ΕΛΙΚΩΝ: Α! (Σιωπή. Ο Ελίκων πλησιάζει τον Καλιγούλα) Για να το κάνεις τι;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Να σου πω... Είναι από τα πράγματα που δεν έχω.
ΕΛΙΚΩΝ: Καταλαβαίνω. Και τώρα τα κατάφερες;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Όχι, δεν μπόρεσα να το αποκτήσω.
ΕΛΙΚΩΝ: Λυπηρό αυτό.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Ναι και γι' αυτό είμαι κουρασμένος. (δεν μιλά για λίγο. Έπειτα λέει) Ελίκων!
ΕΛΙΚΩΝ: Ναι, Γάιε.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Νομίζεις ότι είμαι τρελός.
ΕΛΙΚΩΝ: Το ξέρεις καλά ότι δεν σκέφτομαι ποτέ. Παραείμαι έξυπνος για να σκέφτομαι.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Ναι. Τέλος πάντων! Κι όμως, τρελός δεν είμαι, και ποτέ μου δεν ήμουν περισσότερο λογικός απ' όσο τώρα. Απλώς, αισθάνθηκα άξαφνα την ανάγκη ν' αποκτήσω το αδύνατο. (Μένει για λίγο σιωπηλός). Τα πράγματα όπως είναι, δε μου φαίνονται ικανοποιητικά.
ΕΛΙΚΩΝ: Την άποψή σου συμμερίζονται πολλοί.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Δίκιο έχεις. Παλιότερα, όμως, δεν το ήξερα. Τώρα, ξέρω. (Συνεχίζει στον ίδιο τόνο σαν να μη συμβαίνει τίποτα). Ο κόσμος αυτός όπως τον έχουν κάνει, είναι ανυπόφορος. Για τούτο κι έχω ανάγκη ν ' αποκτήσω το φεγγάρι, ή την ευτυχία, ή την αθανασία, κάτι που μπορεί να φαίνεται τρελό, μα που δεν είναι τούτου του κόσμου.
ΕΛΙΚΩΝ: Το επιχείρημά σου έχει συνοχή. Γενικά, όμως, δεν το φτάνουν μέχρι το τέλος του.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Σηκώνεται όρθιος, εξακολουθεί να μιλάει ήρεμα). Εδώ, πέφτεις έξω. Τίποτα δεν έχει κατορθωθεί στο παρελθόν, γιατί κανένας δεν προχωρούσε τις ιδέες του μέχρι το τέλος. Ίσως, όμως, ν΄ αρκεί να μείνεις συνεπής μέχρι το τέλος. Ξέρω τι σκέφτεσαι. Μεγάλο κακό για μια γυναίκα που πέθανε! Δεν είναι έτσι, όμως. Είναι αλήθεια, νομίζω, πως θυμάμαι να πέθανε μια γυναίκα που αγαπούσα πριν από λίγες μέρες. Τι είναι, άραγε, ο έρωτας; Μικροπράγματα. Σου ορκίζομαι ότι ο θάνατός της δεν σημαίνει τίποτα. Είναι μονάχα το δείγμα μιας αλήθειας που κάνει απαραίτητο για μένα το φεγγάρι. Είναι μια αλήθεια απλούστατη και ολοφάνερη, ίσως λιγάκι ανόητη, δυσεύρετη όμως και δυσβάσταχτη.
ΕΛΙΚΩΝ: Ποια είναι αυτή η αλήθεια;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Με μάτια στραμμένα αλλού και φωνή άχρωμη). Οι άνθρωποι πεθαίνουν, και δεν είναι ευτυχισμένοι.
ΕΛΙΚΩΝ: (Αφού μένει για λίγο αμίλητος) Ηρέμησε, Γάιε, πρόκειται για μιαν αλήθεια με την οποία συμφιλιώνονται εύκολα οι άνθρωποι . Κοίταξε μόνο γύρω σου. Δεν τους εμποδίζει αυτό ν' απολαμβάνουν το γεύμα τους.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Αγριεύει άξαφνα). Αυτό, αποδεικνύει όλο κι όλο ότι με περιτριγυρίζει το ψέμα, ενώ εγώ θέλω να ζω μες στην αλήθεια! Και έχω τα μέσα να τους κάνω να ζήσουν μες στην αλήθεια. Γιατί ξέρω τι τους λείπει Ελίκων. Δεν έχουν γνώση και τους λείπει ένας δάσκαλος που να ξέρει για τι μιλάει.
ΕΛΙΚΩΝ: Μην προσβληθείς, Γάιε, απ' αυτό που θα σου πω. Θα 'πρεπε, όμως, πρώτα να ξεκουραστείς λιγάκι.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Κάθεται πάλι, και η φωνή του ξαναγίνεται ήρεμη). Αυτό δεν είναι δυνατόν, Ελίκων, αυτό δεν θα 'ναι ποτέ πια δυνατόν.
ΕΛΙΚΩΝ: Γιατί;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Αν κοιμηθώ, ποιος θα μου δώσει το φεγγάρι;
ΕΛΙΚΩΝ: (Αφού μένει για λίγο αμίλητος) Σωστό κι αυτό.
Ο Καμύ, κατά τον θεατρολόγο Τζον Κρουίκσανκ, «πήρε το υλικό του κατευθείαν από το έργο του Σουητώνιου Οι Βίοι των Καισάρων (εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης) και υποστήριξε ότι έμεινε πιστός στα όσα λέει ο λατίνος ιστορικός». Όμως στο θεατρικό έργο του ο Γαλλοαλγερινός νομπελίστας προσδίδει στον Καλιγούλα ένα ποιητικό υπόβαθρο που ιστορικά δεν αποδεικνύεται. Ο Καλιγούλας του Καμύ είναι ένα πλάσμα που βαδίζει στην τρέλα, αλλά γνωρίζει τι κάνει. Τιμωρεί τη μανία των αυλικών του για το χρήμα, τους εξευτελίζει για να αποδείξει την ποταπότητα των κινήτρων τους. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην όγδοη σκηνή της πρώτης πράξης όπου ο Ταμίας του Δημόσιου Ταμείου της Αυτοκρατορίας τον πιέζει να δει τα οικονομικά στοιχεία:
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Κάθεται κοντά στην Καισονία). Άκου με προσοχή. Στάδιο πρώτο: όλοι οι πατρίκιοι, όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας που έχουν περιουσία -ανεξάρτητα από το αν η περιουσία τους είναι μικρή ή μεγάλη- οφείλουν υποχρεωτικά ν' αποκληρώσουν τα παιδιά τους και να κάνουν διαθήκη, με την οποία θ' αφήνουν την περιουσία τους στο κράτος.
ΤΑΜΙΑΣ: Μα, Καίσαρ...
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Δεν σου έδωσα ακόμα το λόγο. Ανάλογα με τις ανάγκες μας, θα θανατώνουμε αυτά τα πρόσωπα με μια σειρά που θα την εγκαθιδρύουμε αυθαίρετα. Αν χρειαστεί, θα μπορούμε να παραβιάζουμε, αυθαίρετα φυσικά, αυτή τη σειρά. Και θα κληρονομούμε εμείς.
ΚΑΙΣΙΟΝΙΑ: (Ξεφεύγει από το αγκάλιασμά του). Τί σ' έπιασε;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Ατάραχος). Η σειρά με την οποία θα γίνουν οι εκτελέσεις, δεν έχει στην πραγματικότητα καμία σημασία. Ή μάλλον, όλες αυτές οι εκτελέσεις έχουν ίση σπουδαιότητα, πράγμα από το οποίο έπεται ότι καμιά τους δεν έχει καμία σπουδαιότητα. Εξάλλου, όλοι τους είναι εξίσου ένοχοι. Σημειώστε, ακόμα, ότι το να κλέβεις άμεσα τους πολίτες δεν είναι πιο ανήθικο από το να επιβάλλεις έμμεσους φόρους που κάνουν πιο ακριβά τα είδη πρώτης ανάγκης. Το να κυβερνάς, σημαίνει να κλέβεις -κι αυτό το ξέρει όλος ο κόσμος. Σημασία, όμως, έχει ο τρόπος που το κάνεις. Εγώ, σκοπεύω να κλέβω ανοιχτά. Κι αυτό θα σας ξυπνήσει λιγάκι. (Στον ταμία, επιτακτικά). Θα εκτελέσεις αμέσως χωρίς χρονοτριβή, τις διαταγές αυτές. Τις διαθήκες θα τις υπογράψουν απόψε οι κάτοικοι της Ρώμης, ενώ οι κάτοικοι των πιο μακρινών επαρχιών έχουν ενός μηνός διορία. Στείλε αμέσως τους κήρυκες...
ΤΑΜΙΑΣ: Καίσαρ, δεν παίρνεις υπόψη σου...
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Άνοιξε καλά τ΄αυτιά σου, ηλίθιε. Αν είναι σπουδαίο το Δημόσιο Ταμείο, τότε δεν είναι σπουδαία η ανθρώπινη ζωή. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Όλοι όσοι σκέφτονται σαν κι εσένα πρέπει να δεχτούν για πειστικό αυτό το επιχείρημα, και να υπολογίζουν τη ζωή τους σαν ένα τίποτα εφόσον μετράνε την περιουσία τους για το παν. Στο μεταξύ, εγώ έχω πάρει την απόφαση να είμαι λογικός και, αφού κατέχω την εξουσία, θα δείτε τι θα σας κοστίσει η λογική. Θα εξολοθρεύσω τόσο εκείνους που αντιφάσκουν, όσο και τις αντιφάσεις τις ίδιες. Και θ' αρχίσω από σένα αν χρειαστεί.
ΤΑΜΙΑΣ: Καίσαρ, σου ορκίζομαι ότι μπορείς να βασίζεσαι στην καλή μου θέληση.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Και συ στη δική μου, να είσαι απόλυτα σίγουρος. Απόδειξη γι αυτό είναι το ότι δέχτηκα την άποψή σου, και σκέφτομαι πώς να ωφελήσω το Δημόσιο Ταμείο. Κοντολογίς, πρέπει να μου πεις «ευχαριστώ» γιατί μπαίνω στο δικό σου παιχνίδι και παίζω με τα δικά σου χαρτιά. (Σωπαίνει για λίγο, και εξακολουθεί ήρεμα). Εξάλλου, το σχέδιό μου, εξαιτίας της απλότητάς του, μπορεί να θεωρηθεί μεγαλοφυές – πράγμα που κλείνει τη συζήτηση. Σου δίνω τρία δευτερόλεπτα για να χαθείς από τα μάτια μου. Ένα... (ο ταμίας φεύγει τρέχοντας).
Στην πραγματικότητα, όμως τα γεγονότα δεν ήταν καθόλου έτσι, τουλάχιστον όχι ως προς το λόγο για τον οποίο συνέβαιναν. Τα κίνητρα του αληθινού Καλιγούλα δεν ήταν ιδεολογικά, όπως αυτά του ήρωα του Καμύ, ο οποίος προσπάθησε να εφαρμόσει στην αυτοκρατορία του το μηδενισμό ως απάντηση στην υποκρισία και τον παραλογισμό του κόσμου. Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, ο αληθινός Καλιγούλας απλά ήταν ένας ψυχοπαθής, φρικτά παραδόπιστος και διεφθαρμένος άνθρωπος που δυστυχώς βρέθηκε στο τιμόνι μιας αυτοκρατορίας ελέγχοντας τις τύχες εκατομμυρίων υπηκόων: Λέγεται, ότι έτρεχε αλαλάζοντας μέσα στους διαδρόμους του παλατιού κάθε φορά που έπεφτε ένας κεραυνός και ζητούσε σε όποιον έβλεπε μπροστά του να τον σώσει. Ή ότι κυλιόταν γυμνός πάνω σε χρυσά νομίσματα, σκότωνε χωρίς λόγο επειδή απλά του περνούσε η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να τον υπονόμευε, συμμετείχε σε σεξουαλικά όργια ακόμα και με τις αδερφές του, απαιτούσε από τους Πατρίκιους (ευγενείς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) να του κληροδοτούν την περιουσία τους, τους εξευτέλιζε βάζοντάς τους να κάθονται στα τέσσερα σαν τραπεζάκι για να ακουμπήσει το πιάτο του πάνω στην πλάτη τους, τους έβαζε να τρέχουν πίσω από το άρμα του, βασάνιζε τα παιδιά τους και τους ανάγκαζε να κοιτούν.
Διεστραμμένες, άρρωστες προσωπικότητες σαν τον Καλιγούλα έχουν περάσει πολλές από την ιστορία του κόσμου. Με άλλοθι ότι οραματίζονται ένα αύριο καλύτερο ή ότι θέλουν να σώσουν το λαό τους: πατούν τη σκανδάλη και πυροβολούν ακόμα και εναντίον όσων τάχα προστατεύουν.
Μικροί Καλιγούλες όμως, περνάνε καθημερινά κι από τις ζωές όλων μας μέσα σε εταιρείες, σε οικογένειες, σε μικρο-ομάδες: οπουδήποτε υπάρχει ένα σύστημα αξιών που παρέχει εξουσία σε έναν άνθρωπο. Εξουσία που διαφθείρει. Η οποία εύκολα ξετρυπώνει μέσα στον καθέναν έναν Καλιγούλα. Όμως όπου υπάρχει ένας Καλιγούλας υπάρχει και το αντίστοιχο εύφορο έδαφος για να φυτρώσει: όλοι εμείς που ανεχόμαστε τους Καλιγούλες ή όλοι αυτοί που ανέχονται εμάς όταν ξυπνά μέσα μας η εξουσιομανία. It takes two to tango... Ο σαδιστής δεν θα υπήρχε χωρίς τον μαζοχιστή.
Όταν πρόκειται δε για πιο μαζικό επίπεδο, στην κοινωνία, ακόμα πιο εύκολα γιγαντώνεται το τέρας.
Ο Καλιγούλας της εποχής μας είναι το χρήμα. Η αυτοκρατορία μας είναι το διεθνές οικονομικό μας σύστημα. Οι Πατρίκιοι είναι οι διεφθαρμένοι πολιτικοί μας και οι διαπλοκές τους με επιχειρηματίες-αρπαχτικά. Και όλοι εμείς οι στυλοβάτες που στηρίζουμε το οικοδόμημα που έχουν φτιάξει στις πλάτες μας. Σύγχρονοι δούλοι, δέσμιοι των χρεών μας στις τράπεζες, στα καταναλωτικά δάνεια για να αγοράσουμε καφετιέρα που φτιάχνει ιταλικό εσπρέσο, στα διακοποδάνεια για να πάμε στις Μαλδίβες με δανεικά. Θύματα του Καλιγούλα, τον οποίο προσκυνάμε κι ας μην είναι αληθινός Θεός, αλλά χάρτινος. Κι αυτό, δεν λέγεται από καιρό Καπιταλισμός, αλλά άκρατος Παραλογισμός. Τον οποίο υπηρετούμε με μανία. Ας μη ζητάμε λοιπόν και τα ρέστα, γιατί κατά βάθος τρέμουμε, σαν τους ήρωες του Καμύ, να μην χάσουμε αυτή την τρέλα, ακόμα κι αν υποφέρουμε από τα βασανιστήρια της.