Τώρα όλοι μπορούν να βοηθήσουν τα αδέσποτα, απλά ξεκαθαρίζοντας τη βιβλιοθήκη τους! Το φιλοζωικό σωματείο Αδεσποτολόγιο, διοργανώνει το επόμενο Σαββατοκύριακο 2 και 3 Απριλίου, παζάρι με βιβλία και μικροαντικείμενα, τα έσοδα του οποίου θα διατεθούν για τη δράση του.


Ρίξτε μια ματιά λοιπόν στα βιβλία που έχετε διαβάσει, επιλέξτε κάποιο που είναι σε καλή κατάσταση αλλά δεν το θέλετε πια ή διαλέξτε οποιοδήποτε άλλο μικροαντικείμενο (όπως κόσμημα ή διακοσμητικό που δεν το χρειάζεστε) και επικοινωνήστε με το adespotakia@gmail.com για να τα παραλάβουν οι εθελοντές του Αδεσποτολογίου. Όσοι θέλουν απλά να πάνε στο παζάρι για να αγοράσουν δώρα βοηθώντας τα αδέσποτα, μπορούν να επισκεφθούν από τις 11 το πρωΐ έως τις 7 το απόγευμα την αίθουσα εκδηλώσεων Liquimar TankersManagment, Αλωπεκής 1-3 και Ηροδότου στο Κολωνάκι.
Το Αδεσποτολόγιο ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2008, σαν μια ολιγομελής παρέα με αγάπη για τα ζώα που ζουν στο δρόμο, ενώ από το Σεπτέμβριο του 2010 ξεκίνησε την λειτουργία του και σαν σωματείο. Μαζί τους ξεκίνησε και ένα blog, το www.adespotologio.blogspot.com, με σκοπό να ευαισθητοποιήσει περισσότερο κόσμο να κάνει κάτι για τα αδέσποτα της γειτονιάς του. Προτεραιότητες του σωματείου είναι: Η στείρωση των ζωών και η υιοθεσία τους, η ενθάρρυνση του κόσμου να υιοθετήσει ένα αδέσποτο ζωάκι που ζει στο δρόμο παρά να αγοράσει κάποιο. Επίσης η ομάδα του Αδεσποτολογίου φροντίζει καθημερινά, ταΐζοντας, παρέχοντας ιατρική φροντίδα και στειρώνοντας, δεκάδες αποικίες αδέσποτων ζώων σε όλη την Αθήνα. Όποιος θέλει να βοηθήσει είτε μεταφέροντας κάποιο ζώο με αυτοκίνητο προς κτηνιάτρους ή σπίτια υιοθεσίας, είτε φιλοξενώντας ένα αδέσποτο μέχρι να βρει σπίτι, μπορεί να στείλει e-mail στο adespotakia@gmail.com. Για περισσότερες πληροφορίες ή και για ζωάκια που δίνονται για υιοθεσία μπορείτε να επισκευθείτε και το www.adespotologio.gr

Αναδημοσίευση από το site www.enet.gr της εφημερίδας Ελευθεροτυπία. 

ΒΙΒΛΙΟ: Μετά το σεισμό
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Χαρούκι Μουρακάμι
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Ωκεανίδα

Ο Χαρούκι Μουρακάμι είναι χωρίς υπερβολές ο μοναδικός εν ζωή συγγραφέας που με σιγουριά πιστεύω ότι είναι ήδη κλασικός. Δεν αφηγείται απλώς παράξενες ιστορίες, είναι ένας μύστης. Λέξη τη λέξη σε εισάγει σε έναν κόσμο όπου όλα είναι δυνατά: τα όνειρα μπλέκονται με την πραγματικότητα, ο ρεαλισμός με το σουρεαλισμό. Το μεγάλο ατού που διαθέτει είναι η γλώσσα. Το ύφος. Η απόλυτη απλότητα. Ακόμα κι όταν μιλά για τα πιο παράδοξα πράγματα.
Στο «Κουρδιστό πουλί» (εκδ. Ωκεανίδα), φερειπείν, τη μια στιγμή βλέπεις τον Τόρου Οκάντα να περνά με την ηλεκτρική σκούπα όλο το σπίτι και να μαγειρεύει ακούγοντας την Κλέφτρα Κίσσα στο ραδιόφωνο και λίγο μετά βρίσκεται καθισμένος στον πάτο ενός άδειου πηγαδιού, με ένα ματωμένο μπαστούνι του μπέιζμπολ αγκαλιά, να αναζητά απαντήσεις για τη μυστηριώδη εξαφάνιση της γυναίκας του.
Φυσικά, όπως οι περισσότεροι, χρωστάω τη μύησή μου στον κόσμο του Χαρούκι Μουρακάμι στον Librofilo ο οποίος έκαμψε κάθε δισταγμό που είχα. Πολλές φορές στα βιβλιοπωλεία έπιανα το ογκώδες «Κουρδιστό Πουλί», διάβαζα σκόρπιες φράσεις και τρομαγμένος από τις 892 σελίδες του το άφηνα πίσω. Μέχρι που διάβασα τις ακόλουθες φράσεις στο blog του librofilo: «Το διάβασμα του Κουρδιστού Πουλιού είναι μια συγκλονιστική εμπειρία, διότι το βιβλίο σε ακολουθεί (ακόμα και) κατά τη διάρκεια των ωρών που δεν το διαβάζεις. Το αφήνεις και κάνεις κάτι άλλο και τρέχεις να το ξαναπιάσεις να διαβάσεις παρακάτω-και παρακάτω-και παρακάτω. Είναι από τις ελάχιστες φορές στην ζωή μου που μου έχει συμβεί αυτό, φαντάζομαι δε ότι η εμπειρία της ανάγνωσης αυτού του πραγματικού αριστουργήματος θα ήταν μεγαλύτερη εάν η μετάφραση είχε γίνει από τα Ιαπωνικά και όχι από τα Αγγλικά».
Όσες μέρες κράτησε η ανάγνωση αυτού του παράξενου μυθιστορήματος, όλα έρχονταν, κυριολεκτικά, σε δεύτερη μοίρα. Πήγαινα στο γραφείο και ανυπομονούσα να γυρίσω σπίτι για να το συνεχίσω. Δεν μίλαγα στα τηλέφωνα, δεν έμπαινα στο διαδίκτυο, δεν έβγαινα έξω. Είχα κλειστεί μέσα και διάβαζα. Οι γρίφοι του ακόμα και σήμερα με στοιχειώνουν. Καμιά φορά, τόσα χρόνια μετά, κάθομαι και σκέφτομαι πιθανά σενάρια, ψάχνω ακόμα απαντήσεις και κρυμμένα μηνύματα.
Παρόλα αυτά, το βιβλίο του «Μετά το σεισμό» που εκδόθηκε στα ελληνικά πέρυσι, δίσταζα να το ξεκινήσω. Ο τίτλος με απέτρεπε. Πίστευα πως θα ερχόμουν αντιμέτωπος με πολύ δυσάρεστες εικόνες, σαν αυτές που είδαμε δύο εβδομάδες πριν στη Φουκουσίμα.
Μετά το τσουνάμι, συγκλονισμένος από τη σουρεαλιστική εικόνα εκείνου του πλοίου που ταξίδευε μέσα στην πόλη ανάμεσα σε μισοβυθισμένα σπίτια και πολυκατοικίες, ξεκίνησα επιφυλακτικά, από περιέργεια, την πρώτη ιστορία. Αυτό ήταν. Μέσα σε τρεις ώρες διάβασα ολόκληρο το βιβλίο.
Σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων ο Ιάπωνας συγγραφέας αφηγείται έξι διαφορετικές ιστορίες που συνέβησαν λίγο μετά τον καταστροφικό σεισμό στην Κόμπε, την έκτη μεγαλύτερη πόλη της Ιαπωνίας με ενάμιση εκατομμύριο κατοίκους, στις 17 Ιανουαρίου του 1995. Μέσα σε είκοσι δύο δευτερόλεπτα, η ισχυρή δόνηση των 7,2 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ, προκάλεσε το θάνατο 6.434 ανθρώπων, αφού ισοπέδωσε σχεδόν τη μισή πόλη. Γέφυρες έπεσαν, αυτοκινητόδρομοι άνοιξαν στα δύο, ολόκληρα οικοδομικά τετράγωνα κατέρρευσαν. Όλα αυτά στο βιβλίο περιγράφονται φευγαλέα, στις συζητήσεις των ηρώων ή στα ρεπορτάζ που παρακολουθούν στην τηλεόραση. Η λέξη-κλειδί στον τίτλο (της ελληνικής έκδοσης) δεν είναι ο «σεισμός», αλλά το «μετά». Διότι εκεί κρύβεται η ελπίδα μιας νέας αρχής. Τα πρόσωπα στις έξι ιστορίες δεν έχουν άμεση σχέση με το σεισμό. Δεν ήταν στην Κόμπε και δεν βίωσαν από κοντά τον τρόμο. Παρακολούθησαν τα γεγονότα από τις εφημερίδες και την τηλεόραση. Κι όμως όλοι άλλαξαν τη ζωή τους εντελώς λίγες ημέρες ή εβδομάδες μετά την ισχυρή δόνηση. Είναι λες και αυτό το τραγικό γεγονός που συνέβη δίπλα τους, μα όχι στους ίδιους, έγινε ο καταλύτης να πάρουν τη ζωή τους αλλιώς. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν πιο κοντά στην αληθινή τους φύση εξαιτίας του σεισμού. Λες και η μετακίνηση στις πλάκες, βαθιά στα έγκατα της Γης, κάτι άλλαξε μέσα τους. Μετακίνησε όσα τους εμπόδιζαν να εξελιχθούν, γκρέμισε τις αναστολές και τα αναχώματα που μόνοι είχαν χτίσει περιορίζοντας το οπτικό τους πεδίο.
Στο διήγημα «Ούφο στο Κουσίρο» μια γυναίκα που επί «πέντε ημέρες ήταν στημένη μπροστά στην τηλεόραση, με βλέμμα καρφωμένο σε διαλυμένες τράπεζες και νοσοκομεία, ολόκληρα εμπορικά τετράγωνα στις φλόγες, σιδηροδρομικές γραμμές και λεωφόρους κομμένες στα δύο» παίρνει την απόφαση να εγκαταλείψει τον άντρα της οριστικά και αμετάκλητα γιατί ανακάλυψε ότι το χάσμα που τους χώριζε ήταν πλέον αγεφύρωτο. Στο «Τοπίο με σίδερο ρούχων» μια άλλη γυναίκα βρίσκει την τρυφερότητα στην αγκαλιά ενός σιωπηλού άντρα που ανάβει με ξύλα που ξέβρασε η θάλασσα φωτιές στην παραλία αναζητώντας την κρυμμένη μαγεία του κόσμου.
    «Ήταν η πρώτη φορά που η Τζούνκο ένιωσε “κάτι” κοιτώντας τις φλόγες μιας φωτιάς: “κάτι” βαθιά μέσα της, ένα “κουβάρι” από συναισθήματα, θα το 'λεγε, γιατί ήταν πολύ ακατέργαστο, πολύ βαρύ, πολύ πηγαίο για να πάρει μορφή στο μυαλό της. Διαπέρασε το κορμί της κι εξαφανίστηκε, αφήνοντας πίσω ένα παράξενο, γλυκόπικρο συναίσθημα που της έσφιγγε το στήθος. Για αρκετή ώρα αφότου χάθηκε, ένιωθε μια ανατριχίλα στα μπράτσα.
    “Πες μου κύριε Μιγιάκε, όταν βλέπεις τα σχήματα που παίρνει η φωτιά, δεν αισθάνεσαι κάπως παράξενα;”
    “Τι εννοείς;”
    “Δεν ξέρω. Είναι σαν να βλέπεις ξαφνικά πεντακάθαρα κάτι που για τον πολύ κόσμο περνάει απαρατήρητο στην καθημερινή ζωή. Δεν ξέρω πώς να το εκφράσω, δεν είμαι αρκετά έξυπνη, αλλά καθώς κοιτάζω τώρα τη φωτιά, νιώθω κάτι βαθύ, κάτι να με ηρεμεί”.
    Ο Μιγιάκε σκέφτηκε για λίγο τα λόγια της. “Ξέρεις Τζουν”, είπε, “η φωτιά παίρνει όποιο σχήμα θέλει. Είν' ελεύθερη. Έτσι μπορεί να μοιάζει μ' οτιδήποτε, ανάλογα με το τι έχει μέσα τους αυτός που την κοιτάζει. Αν την κοιτάς και νιώθεις κάτι βαθύ, κάτι να σε ηρεμεί, είναι επειδή η φωτιά σού δείχνει το βαθύ και ήρεμο εαυτό που έχεις μέσα σου. Καταλαβαίνεις τις εννοώς;”».
Στην ιστορία «Όλα τα παιδιά του Θεού μπορούν να χορέψουν» ένα νεαρό αγόρι αγνώστου πατρός ακολουθεί σε όλη την πόλη έναν ξένο άντρα γιατί πιστεύει ότι αυτός είναι ο πατέρας του. Στην «Ταϊλάνδη» μια διακεκριμένη γιατρός ενώ βρίσκεται σε διακοπές σε ένα πολυτελές resort ανακαλύπτει ότι μέσα στην καρδιά της κουβαλά μια πέτρα από την οποία πρέπει να απελευθερωθεί. Στο «Σούπερ Βάτραχος σώζει το Τόκιο» ένας συνηθισμένος υπάλληλος τράπεζας προσπαθεί μαζί με έναν γιγαντιαίο βάτραχο να νικήσουν το σκουλήκι που θα προκαλέσει έναν μεγάλο σεισμό στην πρωτεύουσα. Και, τέλος, στην συγκλονιστική «Μελόπιτα» ένας άντρας αναζητά το θάρρος να εξομολογηθεί τον έρωτά του στην κολλητή του φίλη με την οποία ήταν ερωτευμένος από τα φοιτητικά τους χρόνια.
Σε αυτή τη συλλογή διηγημάτων ο Μουρακάμι μιλά για την αλήθεια που παραμονεύει. Που περιμένει να την ανακαλύψουμε και αργά ή γρήγορα να τη βρούμε. Για να ανθίσει η ζωή ξανά. Για να σταθούμε στα πόδια μας μετά από ένα δυνατό χτύπημα. Για να μας δώσει την ώθηση να συνεχίσουμε και γιατί όχι να διορθώσουμε τα στραβά. Είναι ένα βαθιά αισιόδοξο βιβλίο που μιλά για τη δύναμη που κρύβουμε μέσα μας.
Ακόμα, μιλά για τους ανθρώπους πίσω από τους αριθμούς. Για τις μικρές ιστορίες που κρύβονται στη ζωή του καθενός, όσο μακριά κι αν βρίσκεται. Για την φρίκη, την απόλυτη εκμηδένιση μιας ψυχής όταν καταχωρείται σε μια λίστα θυμάτων.
Ίσως γι' αυτό ο συγγραφέας να επέλεξε για να προλογίσει το βιβλίο το διάλογο από την ταινία «Ο τρελός Πιέρο» του Ζαν-Λικ Γκοντάρ:
ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ: ...φρουρά ήδη αποδεκατισμένη από τους Βιετκόνγκ, οι οποίοι έχασαν 115 άντρες...
ΓΥΝΑΙΚΑ: Είναι φρικτό, δεν είναι; Είναι τόσο ανώνυμο.
ΑΝΤΡΑΣ: Ποιο;
ΓΥΝΑΙΚΑ: Λένε 115 αντάρτες, όμως αυτό δεν σημαίνει τίποτα, γιατί δεν ξέρουμε τίποτα γι' αυτούς τους ανθρώπους, ποιοι είναι, αν αγαπάνε κάποια γυναίκα, αν έχουν παιδιά, αν προτιμούν τον κινηματογράφο απ' το θέατρο. Δεν ξέρουμε τίποτα. Απλώς λένε... 115 νεκροί.
Τα διηγήματα αυτά είναι συγκλονιστικά: το ένα καλύτερο από το άλλο. Αισθαντικά, αληθινά, εντελώς διαφορετικά από όσα γράφει συνήθως ο Μουρακάμι. Εδώ δεν υπάρχει το μεταφυσικό στοιχείο που χαρακτηρίζει τα κείμενά του. Όπως είχε δηλώσει και ο ίδιος σε συνέντευξή του που προηγείται αυτών των διηγημάτων: «Θέλω να γράψω ιστορίες διαφορετικές από αυτές που έγραφα μέχρι τώρα, θέλω να γράψω γι' ανθρώπους που ονειρεύονται και περιμένουν να τελειώσει η νύχτα, που λαχταρούν το φως για ν' αγκαλιάσουν αυτούς που αγαπούν».



Πιο μικρός ήθελα τα βιβλία να είναι μόνο δικά μου. Να τα διαβάζω και να μπορώ να επιστρέψω σ' αυτά, όπως επιστρέφεις ξανά σε έναν παλιό έρωτα, όπως επιστρέφεις στις αναμνήσεις. Υπογράμμιζα τα σημεία που «έγραφαν» μέσα μου πιο δυνατά, τις φράσεις που ήθελα να κρατήσω. Σημείωνα στην πρώτη σελίδα, τη λευκή, το σελιδοδείκτη και μια λέξη-κλειδί για να θυμάμαι μετά από καιρό πού θα βρω τι.
Μεγαλώνοντας, χαλάρωσα. Έμαθα δυστυχώς, όχι εύκολα, πως ότι υπάρχει γύρω μας είναι εφήμερο. Όπως άλλωστε κι εμείς. Και ότι όσο πιο βαθιά και συνειδητά ζήσουμε κάτι, τόσο πιο δικό μας είναι. Δεν χρειάζεται να το έχουμε για να μας ανήκει για πάντα.
Διαβάτες που απολαμβάνουν τη νύχτα είμαστε. Περαστικοί. Χρειαζόμαστε το άρωμα των γιασεμιών που ανθίζουν σε μια γωνιά, το υγρό βλέμμα ενός άλλου πλάσματος που περπατά πλάι μας ή τις αντανακλάσεις του φεγγαριού στις λασπωμένες λακκούβες του δρόμου για να νιώσουμε πιο ανθρώπινοι. Μικρές λεπτομέρειες για να συνθέσουμε μια σπασμένη εικόνα, μια ανάμνηση. Πώς αλλιώς να κρατήσεις ένα βράδυ μέσα σου, αν δεν το ζήσεις με όλες σου τις αισθήσεις σε εγρήγορση; Αν προσπεράσεις βιαστικά, τυλιγμένος στο παλτό σου, κρυμμένος στο μισοσηκωμένο σου γιακά, χωρίς να δεις, χωρίς να αισθανθείς, το βράδυ θα είναι μια απλή ημερομηνία στο ημερολόγιο, δεν θα γίνει ποτέ δικό σου. Αν δεν μπορείς να το θυμηθείς για το διηγηθείς στους άλλους ή σε σένα τον ίδιο, δεν σου ανήκει.
Το ίδιο πιστεύω πια και για τα βιβλία. Τα τελευταία χρόνια μού αρέσει να τα αφήνω να ταξιδεύουν, από φίλο σε φίλο, από κομοδίνο σε κομοδίνο, σαν χάρτινες βάρκες που σεργιανίζουν σε μια θάλασσα από λέξεις. Στο γραφείο, όπου είμαστε ευτυχώς πολλοί βιβλιόφιλοι μαζεμένοι, ανταλλάζουμε εκτός από απόψεις και μυθιστορήματα. Ένα βιβλίο δεν μένει ποτέ σε ένα χέρι. Το «Μαύρο Αλγέρι» του Μωρίς Αττιά (εκδ. Πόλις), για παράδειγμα, μου το έδωσε μια φίλη. Το διάβασα πέρυσι το Πάσχα. Βυθίστηκα αληθινά. Τρεις μέρες στο ημίφως δεν μιλιόμουν. Αμέσως μετά το βιβλίο συνέχισε το δρόμο του. Σήμερα, είναι ακόμα εκεί έξω: Εγώ το έδωσα στην Α. που με τη σειρά της το έδωσε στη Μ. κι εκείνη στην άλλη Μ. που το έδωσε στον Β. κι από εκεί μετά έφτασε στα χέρια της κόρης του της Τ., μιας φοιτήτριας της Γεωπονικής, η οποία, όπως έμαθα, το πήρε μαζί της αυτές τις ημέρες στο Άμστερνταμ. Δεν είναι φυσικά το μόνο. Σ' αυτήν την παρέα τα βιβλία πάνε επίσκεψη από σπίτι σε σπίτι, από ζωή σε ζωή. Είναι ελεύθερα, όπως άλλωστε τους αρμόζει, αφού είναι ζωντανοί οργανισμοί. Από τη στιγμή που σε κάνουν να νιώθεις πράγματα, ανθίζοντας μέσα σου λουλούδια που ποτέ δεν έχεις δει στην αληθινή ζωή, το να ταξιδέψουν είναι το λιγότερο που μπορούν να κάνουν. Μαζί με τις ιστορίες που μας αφηγούνται, τα βιβλία, στις σελίδες τους κρύβουν μυστικά ανομολόγητα και στιγμές προσωπικές εκείνων που τα διάβασαν πριν από εμάς: φιλιά στο κρεβάτι, βουτιές στο Αιγαίο, δάκρυα και γέλια, φόβους, μεταμεσονύκτιες εξομολογήσεις σε φίλους... Αν είχαν φωνή και τι δεν θα 'λεγαν! Όλο αυτό πια με μαγεύει. Προς το παρόν φυσικά δεν το έχω τολμήσει με άγνωστους, κάνοντας bookcrossing, αλλά είμαι πολύ κοντά στο να μπω σε αυτή τη μεγάλη οικογένεια που ανταλλάζει βιβλία όπως μοιράζεται κανείς εμπειρίες, μιλώντας ή γράφοντας γι' αυτές. Το bookcrossing είναι ένα υπέροχο, ανιδιοτελές κίνημα -αν μπορείς να το πεις έτσι- ανθρώπων που πιστεύουν ότι ένα βιβλίο είναι γεννημένο για να διαβάζεται από όσους περισσότερους γίνεται και όχι να μένει σκονισμένο σε μια βιβλιοθήκη, καταδικασμένο σε μία και μοναδική ανάγνωση. Άλλωστε το ίδιο δεν ισχύει και για όλα τα πράγματα σε αυτή τη ζωή; Όσα μπορείς να μοιραστείς με άλλους είναι αυτά που τελικά θα μείνουν πίσω όταν εσύ θα έχεις φύγει. Γιατί όπως έλεγε και ο Αϊνστάιν «η μόνη ζωή που αξίζει είναι αυτή που ζεις για τους άλλους».

Υ.Γ.1: Αν θέλετε να δείτε πώς γίνεται στην Ελλάδα το Bookcrossing πατήστε εδώ. Είναι απλό (κι έχει και πλάκα)!

Υ.Γ.2: Διάβασα στο πολύ ωραίο blog της Roadastist ότι τα παιδιά στο Καστελόριζο χρειάζονται βιβλία. Αν θέλετε, μπείτε στον κόπο, αξίζει: Στείλτε τους ένα βιβλίο με απλό γραμματόσημο (κοστίζει από 1,90 έως 2,12 ευρώ) στη διεύθυνση Δημοτικό Σχολείο Καστελόριζου ΤΚ85111. Αυτό που σκονίζεται μόνο κι έρημο σε ένα ράφι, θα δώσει χαρά σε κάποιον. Περισσότερες πληροφορίες στη σελίδα του περιοδικού www.24grammata.com

ΒΙΒΛΙΟ: Καλιγούλας
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Αλμπέρ Καμύ
ΕΚΔΟΣΕΙΣ: Κατσάνος

Illustration από την Juliana Salcedo

Ο άνθρωπος είναι το πιο άγριο ζώο στον κόσμο. Ικανός για το καλύτερο μα ακόμα πιο ικανός για το χειρότερο. Διότι διαθέτει το μαζικότερο όπλο καταστροφής: το νου. Τις τελευταίες ημέρες παρακολουθούμε έναν κόσμο σουρεαλιστικό, αρρωστημένο. Έναν ξεκουρδισμένο πλανήτη που μετατοπίζει το κέντρο βάρους του όλο και περισσότερο σε λάθος σημεία και παραπαίει στην απάθεια και την ωμή βία.
Γινόμαστε ηλεκτρονικοί «μάρτυρες», αφού τα «ζούμε» όλα μέσω μιας οθόνης, σε δολοφονίες αμάχων ακόμα και μέσα σε νοσοκομεία της Λιβύης. Μετράμε χιλιάδες νεκρούς εξαιτίας ενός ψυχοπαθούς ηγέτη που προσπαθεί απεγνωσμένα να κρατηθεί στην εξουσία. Ακούμε απειλές για αέρια μουστάρδας. Βλέπουμε με αγωνία εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας χτισμένα σε (!) σεισμογενείς χώρες να σαρώνονται από γιγαντιαία κύματα. Ενώ την ίδια ακριβώς στιγμή παρακολουθούμε ξεδιάντροπα παιχνίδια κερδοσκοπίας, νομιμοποιημένα αφού γίνονται στο χρηματιστήριο, πάνω στα χιλιάδες πτώματα του τσουνάμι στην Ιαπωνία. Και στις ειδήσεις, καπάκι πάνω στις εικόνες της φρίκης, πέφτουν σαν σφαλιάρες στο ανίσχυρο από το σοκ κεφάλι μας ρεπορτάζ για την πτώση ή την άνοδο του γιεν ή για το πως θα επηρεάσει το αιματοκύλισμα στη βόρεια Αφρική την τιμή του πετρελαίου. Δείκτες που μετρούν λεφτά, τη στιγμή που δεν έχουν μετρηθεί ακόμα οι ψυχές που χάθηκαν.
Τι σόι κόσμος είναι αυτός που εξισώνει την ανθρώπινη ζωή την ανεκτίμητη, τη μία και μοναδική, με τα χρήματα; Και γιατί δεν τον αλλάζουμε αφού μας κάνει και υποφέρουμε; Σε ποιον αρέσει; Και γιατί όλοι εμείς, οι πολλοί, που δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την τρέλα των λίγων δεν κάνουμε κάτι να τους ανατρέψουμε; Απορίες πεντάχρονου, το γνωρίζω, μα δεν λένε να ξεκολλήσουν απ' το μυαλό μου. Γιατί από τότε που ήμουν πέντε ετών μέχρι σήμερα, όσο κι αν διάβασα απάντηση δεν πήρα: Υποπτεύομαι πως δεν υπάρχει απάντηση. Όπως δυστυχώς δεν υπάρχει και νόημα σε αυτόν τον κόσμο που ζούμε. Είμαστε μυρμήγκια που πολεμάνε με χημικά, τόσο έξυπνα που κατασκευάζουμε από μόνα μας τα μπαϊγκόν που θα μας ξεκάνουν.
Τις ημέρες αυτές επέστρεψα, ψάχνοντας απαντήσεις για όλα αυτά, στον Καλιγούλα του Καμύ: ένα αγαπημένο μου θεατρικό έργο που καταγράφει τη δουλοπρέπεια, την ανοχή και την υποκρισία των αδύναμων απέναντι στον ισχυρό, την πορεία στην τρέλα, μα πάνω απ' όλα τη ροπή του ανθρώπου στο μηδενισμό. Γιατί τι άλλο είναι σήμερα ο μηδενισμός από την άνευ όρων παράδοσή μας σε ένα κυνικό σύστημα ...αξιών που εξοστρακίζει την αληθινή μας φύση στο όνομα του κέρδους, της εξουσίας και της βολής (;) μας;
Ορισμένα βιβλία, όπως αυτό, γίνονται πιο δυνατά με το πέρασμα του χρόνου. Μπορεί να έχουν κυκλοφορήσει δεκαετίες ή αιώνες πριν, έχουν όμως τη μαγική ιδιότητα να καταγράφουν, εξηγούν και ερμηνεύουν τη ζωή μας για πάντα. Γιατί επί της ουσίας ο άνθρωπος όσο κι αν εξελίσσεται παραμένει βαθιά μέσα του ο ίδιος: ένα πλάσμα δέσμιο των ενστίκτων. Μια υστερική μαϊμού που προσπαθεί να βουτήξει την καρύδα από τα χέρια μιας άλλης. Όσο Μπαχ κι αν ακούσουμε, ακόμα κι αν φορέσουμε τα πιο ακριβά αρώματα, χτίσουμε φουτουριστικές πόλεις, κλωνοποιήσουμε πρόβατα, κατσίκες ή κάμπιες, κι αν καταφέρουμε τελικά να μετοικίσουμε για να σωθούμε σε άλλους πλανήτες, θα είμαστε στον αιώνα τον άπαντα παράφρονες θνητοί που παριστάνουν τους Θεούς. Μωροφιλόδοξοι μέχρι τελικής πτώσης.
Ευτυχώς μέσα στη γενικευμένη τρέλα υπάρχουν κι οι ποιητές για να φρενάρουν με τις λέξεις το ξεχαρβαλωμένο όχημα που έχουμε καβαλήσει οι υπόλοιποι και τρέχουμε, προσκυνώντας ψεύτικους θεούς και δαίμονες. Σε μια κούρσα που οδηγεί στον γκρεμό, από την οποία δεν παραιτούμαστε επ' ουδενί, ακόμα κι αν ξέρουμε πως είναι εντελώς μάταιη.
Σαν τους ήρωες στον Καλιγούλα του Καμύ κατρακυλάμε, δηλητηριαζόμαστε από την εξουσία μα φλερτάρουμε μαζί της σαν θαμπωμένες πεταλούδες γύρω από τη λάμπα, υποκρινόμαστε για να επιβιώσουμε, φοβόμαστε και γλείφουμε το χέρι που μας χτύπησε, θυσιάζουμε τον διπλανό προκειμένου να μην διαταράξουμε την ησυχία μας. (Οι ψύχραιμοι λένε πως δεν συμφέρει να εισβάλει η Δύση στη Λιβύη και να σταματήσει το μακελειό, γιατί αυτό θα έχει ολέθριες συνέπειες στην τιμή του πετρελαίου. Ας θυσιαστούν λοιπόν ακόμα μερικές χιλιάδες άνθρωποι για το καλό της παγκόσμιας οικονομίας).
Το θεατρικό έργο είναι εμπνευσμένο από ιστορικά γεγονότα. Περιγράφει τα τελευταία χρόνια της ζωής του Ρωμαίου αυτοκράτορα Γαΐου Ιουλίου Καίσαρα Αυγούστου Γερμανικού (31 Αυγούστου 12 μΧ – 24 Ιανουαρίου 41 μΧ) ή πιο γνωστού ως Καλιγούλα (παρωνύμιο που του έμεινε από την παιδική του ηλικία επειδή φορούσε στρατιωτικά σανδάλια). Γράφτηκε το 1938 και ξαναδουλεύτηκε το 1945 αλλά και το 1958. Παρόλα αυτά ερμηνεύει τον άνθρωπο με χειρουργική ακρίβεια, σαν να γράφτηκε σήμερα. Ο Καμύ, όπως διάβασα στην εισαγωγή του βιβλίου από τις εκδόσεις Κατσάνος την οποία υπογράφει ο Άγγλος θεατρολόγος Τζον Κρουίκσανκ, «δεν είχε στόχο να μελετήσει την ψυχολογία ενός ανθρωπόμορφου κτήνους αλλά να διερευνήσει τις συνέπειες της υιοθέτησης μιας μηδενιστικής στάσης». Η ιστορία δεν αφορά μόνο τον παραλογισμό του ψυχοπαθούς αυτοκράτορα, αλλά και την υποκρισία της διεφθαρμένης αυλής του και του απαθούς λαού του. Γιατί κάθε λαός έχει τον ηγέτη που του αξίζει. Κι αν δεν του αξίζει οφείλει να τον αποβάλει από τη σάρκα του σαν ξένο επιζήμιο σώμα.
Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία ο Καλιγούλας, ο οποίος έγινε αυτοκράτορας στα εικοσιπέντε του χρόνια, το πρώτο διάστημα ήταν δίκαιος και προχώρησε σε μεταρρυθμίσεις που ανέβασαν τη δημοτικότητά του στα ύψη. Όμως ο αιφνίδιος θάνατος της αδερφής του Δρουσίλας, με την οποία ήταν ερωτευμένος, του άνοιξε το παράθυρο στο παράλογο. Στην πρώτη πράξη, ο Καμύ, δείχνει τον Καλιγούλα ταλαιπωρημένο να επιστρέφει στο παλάτι μετά από μια εξαντλητική αναζήτηση του φεγγαριού, δηλαδή του ανέφικτου.
ΕΛΙΚΩΝ: Καλημέρα Γάιε.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Σα να μη συμβαίνει τίποτα) Καλημέρα Ελίκων.
ΕΛΙΚΩΝ: Φαίνεσαι κουρασμένος.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Περπάτησα πολύ.
ΕΛΙΚΩΝ: Ναι, έλειψες κάμποσο.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Ήτανε δύσκολο να το βρω.
ΕΛΙΚΩΝ: Να βρεις τι;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Αυτό που γύρευα.
ΕΛΙΚΩΝ: Τι γύρευες;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Στον ίδιο τόνο, σα να μη συμβαίνει τίποτα) Το φεγγάρι.
ΕΛΙΚΩΝ: Τι;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Ναι, γύρευα το φεγγάρι.
ΕΛΙΚΩΝ: Α! (Σιωπή. Ο Ελίκων πλησιάζει τον Καλιγούλα) Για να το κάνεις τι;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Να σου πω... Είναι από τα πράγματα που δεν έχω.
ΕΛΙΚΩΝ: Καταλαβαίνω. Και τώρα τα κατάφερες;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Όχι, δεν μπόρεσα να το αποκτήσω.
ΕΛΙΚΩΝ: Λυπηρό αυτό.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Ναι και γι' αυτό είμαι κουρασμένος. (δεν μιλά για λίγο. Έπειτα λέει) Ελίκων!
ΕΛΙΚΩΝ: Ναι, Γάιε.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Νομίζεις ότι είμαι τρελός.
ΕΛΙΚΩΝ: Το ξέρεις καλά ότι δεν σκέφτομαι ποτέ. Παραείμαι έξυπνος για να σκέφτομαι.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Ναι. Τέλος πάντων! Κι όμως, τρελός δεν είμαι, και ποτέ μου δεν ήμουν περισσότερο λογικός απ' όσο τώρα. Απλώς, αισθάνθηκα άξαφνα την ανάγκη ν' αποκτήσω το αδύνατο. (Μένει για λίγο σιωπηλός). Τα πράγματα όπως είναι, δε μου φαίνονται ικανοποιητικά.
ΕΛΙΚΩΝ: Την άποψή σου συμμερίζονται πολλοί.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Δίκιο έχεις. Παλιότερα, όμως, δεν το ήξερα. Τώρα, ξέρω. (Συνεχίζει στον ίδιο τόνο σαν να μη συμβαίνει τίποτα). Ο κόσμος αυτός όπως τον έχουν κάνει, είναι ανυπόφορος. Για τούτο κι έχω ανάγκη ν ' αποκτήσω το φεγγάρι, ή την ευτυχία, ή την αθανασία, κάτι που μπορεί να φαίνεται τρελό, μα που δεν είναι τούτου του κόσμου.
ΕΛΙΚΩΝ: Το επιχείρημά σου έχει συνοχή. Γενικά, όμως, δεν το φτάνουν μέχρι το τέλος του.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Σηκώνεται όρθιος, εξακολουθεί να μιλάει ήρεμα). Εδώ, πέφτεις έξω. Τίποτα δεν έχει κατορθωθεί στο παρελθόν, γιατί κανένας δεν προχωρούσε τις ιδέες του μέχρι το τέλος. Ίσως, όμως, ν΄ αρκεί να μείνεις συνεπής μέχρι το τέλος. Ξέρω τι σκέφτεσαι. Μεγάλο κακό για μια γυναίκα που πέθανε! Δεν είναι έτσι, όμως. Είναι αλήθεια, νομίζω, πως θυμάμαι να πέθανε μια γυναίκα που αγαπούσα πριν από λίγες μέρες. Τι είναι, άραγε, ο έρωτας; Μικροπράγματα. Σου ορκίζομαι ότι ο θάνατός της δεν σημαίνει τίποτα. Είναι μονάχα το δείγμα μιας αλήθειας που κάνει απαραίτητο για μένα το φεγγάρι. Είναι μια αλήθεια απλούστατη και ολοφάνερη, ίσως λιγάκι ανόητη, δυσεύρετη όμως και δυσβάσταχτη.
ΕΛΙΚΩΝ: Ποια είναι αυτή η αλήθεια;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Με μάτια στραμμένα αλλού και φωνή άχρωμη). Οι άνθρωποι πεθαίνουν, και δεν είναι ευτυχισμένοι.
ΕΛΙΚΩΝ: (Αφού μένει για λίγο αμίλητος) Ηρέμησε, Γάιε, πρόκειται για μιαν αλήθεια με την οποία συμφιλιώνονται εύκολα οι άνθρωποι . Κοίταξε μόνο γύρω σου. Δεν τους εμποδίζει αυτό ν' απολαμβάνουν το γεύμα τους.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Αγριεύει άξαφνα). Αυτό, αποδεικνύει όλο κι όλο ότι με περιτριγυρίζει το ψέμα, ενώ εγώ θέλω να ζω μες στην αλήθεια! Και έχω τα μέσα να τους κάνω να ζήσουν μες στην αλήθεια. Γιατί ξέρω τι τους λείπει Ελίκων. Δεν έχουν γνώση και τους λείπει ένας δάσκαλος που να ξέρει για τι μιλάει.
ΕΛΙΚΩΝ: Μην προσβληθείς, Γάιε, απ' αυτό που θα σου πω. Θα 'πρεπε, όμως, πρώτα να ξεκουραστείς λιγάκι.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Κάθεται πάλι, και η φωνή του ξαναγίνεται ήρεμη). Αυτό δεν είναι δυνατόν, Ελίκων, αυτό δεν θα 'ναι ποτέ πια δυνατόν.
ΕΛΙΚΩΝ: Γιατί;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Αν κοιμηθώ, ποιος θα μου δώσει το φεγγάρι;
ΕΛΙΚΩΝ: (Αφού μένει για λίγο αμίλητος) Σωστό κι αυτό.
Ο Καμύ, κατά τον θεατρολόγο Τζον Κρουίκσανκ, «πήρε το υλικό του κατευθείαν από το έργο του Σουητώνιου Οι Βίοι των Καισάρων (εκδ. Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης) και υποστήριξε ότι έμεινε πιστός στα όσα λέει ο λατίνος ιστορικός». Όμως στο θεατρικό έργο του ο Γαλλοαλγερινός νομπελίστας προσδίδει στον Καλιγούλα ένα ποιητικό υπόβαθρο που ιστορικά δεν αποδεικνύεται. Ο Καλιγούλας του Καμύ είναι ένα πλάσμα που βαδίζει στην τρέλα, αλλά γνωρίζει τι κάνει. Τιμωρεί τη μανία των αυλικών του για το χρήμα, τους εξευτελίζει για να αποδείξει την ποταπότητα των κινήτρων τους. Αυτό φαίνεται χαρακτηριστικά στην όγδοη σκηνή της πρώτης πράξης όπου ο Ταμίας του Δημόσιου Ταμείου της Αυτοκρατορίας τον πιέζει να δει τα οικονομικά στοιχεία:
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Κάθεται κοντά στην Καισονία). Άκου με προσοχή. Στάδιο πρώτο: όλοι οι πατρίκιοι, όλοι οι κάτοικοι της αυτοκρατορίας που έχουν περιουσία -ανεξάρτητα από το αν η περιουσία τους είναι μικρή ή μεγάλη- οφείλουν υποχρεωτικά ν' αποκληρώσουν τα παιδιά τους και να κάνουν διαθήκη, με την οποία θ' αφήνουν την περιουσία τους στο κράτος.
ΤΑΜΙΑΣ: Μα, Καίσαρ...
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Δεν σου έδωσα ακόμα το λόγο. Ανάλογα με τις ανάγκες μας, θα θανατώνουμε αυτά τα πρόσωπα με μια σειρά που θα την εγκαθιδρύουμε αυθαίρετα. Αν χρειαστεί, θα μπορούμε να παραβιάζουμε, αυθαίρετα φυσικά, αυτή τη σειρά. Και θα κληρονομούμε εμείς.
ΚΑΙΣΙΟΝΙΑ: (Ξεφεύγει από το αγκάλιασμά του). Τί σ' έπιασε;
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: (Ατάραχος). Η σειρά με την οποία θα γίνουν οι εκτελέσεις, δεν έχει στην πραγματικότητα καμία σημασία. Ή μάλλον, όλες αυτές οι εκτελέσεις έχουν ίση σπουδαιότητα, πράγμα από το οποίο έπεται ότι καμιά τους δεν έχει καμία σπουδαιότητα. Εξάλλου, όλοι τους είναι εξίσου ένοχοι. Σημειώστε, ακόμα, ότι το να κλέβεις άμεσα τους πολίτες δεν είναι πιο ανήθικο από το να επιβάλλεις έμμεσους φόρους που κάνουν πιο ακριβά τα είδη πρώτης ανάγκης. Το να κυβερνάς, σημαίνει να κλέβεις -κι αυτό το ξέρει όλος ο κόσμος. Σημασία, όμως, έχει ο τρόπος που το κάνεις. Εγώ, σκοπεύω να κλέβω ανοιχτά. Κι αυτό θα σας ξυπνήσει λιγάκι. (Στον ταμία, επιτακτικά). Θα εκτελέσεις αμέσως χωρίς χρονοτριβή, τις διαταγές αυτές. Τις διαθήκες θα τις υπογράψουν απόψε οι κάτοικοι της Ρώμης, ενώ οι κάτοικοι των πιο μακρινών επαρχιών έχουν ενός μηνός διορία. Στείλε αμέσως τους κήρυκες...
ΤΑΜΙΑΣ: Καίσαρ, δεν παίρνεις υπόψη σου...
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Άνοιξε καλά τ΄αυτιά σου, ηλίθιε. Αν είναι σπουδαίο το Δημόσιο Ταμείο, τότε δεν είναι σπουδαία η ανθρώπινη ζωή. Αυτό είναι ξεκάθαρο. Όλοι όσοι σκέφτονται σαν κι εσένα πρέπει να δεχτούν για πειστικό αυτό το επιχείρημα, και να υπολογίζουν τη ζωή τους σαν ένα τίποτα εφόσον μετράνε την περιουσία τους για το παν. Στο μεταξύ, εγώ έχω πάρει την απόφαση να είμαι λογικός και, αφού κατέχω την εξουσία, θα δείτε τι θα σας κοστίσει η λογική. Θα εξολοθρεύσω τόσο εκείνους που αντιφάσκουν, όσο και τις αντιφάσεις τις ίδιες. Και θ' αρχίσω από σένα αν χρειαστεί.
ΤΑΜΙΑΣ: Καίσαρ, σου ορκίζομαι ότι μπορείς να βασίζεσαι στην καλή μου θέληση.
ΚΑΛΙΓΟΥΛΑΣ: Και συ στη δική μου, να είσαι απόλυτα σίγουρος. Απόδειξη γι αυτό είναι το ότι δέχτηκα την άποψή σου, και σκέφτομαι πώς να ωφελήσω το Δημόσιο Ταμείο. Κοντολογίς, πρέπει να μου πεις «ευχαριστώ» γιατί μπαίνω στο δικό σου παιχνίδι και παίζω με τα δικά σου χαρτιά. (Σωπαίνει για λίγο, και εξακολουθεί ήρεμα). Εξάλλου, το σχέδιό μου, εξαιτίας της απλότητάς του, μπορεί να θεωρηθεί μεγαλοφυές – πράγμα που κλείνει τη συζήτηση. Σου δίνω τρία δευτερόλεπτα για να χαθείς από τα μάτια μου. Ένα... (ο ταμίας φεύγει τρέχοντας).
Στην πραγματικότητα, όμως τα γεγονότα δεν ήταν καθόλου έτσι, τουλάχιστον όχι ως προς το λόγο για τον οποίο συνέβαιναν. Τα κίνητρα του αληθινού Καλιγούλα δεν ήταν ιδεολογικά, όπως αυτά του ήρωα του Καμύ, ο οποίος προσπάθησε να εφαρμόσει στην αυτοκρατορία του το μηδενισμό ως απάντηση στην υποκρισία και τον παραλογισμό του κόσμου. Σύμφωνα με ιστορικά στοιχεία, ο αληθινός Καλιγούλας απλά ήταν ένας ψυχοπαθής, φρικτά παραδόπιστος και διεφθαρμένος άνθρωπος που δυστυχώς βρέθηκε στο τιμόνι μιας αυτοκρατορίας ελέγχοντας τις τύχες εκατομμυρίων υπηκόων: Λέγεται, ότι έτρεχε αλαλάζοντας μέσα στους διαδρόμους του παλατιού κάθε φορά που έπεφτε ένας κεραυνός και ζητούσε σε όποιον έβλεπε μπροστά του να τον σώσει. Ή ότι κυλιόταν γυμνός πάνω σε χρυσά νομίσματα, σκότωνε χωρίς λόγο επειδή απλά του περνούσε η ιδέα ότι κάποιος μπορεί να τον υπονόμευε, συμμετείχε σε σεξουαλικά όργια ακόμα και με τις αδερφές του, απαιτούσε από τους Πατρίκιους (ευγενείς της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) να του κληροδοτούν την περιουσία τους, τους εξευτέλιζε βάζοντάς τους να κάθονται στα τέσσερα σαν τραπεζάκι για να ακουμπήσει το πιάτο του πάνω στην πλάτη τους, τους έβαζε να τρέχουν πίσω από το άρμα του, βασάνιζε τα παιδιά τους και τους ανάγκαζε να κοιτούν.
Διεστραμμένες, άρρωστες προσωπικότητες σαν τον Καλιγούλα έχουν περάσει πολλές από την ιστορία του κόσμου. Με άλλοθι ότι οραματίζονται ένα αύριο καλύτερο ή ότι θέλουν να σώσουν το λαό τους: πατούν τη σκανδάλη και πυροβολούν ακόμα και εναντίον όσων τάχα προστατεύουν.
Μικροί Καλιγούλες όμως, περνάνε καθημερινά κι από τις ζωές όλων μας μέσα σε εταιρείες, σε οικογένειες, σε μικρο-ομάδες: οπουδήποτε υπάρχει ένα σύστημα αξιών που παρέχει εξουσία σε έναν άνθρωπο. Εξουσία που διαφθείρει. Η οποία εύκολα ξετρυπώνει μέσα στον καθέναν έναν Καλιγούλα. Όμως όπου υπάρχει ένας Καλιγούλας υπάρχει και το αντίστοιχο εύφορο έδαφος για να φυτρώσει: όλοι εμείς που ανεχόμαστε τους Καλιγούλες ή όλοι αυτοί που ανέχονται εμάς όταν ξυπνά μέσα μας η εξουσιομανία. It takes two to tango... Ο σαδιστής δεν θα υπήρχε χωρίς τον μαζοχιστή.
Όταν πρόκειται δε για πιο μαζικό επίπεδο, στην κοινωνία, ακόμα πιο εύκολα γιγαντώνεται το τέρας.
Ο Καλιγούλας της εποχής μας είναι το χρήμα. Η αυτοκρατορία μας είναι το διεθνές οικονομικό μας σύστημα. Οι Πατρίκιοι είναι οι διεφθαρμένοι πολιτικοί μας και οι διαπλοκές τους με επιχειρηματίες-αρπαχτικά. Και όλοι εμείς οι στυλοβάτες που στηρίζουμε το οικοδόμημα που έχουν φτιάξει στις πλάτες μας. Σύγχρονοι δούλοι, δέσμιοι των χρεών μας στις τράπεζες, στα καταναλωτικά δάνεια για να αγοράσουμε καφετιέρα που φτιάχνει ιταλικό εσπρέσο, στα διακοποδάνεια για να πάμε στις Μαλδίβες με δανεικά. Θύματα του Καλιγούλα, τον οποίο προσκυνάμε κι ας μην είναι αληθινός Θεός, αλλά χάρτινος. Κι αυτό, δεν λέγεται από καιρό Καπιταλισμός, αλλά άκρατος Παραλογισμός. Τον οποίο υπηρετούμε με μανία. Ας μη ζητάμε λοιπόν και τα ρέστα, γιατί κατά βάθος τρέμουμε, σαν τους ήρωες του Καμύ, να μην χάσουμε αυτή την τρέλα, ακόμα κι αν υποφέρουμε από τα βασανιστήρια της.