Την περασμένη εβδομάδα έπρεπε να βρω κάποια χαρτιά που χρειαζόμουν στο αρχείο του παππού μου. Πήγα για πέντε λεπτά στο κλειστό πια σπίτι κι έκατσα τρεις ώρες. Ήταν πάντα φοβερή απόλαυση να ψάχνω τα πράγματά του. Ακόμα κι όταν ζούσε. Μανικετόκουμπα, καπέλα, ξυράφια σε δερμάτινες θήκες, πυξίδες, παλιά γράμματα, κιτρινισμένα αποκόμματα από εφημερίδες, κουτιά γεμάτα ασπρόμαυρες φωτογραφίες δεμένες με σπάγκο. Εικόνες και αντικείμενα από το παρελθόν. Σκόρπιες λέξεις από ένα βιβλίο που δεν γράφτηκε ποτέ. Ιστορίες που έμειναν μονάχα στο συρτάρι και στα λόγια. Στις διηγήσεις.

Η Σύρος του '30. Η Σαντορίνη του '50. Ο Πειραιάς του '60. Η Αθήνα της δικτατορίας. Οι πόλεμοι και οι φίλοι που χάθηκαν. Παιδιά που δεν πρόλαβαν να μεγαλώσουν κι έμειναν για πάντα να χαμογελάνε μαγκωμένα πίσω από τη ζελατίνα του άλμπουμ. Κορίτσια που παίζουν χαρτιά και πίνουν παγωμένες βυσσινάδες στα φερ φορζέ της βεράντας. Ναύτες με τη στολή μπροστά από ένα τάβλι και εικοσάρηδες με μπριγιαντίνη και γαμπριάτικη γαρδένια στο πέτο. Όλοι οι τύποι που βλέπω στις φωτογραφίες μου φαίνονται Γιούγκερμαν. Με τα κοστούμια τους, τα καπέλα τους, τη γραβάτα σφιχτά δεμένη και το τσιγάρο στο στόμα στραβά. Πειραιώτικα. Και οι τόποι που ζούσαν -τα σπίτια, οι αυλές, τα λιμάνια, οι δρόμοι, τα γραφεία, οι σταθμοί- σαν να τους περιγράφει στις σελίδες του ο Καραγάτσης.

Το Ακταίον στο Φάληρο, η Καστέλλα, τα καφενεδάκια στο Τουρκολίμανο. Παλιά ποντοπόρα πλοία, ψαρόβαρκες, γκαζάδικα αγκυροβολημένα στα ανοιχτά περιμένοντας υπομονετικά τη σειρά τους να μπουν στο Νεώριο, στου Ανδρεάδη ή στου Σκαραμαγκά. Ποστάλια που έφευγαν από τον Πειραιά φορτωμένα με κόσμο κι εμπορεύματα και κάθε που έπιαναν λιμάνι στα νησιά γινόταν γιορτή. Μαζί με τους ανθρώπους που πήγαιναν κι έρχονταν, ξεφόρτωναν στις βάρκες εφημερίδες, την πραμάτεια της εβδομάδας και έφερναν νέα από την πόλη που είχαν πια μπαγιατέψει...

Δεν ξέρω γιατί, αλλά φέτος έχω απίστευτη ανάγκη να διαβάσω τέτοια βιβλία. Παλιακά και κοσμοπολίτικα. Λίγο μποέμ και λίγο αλήτικα. Σαν τον σοφιστικέ Καραγάτση που του άρεσε λέει να οδηγεί στην Αθήνα και να τσακώνεται, να κατεβαίνει στα φανάρια και να δέρνει τον πίσω οδηγό που του κόρναρε νευρικά. Θέλω να ξαναπιάσω τον Γιούγκερμαν (εκδ. Εστία) που τον είχα αρχίσει κάποτε, πολλά χρόνια πριν, και τον είχα αφήσει. Να επιστρέψω στον Λαπαθιώτη (Τα μαραμένα μάτια, εκδ. Ερατώ) και να κρυφοκοιτάξω τις επιστολές του Καββαδία στην αδερφή και τις ανιψιές του (Γράμματα στην αδελφή του Τζένια και στην Έλγκα), αλλά και εκείνες που έστελνε η Μάτση Χατζηλαζάρου στον Εμπειρίκο (και τα δύο από τις εκδόσεις Άγρα).

Εκτός απ' αυτά, στο κομοδίνο έχω ήδη φτιάξει μια στοίβα με σύγχρονα βιβλία που σε ταξιδεύουν σε εκείνη την εποχή. Αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τη δεκαετία του '50. Τώρα διαβάζω και το απολαμβάνω τις Μέρες Αλεξάνδρειας του Δημήτρη Στεφανάκη (εκδ. Ψυχογιός) και στη σειρά περιμένουν το Φιλμ Νουάρ του ίδιου, η μυθιστορηματική βιογραφία της Άννας Σικελιανού (Ο έρωτας και το όνειρο, εκδ. Καστανιώτη) και το Ξιφίρ Φαλέρ της Αθηνάς Κακούρη (εκδ. Καστανιώτη).

Υ.Γ. Έτσι, για τη μυρωδιά, στη βαλίτσα του Αυγούστου θα πάρω και το υπέροχο Λεμονοδάσος του Κοσμά Πολίτη.

Ένας μανιακός αναγνώστης αστυνομικής λογοτεχνίας που αγοράζει κυριολεκτικά τα βιβλία του με το κιλό από το παλαιοβιβλιοπωλείο της γειτονιάς του, βρίσκεται μπλεγμένος σε ένα αποτρόπαιο έγκλημα. Πρέπει να επιστρατεύσει όσα έχει μάθει όλα αυτά τα χρόνια διαβάζοντας για να αποδείξει την αθωότητά του. Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η ιστορία που αφηγείται ο Karim Miské στο πρώτο του μυθιστόρημα Arab Jazz (εκδ. Πόλις).  

Ο Αχμέντ Ταρουντάν ζει απομονωμένος στη μικρή γκαρσονιέρα του στο 19ο διαμέρισμα του Παρισιού. Όλοι οι τοίχοι του σπιτιού είναι καλυμμένοι απ' άκρη σ΄ άκρη με στοίβες βιβλίων. Ελρόι, Κόνελι, Κόρνγουελ, Κομπέν κ.ά. «Τα πρωινά που βγαίνει από το σπίτι, αγοράζει την Παριζιέν. Κι ένα σωρό αγγλοαμερικανικά αστυνομικά μαζικής παραγωγής. Στις περισσότερες περιπτώσεις, τα ονόματα μπερδεύονται στο μυαλό του, τόσο απαράλλαχτα του φαίνονται τα βιβλία που διαβάζει. Και αυτό ακριβώς ψάχνει. Να ξεχαστεί, ρουφώντας ολόκληρο τον κόσμο σε μια ιστορία χωρίς τέλος, γραμμένη από διαφορετικούς συγγραφείς».

Μια μέρα, ξυπνώντας, βγαίνει για να πιει τον καφέ του στη βεράντα. Κοιτά αφηρημένα τη γειτονιά μπροστά του και ταξιδεύει με το νου στην πατρίδα του, πετά σαν γύπας πάνω από τους αμμόλοφους του Μαρόκου, όταν μια σταγόνα αίμα λεκιάζει την κελεμπία του. Κοιτά προς τα πάνω και βλέπει το πτώμα της γειτόνισσας και φίλης του Λορά, να κρέμεται στο κενό. Ένα φρικτό θεατρικό σκηνικό που μόνο κάποιος παρανοϊκός σαν τους serial killers στα βιβλία που διαβάζει θα μπορούσε να έχει σκεφτεί. Ο Αχμέντ ανεβαίνει στο διαμέρισμα της φίλης του. Δεν είναι η πρώτη φορά, άλλωστε είχε δικό του κλειδί. Όταν εκείνη έλειπε συχνά εξαιτίας της δουλειάς της (ήταν αεροσυνοδός), εκείνος φρόντιζε τις ορχιδέες της. Φτάνοντας, ανακαλύπτει ότι η πόρτα είναι μισάνοιχτη, αλλά όχι παραβιασμένη. Σε μια γωνιά του σαλονιού το τραπέζι είναι στρωμένο για δύο, με ένα ωμό κομμάτι χοιρινού στο κέντρο, μέσα σε μια πιατέλα με αίμα. Ένα μαχαίρι είναι καρφωμένο πάνω στο κρέας. Ο Αχμέντ αποσβολωμένος βγαίνει στη βεράντα όπου βλέπει τη φίλη του σφαγμένη, με πολλές μαχαιριές στα γεννητικά της όργανα, κρεμασμένη με σύρματα στο κενό. Μέσα στον πανικό του ο Αχμέντ βρίσκει τα άνθη από τις τρεις ορχιδέες κομμένα και τοποθετημένα συμβολικά, να σχηματίζουν έναν κύκλο. Χωρίς να αγγίξει τίποτα, όπως θα έκανε ένας έξυπνος ήρωας αστυνομικής λογοτεχνίας, κατεβαίνει γρήγορα στο σπίτι του και κρύβει σε μια σακούλα τη ματωμένη κελεμπία. Έχοντας εμπειρία σε τέτοιες ιστορίες από τη λογοτεχνία, γνωρίζει ότι είναι ο κύριος ύποπτος αφού έχει το κλειδί και η πόρτα δεν ήταν παραβιασμένη. Παράλληλα, δεν έχει άλλοθι, αφού κανένας δεν μπορεί να αποδείξει ότι κοιμόταν όταν έγινε το έγκλημα. Το επόμενο πρωί καίει σε έναν παράδρομο της εθνικής οδού την κελεμπία του και επιστρέφοντας σπίτι αποφασίζει να παριστάνει ότι δεν γνωρίζει τίποτα σε σχέση με τη δολοφονία. Έτσι όταν οι δύο αστυνομικοί που έχουν αναλάβει την υπόθεση τον συναντούν στην είσοδο της πολυκατοικίας υποδύεται τον σοκαρισμένο.

Το Arab Jazz είναι ένα πολύ ενδιαφέρον νουάρ μυθιστόρημα με δυνατούς ήρωες: Ο Αχμέντ που έχει κλειστεί στον εαυτό του και διαβάζει με πάθος. Δεν εργάζεται και ζει από ένα επίδομα που παίρνει, αφού στο παρελθόν έπασχε από κατάθλιψη και είχε νοσηλευτεί σε ψυχιατρείο. Η μητέρα του επίσης νοσηλεύεται με βαριά ψύχωση και απαγορεύεται να τη δει γιατί είναι επικίνδυνη. Η Ρασέλ και ο Ζαν, οι αστυνομικοί που ερευνούν την υπόθεση. Δυο μοντέρνοι άνθρωποι κοντά στα 30 που έχουν τις ανησυχίες όσων ζουν σε μια μεγαλούπολη του σήμερα: χαμηλοί μισθοί, πολλές ώρες δουλειάς, προβληματική προσωπική ζωή, ανούσια one night stands, δεσμοφοβία, και τεράστιες άμυνες σε οποιονδήποτε πάει να αγγίξει ευαίσθητες χορδές που έχουν κρύψει για τα καλά από καιρό.

Το πιο δυνατό όμως στοιχείο του βιβλίου το δίνει η ίδια η αστυνομική υπόθεση που οι τρεις αυτοί τύποι ερευνούν. Μάρτυρες του Ιεχωβά, Εβραίοι, εξτρεμιστές μουσουλμάνοι, ραπ συγκροτήματα, διεφθαρμένοι αστυνομικοί, όλοι χορεύουν σε ένα παρανοϊκό σύστημα που βάζει τις διαφορετικές θρησκείες ή αιρέσεις μπροστά για να κρύψει μια καλά οργανωμένη επιχείρηση διακίνησης ναρκωτικών: ενός ολοκαίνουριου χαπιού τύπου ecstasy που σε κάνει να νιώθεις Θεός.

Οι περιγραφές του πολυφυλετικού Παρισιού είναι υπέροχες, όπως και το μήνυμα για τον φανατισμό που σου μένει διαβάζοντας το βιβλίο. Μέσα από τα πολλά και διαφορετικά πρόσωπα που εμπλέκονται στην ιστορία αποδεικνύεται αυτό που ισχύει και στην αληθινή ζωή: «Το κακό δεν μπορείς να το δεις ολόκληρο και με την πρώτη». Για να βρεις την αλήθεια χρειάζεται να ενώσεις πολλά κομμάτια του παζλ, να κοιτάξεις τα πράγματα με καθαρό μάτι, χωρίς προκαταλήψεις που θολώνουν και παραμορφώνουν την εικόνα. Στο τέλος, θυμώνεις με την υποκρισία και την υστερία των θρησκευτικών οργανώσεων και τους τρόπους με τους οποίους μπορούν να μετατρέψουν τους ανθρώπους σε έρμαια, να φυράνουν το μυαλό τους και να οξειδώσουν το αισθητήριο της αντίληψής τους.

Υ.Γ. Το βιβλίο έχει τη δική του playlist. Έντεκα τραγούδια που μπορείτε να ακούσετε στα βίντεο που ακολουθούν.

Pissing in a river - Patti Smith

It's Magic - Dinah Washington

La Femme des uns sous le corps des autres - Serge Gainsbourg

Glory Box - Portishead

Sidiki - Les Ambassadeurs Internationaux

Dil Cheez - Bally Sagoo

Religion - Public Image Limited

Sympathy for the Devil - The Rolling Stones

J'ai rencontré l'homme de ma vie - Diane Dufresne

Melody - Serge Gainsbourg

Quais ouais - Booba


Ιράν 1980. H δεκάχρονη Μαργιάν αναγκάζεται να φορέσει για πρώτη φορά μπούργκα. Δυστυχώς αυτό είναι το μικρότερο από τα δεινά που τα επόμενα χρόνια θα υποστεί, μεγαλώνοντας σε μια χώρα όπου βασιλεύει η παράνοια.

Ένα χρόνο πριν, το 1979, ο Μοχάμεντ Ρεζά Παχλαβί, βασιλιάς του Ιράν από το 1941, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τη χώρα μετά από απαίτηση του λαού. Οι Ιρανοί που δεν άντεχαν άλλο την καταπίεση και τις έντονες αμερικανικές παρεμβάσεις στη χώρα τους, έριξαν τον σάχη με συνεχόμενες, δυναμικές διαδηλώσεις και απεργίες. Ο Παχλαβί, αχυράνθρωπος των ΗΠΑ, είχε εκδυτικοποιήσει την Τεχεράνη, όχι όμως και την επαρχία στην οποία έκαναν κουμάντο οι αγιατολάδες. Η χώρα βρισκόταν σε μία διαρκή σύγκρουση: Από τη μια οι εκσυγχρονιστές οπαδοί του αλαζονικού σάχη που ξεπουλούσαν τον πλούτο της χώρας στους Αμερικανούς και από την άλλη ο αγανακτισμένος λαός και οι φανατικοί θρησκευτικοί ηγέτες του Ισλάμ.

Την 1η Φεβρουαρίου του 1979 επιστρέφει στην Τεχεράνη μετά από μακρόχρονη εξορία ο Αγιατολάχ Χομεϊνί και ύστερα από δημοψήφισμα αναλαμβάνει τα ηνία της χώρας. Μέσα σε μια νύχτα ολόκληρο το Ιράν είναι λες και καλύφθηκε από ένα κατάμαυρο τσαντόρ. Η θεοκρατική κυβέρνηση του Χομεϊνί δείχνει το αληθινό πρόσωπο της επανάστασης. Οι φανατικοί ισλαμιστές βγαίνουν στο δρόμο και διώκουν γυναίκες επειδή δεν φορούν μπούργκα, συλλαμβάνουν ως εχθρούς του Ισλάμ τους αριστερούς που είχαν στηρίξει την επανάσταση, εκτελούν εν ψυχρώ οποιονδήποτε είχε συνεργαστεί με το καθεστώς του σάχη, κλείνουν σχολεία και πανεπιστημιακά ιδρύματα, ποινικοποιούν το αλκοόλ και δεν διστάζουν ακόμα και να πετάξουν από το μπαλκόνι φοιτητές που συνελήφθησαν να κάνουν κρυφά πάρτι στο σπίτι τους.

Οι φανατικοί αγιατολάδες και οι ιμάμηδες στα διάφορα τεμένη του κράτους προσηλυτίζουν διαρκώς νέα μέλη, ζητώντας τους να καταδώσουν ακόμα και τον πατέρα, τη μάνα ή τα ίδια τους τα παιδιά αν δεν υπακούν με το καθεστώς του Χομεϊνί.



Η Μαργιάν Σατραπί (Marjane Satrapi) στο αυτοβιογραφικό graphic novel Persepolis (εκδ. Vintage - στα ελληνικά κυκλοφορεί σε δύο τόμους από τις εκδόσεις Ηλίβατον) καταγράφει όλα αυτά τα γεγονότα με ανατριχιαστικά και πανέμορφα, ασπρόμαυρα σκίτσα. Η άνοδος του Χομεϊνί στην εξουσία, η εισβολή των εξτρεμιστών φοιτητών στην αμερικανική πρεσβεία του Ιράν και η απαγωγή 52 Αμερικανών πολιτών για ενάμιση χρόνο, ο πόλεμος με το Ιράκ, οι άγριες διώξεις των αριστερών αλλά και όσων αρνούνταν να αποδεχτούν τον φανατισμό του νέου καθεστώτος και φυσικά την απόλυτη καταπάτηση κάθε ανθρώπινου δικαιώματος στο όνομα της επανάστασης... Στις σελίδες του κόμικ παρακολουθούμε την ιστορία του Ιράν μέσα από τα μάτια ενός κοριτσιού που αφήνει την παιδική του αθωότητα και μπαίνει βίαια στην εφηβεία. Παράλληλα όμως με την αγριότητα απολαμβάνουμε μέσα από σκίτσα με πολλή τρυφερότητα και χιούμορ τις σκέψεις ενός παιδιού που προσπαθεί να βρει τη θέση, το ρόλο και την ταυτότητά του μέσα στο χάος. Πώς ένα κορίτσι που λατρεύει τους Iron Maiden και τους Bee Gees, φοράει μπουφάν με κονκάρδα του Μάικλ Τζάκσον πάνω από τη μαντίλα και αγοράζει κασέτες της Κιμ Γουάιλντ στη μαύρη αγορά, βιώνει την απόλυτη τρέλα ενός καθεστώτος το οποίο μαχαιρώνει αδίστακτα οποιονδήποτε δεν θέλει να ζήσει κάτω από την μπότα του Ισλάμ;



Το Persepolis είναι είναι συγκλονιστικό γιατί δείχνει χωρίς πολλά λόγια, πόσο αναλώσιμη είναι η ζωή ενός ανθρώπου που είχε την ατυχία να γεννηθεί σε μια χώρα με πλούσια κοιτάσματα πετρελαίου. Η Σατραπί με αυτό το βιβλίο αποδεικνύει ότι πίσω από τις μαντίλες, τα τεμένη, τις δολοφονίες, τους φανατικούς καμικάζι, τις βόμβες του Ιράκ, τα ερείπια των βομβαρδισμένων σπιτιών που για χρόνια βλέπαμε στα τηλεοπτικά ρεπορτάζ του CNN, κρύβονταν εκατομμύρια άνθρωποι σαν εμάς που διεκδικούσαν ακόμα κι όταν όλα γύρω του κατέρρεαν κυριολεκτικά μια φυσιολογική καθημερινότητα.

Υ.Γ. Για να δείτε το τρέιλερ της ταινίας Persepolis, η οποία βασίστηκε στο graphic novel κάντε κλικ εδώ:



Με τον Τζέιμς Ελρόι, πέρα από το γεγονός ότι λατρεύει την κλασική μουσική και την τζαζ, δεν συμφωνώ σε τίποτα απολύτως. Είναι ελεεινά συντηρητικός, ρατσιστής, φοράει φρικτά χαβανέζικα πουκάμισα και έχει αποκηρύξει το βιβλίο με το οποίο αγάπησα τη noir λογοτεχνία. Το μυθιστόρημα Οι δρόμοι του δολοφόνου (εκδόσεις Καστανιώτη) σύμφωνα με τον ίδιο είναι το χειρότερο που έχει γράψει.

Όταν σε μία συνέντευξή του τον ρώτησαν γιατί είναι το πιο παραγκωνισμένο του έργο απάντησε ότι «δεν είναι ένα βιβλίο εφάμιλλο των άλλων, γιατί διατηρεί τον ίδιο τόνο από την αρχή ως το τέλος».

Το διάβασα το 2002, όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά στα ελληνικά. Μέχρι τότε δεν ήμουν ιδιαίτερα φίλος της αστυνομικής λογοτεχνίας. Τα κομμένα κεφάλια που βρίσκονταν πεταμένα σε κάδους τότε μού προκαλούσαν αμηχανία, ενώ ακόμα και σήμερα έχω ένα θέμα να διαβάζω για εξαφανισμένα παιδάκια. Πέρα από τους Αγκάθα Κρίστι, Ζορζ Σιμενόν, Ρέιμοντ Τσάντλερ και Γιάννη Μαρή, οι περιγραφές των οποίων δεν ήταν άγριες, είχα άλλα διαβάσματα, ενώ από τους σύγχρονους συγγραφείς προτιμούσα το μοντέρνο στυλ των Μάρτιν Έιμις, Μπρετ Ίστον Έλις και Τσακ Πόλανικ που μιλούσαν για τη βία με πιο χιουμοριστικό τρόπο.

Τριγυρίζοντας στους Δρόμους του δολοφόνου ανακάλυψα την αδρεναλίνη της δυνατής πλοκής και άρχισα να βουτάω χωρίς μάσκα στα σκοτεινά νερά της αστυνομικής λογοτεχνίας. Αρχικά διάβασα την Τετραλογία του Λος Άντζελες (Μαύρη Ντάλια, Μεγάλο Πουθενά, Λος Άντζελες Εμπιστευτικό, Λευκή Τζαζ). Το στυλ του Ελρόι με μάγεψε. Οι σελίδες έσταζαν αίμα, ήταν γεμάτες διαστροφή και παράνοια, όμως είχαν κάτι βαθιά ποιητικό. Ο Ελρόι έχει τον τρόπο να περιγράφει τα πιο άγρια πράγματα με μία ψυχρότητα που σε καθηλώνει. Χωρίς να το συνειδητοποιείς οι λέξεις του και όσα αυτές περιγράφουν εισβάλλουν κάτω από το δέρμα και μένουν εκεί για καιρό. Δεν ξέρω τι συνέβη, ξαφνικά δεν είχα θέμα με τις σκηνές των εγκλημάτων (αν και ακόμα θυμάμαι με αηδία εκείνη με τα σκυλιά στο Μεγάλο Πουθενά). Έγινα τόσο αναίσθητος, που ξεκίνησα να τρώω πίτσα, βλέποντας τα nerd των εγκληματολογικών εργαστηρίων να τεμαχίζουν πτώματα στα νεκροτομεία του CSI: Miami ή του Bones. Ξεκοκάλιζα με τρελή ταχύτητα οτιδήποτε έπεφτε στα χέρια μου μέχρι που εθίστηκα: Ρουθ Ρέντελ, Πατρίτσια Χάισμιθ, Mάικλ Κόνελι, Μινέτ Γουόλτερς, Π. Ντ. Τζέιμς, Ίαν Ράνκιν, Πατρίτσια Κόρνγουελ, και αργότερα όλους τους συγγραφείς των σκανδιναβικών noir θρίλερ (Στιγκ Λάρσον, Χένινγκ Μάνκελ, Άρνε Νταλ, Τζο Νέσμπο κ.α.).

Δεν ξέρω πραγματικά πώς θα μου φαίνονταν σήμερα Οι δρόμοι του δολοφόνου. Ίσως, έχοντας πια διαβάσει το Αμερικανικό Ταμπλόιντ και το Αμερικανικό ταξίδι θανάτου (που θεωρώ ότι είναι τα πιο σπουδαία βιβλία του Ελρόι), να έβλεπα αυτό που ισχυρίζεται και ο ίδιος ο συγγραφέας, ότι είναι υποδεέστερο σε σύγκριση με οτιδήποτε άλλο έχει γράψει.

Παρόλα αυτά, απ' όσο θυμάμαι, όταν διάβαζα έντεκα χρόνια πριν την on the road περιπέτεια του serial killer Μάρτιν Πλάνκετ δεν μπορούσα να αφήσω το βιβλίο από τα χέρια μου. Το τέλειωσα σε δύο νύχτες, κατάπινα τις σελίδες άναυδος από το πόσο αναίτια μπορεί να χάσει κάποιος τη ζωή του επειδή βρέθηκε τυχαία στο δρόμο ενός παρανοϊκού. Ο ήρωας, ένας καταπιεσμένος ομοφυλόφιλος με αγγελικό πρόσωπο, αφού σκότωσε τη μητέρα του, φόρτωσε τα πράγματά του στο αυτοκίνητό του (το θανατοκίνητο όπως το αποκαλούσε) και ξεκίνησε ένα ταξίδι από το Λος Άντζελες στην Καλιφόρνια, σκορπώντας το θάνατο. Ο συγγραφέας βάζοντας το δολοφόνο να μιλά σε πρώτο πρόσωπο δεν μένει μόνο στα εγκλήματα, αλλά φωτίζει και όλες τις ψυχικές διεργασίες ενός άρρωστου μυαλού που έφτασε στο σημείο να εθιστεί στο αίμα. Εκτός από την αφήγηση του Μάρτιν Πλάνκετ, τα γεγονότα παρουσιάζονται τόσο με τη μορφή δακτυλογραφημένων αστυνομικών αναφορών από τον ντετέκτιβ που είχε αναλάβει να διαλευκάνει την υπόθεση, όσο και με τα δημοσιεύματα στις εφημερίδες της εποχής.

Υ.Γ. Η καινούρια έκδοση του βιβλίου από τις εκδόσεις Καστανιώτη είναι μια καλή αφορμή για να διαβάσω ξανά το βιβλίο, αν και θυμάμαι ακόμα με ανατριχιαστικές λεπτομέρειες τα γεγονότα ένα προς ένα.

Υπάρχουν κάτι τύποι στη λογοτεχνία, μεγάλα καθάρματα, που όμως καταφέρνουν να σε κάνουν να ταυτιστείς μαζί τους. Κι όχι μόνο τους συμπαθήσεις, αλλά τελικά να έχεις και αγωνία αν θα τους πιάσουν. Ο Τομ Ρίπλεϋ είναι το καλύτερο παράδειγμα.

Η Πατρίτσια Χάισμιθ κατάφερε να δημιουργήσει τον πιο συμπαθητικό απατεώνα της νουάρ λογοτεχνίας: Έναν εγκληματία που αντιμετωπίζει την απάτη ως τέχνη. Αλλάζει εαυτούς με μεγάλη ευκολία, όπως ένας καλός ηθοποιός υποδύεται τους ρόλους του στη σκηνή. Η ιστορία του ξεκινά στο Μοντζιμπέλο (με το μυθιστόρημα Ο ταλαντούχος κύριος Ρίπλεϋ), όπου ο Τομ σκοτώνει έναν πλούσιο Αμερικανό, νεαρό κληρονόμο που απολάμβανε μακριά από την πλούσια οικογένειά του μια μποέμ ζωή στη Μεσόγειο. Ο Ντίκι Γκρίνφιλντ ζούσε σε ένα από τα πιο όμορφα ψαροχώρια της Ιταλίας, ζωγραφίζοντας, κολυμπώντας και κάνοντας ιστιοπλοΐα. Αφού ο Ρίπλεϋ κατάφερε να μπει στη ζωή του, τον δολοφόνησε, ξεγέλασε τους πάντες, έκλεψε την ταυτότητά του και ταξίδεψε στη Ρώμη, τη Βενετία, τα νησιά του Αιγαίου, πότε ως Ντίκι και πότε ως Τομ, κάνοντας καλή ζωή με τα χρήματά του πρώτου.

Στο δεύτερο βιβλίο Ο Ρίπλεϋ κάτω απ' το χώμα (εκδ. Άγρα) ο Τομ, χρόνια μετά, έχει παντρευτεί ένα πλούσιο κορίτσι με αριστοκρατική καταγωγή, την Ελοΐζ, και ζουν μαζί στη γαλλική εξοχή, σε ένα υπέροχο πέτρινο σπίτι πλάι στο δάσος. Εκεί, περνά τη μέρα του ήσυχα φροντίζοντας τον κήπο, ακούγοντας κλασική μουσική, συλλέγοντας κρασιά σε μια πλούσια κάβα. Ζει σε έναν χώρο γεμάτο έργα τέχνης και όλα όσα χρειάζεται ένας αληθινός μπον βιβέρ για να μην πλήττει ποτέ.

Ο Τομ Ρίπλεϋ όμως, για να μπορεί να συντηρεί το είδος της ζωής που επιθυμεί, έχει στήσει μια νέα απάτη σε με μία γκαλερί στο Λονδίνο. Εκεί πωλούνται ως γνήσιοι πλαστοί πίνακες του νεκρού ζωγράφου Ντέργουατ, ο οποίος είχε αυτοκτονήσει χρόνια πριν στην Ικαρία. Οι φίλοι του Ντέργουατ και ο Τομ έχουν διαδώσει παντού ότι ο ζωγράφος δεν πνίγηκε στην Ελλάδα, αλλά ζει απομονωμένος με ψεύτικο όνομα σε ένα άγνωστο χωριό του Μεξικού. Από εκεί στέλνει τους νέους πίνακές του στην γκαλερί του Λονδίνου. Στην πραγματικότητα όμως τους ζωγραφίζει σε ένα κρυφό ατελιέ ένας παιδικός φίλος του, ο Μπέρναρντ, ο οποίος έχει εκπαιδευτεί να μιμείται ακριβώς στο στυλ του Ντέργουατ. Σύντομα τα μίντια μαγεμένα από την ιδιαίτερη ιστορία του ερημίτη και αντικοινωνικού δημιουργού τον ανακηρύσσουν έναν από τους πιο σημαντικούς εν ζωή ζωγράφους της Ευρώπης. Οι πίνακές του πωλούνται για αστρονομικά ποσά. Στο Μιλάνο ιδρύεται μια σχολή ζωγραφικής που διδάσκει το στυλ του, ενώ μια εταιρεία που σχεδιάζει αναμνηστικά τέχνης (κούπες, γόμες, σελιδοδείκτες, τετράδια κτλ.) για τα πωλητήρια των μουσείων προσφέρει απίστευτα έσοδα στον Τομ και τους ιδιοκτήτες της γκαλερί.

Η καλοστημένη απάτη του Ρίπλεϋ λειτουργεί άψογα, μέχρι τη στιγμή που ένας Αμερικανός συλλέκτης έργων τέχνης, ο Τόμας Μέρτσισον, υποψιάζεται ότι ο πίνακας του Ντέργουατ που έχει αγοράσει είναι πλαστός. Για να διερευνήσει το θέμα ταξιδεύει στο Λονδίνο, επισκέπτεται την τελευταία έκθεση του ζωγράφου στην γκαλερί και ζητά επίμονα να μιλήσει μαζί του. Ο Τομ Ρίπλεϋ για να διασώσει την επιχείρηση, αποφασίσει να υποδυθεί ο ίδιος τον Ντέργουατ και να επισκεφθεί το Λονδίνο. Από εδώ ξεκινά μια περιπέτεια που κόβει την ανάσα. Η Πατρίτσια Χάισμιθ έχει κεντήσει μια δυνατή ιστορία γεμάτη αγωνία, αλλά και ατμοσφαιρικές εικόνες. Οι περιγραφές της βίλας του Ρίπλεϋ, αλλά και της ανέμελης ζωής στη γαλλική εξοχή σε ταξιδεύουν, ενώ η πλοκή σε παρασύρει να διαβάσεις το βιβλίο απνευστί.

Σαφώς η ιστορία, τώρα πια, μετά το τρομοκρατικό χτύπημα στους Δίδυμους Πύργους της Νέας Υόρκης το 2001, δεν στέκει. Τα μέτρα ασφαλείας στα αεροδρόμια δεν θα μπορούσαν να επιτρέπουν ούτε καν σε έναν αριστοτέχνη απατεώνα όπως ο Τομ Ρίπλεϋ να περνά τα σύνορα αλλάζοντας έτσι εύκολα ταυτότητα. Ενώ, ένα, δυο επεισόδια CSI να έχει δει κάποιος, γνωρίζει πόσο εύκολο είναι πλέον τα σύγχρονα εργαστήρια του εγκληματολογικού να βρουν την ταυτότητα ενός πτώματος μόνο διασταυρώνοντας το DNA του. Όμως, αξίζει να δούμε το βιβλίο σαν μια αφήγηση άλλης εποχής, ίσως πιο αθώας. Θα είχε, μάλιστα, ενδιαφέρον αν ένας συγγραφέας επιχειρούσε να διηγηθεί την ίδια ιστορία, φέρνοντάς την όμως στο σήμερα. Πώς θα κατάφερνε ο Ρίπλεϋ να γλιτώσει στα χρόνια της ηλεκτρονικής εποχής;