Σε μια από τις τελευταίες
λιακάδες, πέρυσι το Φθινόπωρο, είχα
περάσει μια από τις πιο όμορφες
αντικοινωνικές Κυριακές της αναγνωστικής
μου καριέρας. Ξαπλωμένος στη βεράντα
κάτω από δέντρα που είχαν αρχίσει ήδη
να χάνουν τα πρώτα τους φύλλα, είχα
διαβάσει σε μία ημέρα το μυθιστόρημα-κόσμημα
«Κύριε Διοικητά» του Ρομαίν Σλοκόμπ
(εκδ. Πόλις, μτφρ. Έφη Κορομηλά). Άναυδος
περνούσα τις σελίδες βουλιμικά, σαν να
κρατούσα στα χέρια ένα παλιό γράμμα από
αυτά που ξεθάβεις ξεψαχνίζοντας τα
ντουλάπια στο σκονισμένο πια γραφείο
ενός συγγενή νεκρού από χρόνια. Η γλώσσα
συγκλονιστική, ένα αληθινό κέντημα
γεμάτο εικόνες και αρώματα μιας άγριας
εποχής σε μια χώρα που πεσμένη στα γόνατα
πάλευε να κρατήσει έστω σαν μια μικρή
μορφή αντίστασης τη φινέτσα της. Δυστυχώς,
όπως συμβαίνει πάντα με τα βιβλία -ή
τους έρωτες- που καταβροχθίζεις με
κομμένη την ανάσα, η γλώσσα γλιστρούσε
και χανόταν μέσα στην πλοκή, διαβάζοντας
βιαστικά ένιωθα ότι δεν απολάμβανα όσο
ήθελα τους χυμούς της, εστιάζοντας στην
ιστορία θυσίαζα τη λογοτεχνία. Τελειώνοντας
αργά τη νύχτα το μυθιστόρημα, συγκλονισμένος
και δυο φορές πιο άναυδος από το πρωί,
ήξερα πως αφήνω πίσω μου ανοιχτούς
λογαριασμούς μαζί του.
Δίκιο είχα, καθώς λίγους
μήνες μετά, γράφοντας ένα κείμενο για
το δωσιλογισμό και αφού είχα διαβάσει
μια σειρά από ιστορικά βιβλία για το
ναζισμό, επέστρεψα ξανά -αποσπασματικά
αυτή τη φορά- στο μυθιστόρημα του Σλοκόμπ
για να μελετήσω τις ιστορικές αναφορές,
αλλά και για να κατανοήσω καλύτερα πια
τους λόγους για τους οποίους η Γαλλία
ανέπτυξε σχέσεις συνεργασίας με τους
Γερμανούς κατακτητές. Πάλι, προσπέρασα
βιαστικά φράσεις-διαμάντια, κάτι φίνες
περιγραφές-όνειρο, κομψές σαν μια
παριζιάνικη βόλτα πλάι στον Σηκουάνα.
«Μα ανέκαθεν, νύχτα τη νύχτα, οι νύχτες
σκεπάζουν τον κόσμο» ή «Δεν φθάνεις
κατευθείαν στο φως. Φθάνεις περνώντας
από το μονοπάτι του σκότους» ή αλλού
«Επάνω σε μια βελγική μαούνα που περνούσε,
μια ξανθιά κοπέλα, με καρό φόρεμα που
κυμάτιζε γύρω από τις γυμνές της γάμπες,
άπλωνε τη μπουγάδα της».
Ένα χρόνο μετά λοιπόν,
τελευταίο weekend του Αυγούστου, πήρα μαζί
μου σε ένα σύντομο ταξίδι το μυθιστόρημα
του Σλοκόμπ για να το δανείσω στη μητέρα
μου. Τελικά βρέθηκα να το διαβάζω ξανά
εγώ, ράθυμα και αργά όπως του αξίζει, σε
ένα μισοάδειο ξενοδοχείο που αποχαιρετούσε
αδέξια και κουρασμένα από τις δυσκολίες
το καλοκαίρι των capital controls.
Λίγο η εποχή της
ναζιστικής παράνοιας που συγκλονίζει,
λίγο αυτή η σπάνια αίσθηση ότι διαβάζεις
ένα ιστορικό ντοκουμέντο, παρόλο που
πρόκειται για έργο μυθοπλασίας και
μάλιστα γραμμένο το 2011, το βιβλίο μοιάζει
ήδη κλασικό. Το μυθιστόρημα έχει τη
μορφή μιας μακροσκελούς επιστολής που
στέλνει ο μεγαλοαστός Γάλλος συγγραφέας
Πωλ-Ζαν Υσσόν, μέλος της Γαλλικής
Ακαδημίας και της Επιτροπής Βραβείων
Γκονκούρ και ήρωας του Α' Παγκοσμίου
Πολέμου, στον Γερμανό Διοικητή των
ναζιστικών δυνάμεων κατοχής στο Παρίσι.
Ο φανατικός αντισημίτης Υσσόν, υποστηρικτής
της δωσιλογικής κυβέρνησης του Βισύ
και θαυμαστής του στρατάρχη Πεταίν,
περιγράφει παράλληλα με την ιστορία
της γερμανικής εισβολής στη Γαλλία, τον
απεγνωσμένο και ανίερο έρωτά του για
την Εβραία νύφη του, την οποία τελικά
καταδίδει. Η παράνοια σε όλο της το
μεγαλείο ξεδιπλώνεται σελίδα σελίδα,
η υποκρισία του αδίστακτου ρατσιστή σε
σοκάρει, αλλά η δύναμη της πένας του
Σλοκόμπ είναι τέτοια που φθάνεις κάποια
στιγμή να τον λυπάσαι, ανακαλύπτοντας
ότι πίσω από το κακό του καθενός τελικά
κρύβεται η αρρώστια με την οποία
δηλητηριάζει η ανθρωπότητα συνολικά
τον κόσμο. Η εξομολόγηση αυτού του
αδίστακτου εβραιοφάγου, ο οποίος στέλνει
στο θάνατο ανθρώπους που ζουν δίπλα
του, είναι μια ακόμα απόδειξη ότι η
δύναμη του κακού είναι απλώς η κεκτημένη
ταχύτητα ενός διαταραγμένου μυαλού που
βρίσκεται σε πτώση. Η δύναμη είναι
αδυναμία και η άρρωστη ιδεολογία απλώς
μια ασπίδα για να την κρύψει. Ο έρωτας
είναι μια φλεγμονή της ψυχής, λέει σε
κάποιο σημείο ο Υσσόν. Μια φλεγμονή που
τρώει σιγά σιγά αυτό που είσαι. Όσα ήσουν
μέχρι τη στιγμή που ερωτεύεσαι διασπώνται
σαν το άτομο κατά τη διάρκεια μιας
πυρηνικής σχάσης. Ο αντισημίτης Υσσόν
ερωτεύεται τη γυναίκα του γιου του και
παρόλο που ανακαλύπτει ότι είναι Εβραία -γεγονός ασύλληπτο για τις ρατσιστικές του αντιλήψεις-
αδυνατεί να νικήσει τον πόθο του και
προσπαθεί να την κατακτήσει. Παρόλα
αυτά, μια σειρά από καταιγιστικά γεγονότα,
θα τον οδηγήσουν να γιατρέψει τη «φλεγμονή
της ψυχής του», για να ανακαλύψει ότι
τελικά απλώς δεν είχε ποτέ ψυχή.
Το βιβλίο έχει πλούτο
ιστορικών αναφορών και ο συγγραφέας
του ερμηνεύει με απόλυτη ψυχραιμία την
πιο μαύρη στιγμή της Γαλλικής κοινωνίας.
Όπως λέει ο Υσσόν: «Μπορώ να πω ότι τα
μέτρα κατά των Εβραίων που έλαβαν οι
γερμανικές αρχές και η κυβέρνησή μου,
δεν προκάλεσαν διαμαρτυρίες μεταξύ του
μεγαλύτερου τμήματος του πληθυσμού
-εκφράστηκαν μόνο κάποια παράπονα από
μέρους ορισμένων υπερβολικά φιλάνθρωπων
ατόμων, που έβρισκαν τα άρθρα μας στον
Τύπο υπέρ το δέον ρεβανσιστικά και
συνεπώς ικανά να προκαλέσουν ακρότητες,
όπως οι επιθέσεις κατά συναγωγών κτλ.».
Τα κίνητρα των δοσίλογων
φωτίζονται. Μεγάλη μερίδα του γαλλικού
λαού υποδέχτηκε
θερμά τη δωσιλογική κυβέρνηση Βισύ του
στρατάρχη Πεταίν, ελπίζοντας ότι η χώρα
θα πέσει στα μαλακά μετά τη γερμανική
εισβολή. Όντως στη Γαλλία οι ναζί παρείχαν
τις περισσότερες ελευθερίες από κάθε
άλλο κατακτημένο λαό. Οι κακουχίες
ωστόσο σε συνδυασμό με την «κρίση των
ομήρων» αποκάλυψαν ότι ο Πεταίν ήταν
μια χιτλερική πολιτική μαριονέτα, ο
οποίος θεωρούσε παραδόξως ότι προστάτευε
την εθνική κυριαρχία της Γαλλίας αν
αναλάμβανε η γαλλική αστυνομία -και όχι
ο γερμανικός στρατός- να τουφεκίζει
τους Γάλλους πολίτες. Ως αντάλλαγμα για
την πολιτική εκτοπίσεων των Εβραίων η
Γερμανία προσέφερε στη Γαλλία τη
διατήρηση της αυτονομίας της γαλλικής
αστυνομίας. Για τους δεξιούς, όπως
αναφέρει ο Mark Mazower στο βιβλίο «Η Αυτοκρατορία του Χίτλερ: Ναζιστική εξουσία στην κατοχική Ευρώπη» (εκδ.
Αλεξάνδρεια, σελ. 417),
η γερμανική κατοχή ήταν το τίμημα για
να αποκτήσει ξανά η Γαλλία το μεγαλείο
της, ενώ ταυτόχρονα ήταν μια ευκαιρία
για να κλείσουν τους ανοιχτούς λογαριασμούς
τους με την Αριστερά. Οι επιχειρηματίες
στήριξαν το καθεστώς Βισύ γιατί τους
βόλευε, αφού κατάργησε τα συνδικάτα και
το συνδικαλισμό. Εξίσου συνεργάσιμη
ήταν και η εκκλησία. Χαρακτηριστική
ήταν και η στήριξη του Βισύ στους
καλλιτέχνες. Στο δοκίμιο «Μεσάνυχτα»
ο Νταν Φρανκ καταγράφει αναλυτικά τη
στάση των καλλιτεχνών την περίοδο αυτή
(εκδ. Καπόν).
Παράλληλα
στο βιβλίο του Σλοκόμπ διαφαίνονται
και τα κίνητρα των Γερμανών για τη
συμμαχία με τον κατακτημένο. Γιατί οι
ναζιστές ήθελαν να συνεργαστούν με έναν
λαό που έτσι κι αλλιώς είχαν κατακτήσει;
Οι ναζί επιθυμούσαν τη συνεργασία με
γραφειοκράτες και στελέχη της εγχώριας
βιομηχανίας των χωρών στις οποίες
εισέβαλαν, ώστε να ελέγχουν την κρατική
μηχανή και την οικονομία στη ρίζα τους.
Οι δημόσιοι υπάλληλοι τους βοηθούσαν
στο διωγμό των Εβραίων διότι είχαν τα
μέσα να τους εντοπίζουν. Παράλληλα, οι
ναζιστές έβρισκαν ιδεολογικούς συμμάχους
στους κόλπους των ακροδεξιών που
ταυτίζονταν με την αντικομμουνιστική
ιδεολογία του Χίτλερ. Ο Σλοκόμπ το
αναφέρει κάποια στιγμή μέσα από την
εξομολόγηση ενός Γερμανού υπολοχαγού
στον Υσσόν: «Οι Γάλλοι μάς είναι πολύ
χρήσιμοι για να ελέγχουμε την περιοχή,
καταλαβαίνετε; Οι δικές μας Δυνάμεις
Κατοχής είναι αριθμητικά περιορισμένες,
δεν θα αρκούσαν με κανέναν τρόπο. Στα
ανατολικά, διεξάγουμε αυτή τη στιγμή
έναν δύσκολο πόλεμο, ο οποίος απορροφά
πολλές δυνάμεις μας. Είναι, επομένως,
πολύ σημαντικό να δουλεύουν και οι
Γάλλοι για μας».
Εξαιρετικό
είναι και το κομμάτι όπου ο Σλοκόμπ
περιγράφει το πώς άνθρωποι οι οποίοι
υποστήριζαν την κυβέρνηση Βισύ που
συνεργαζόταν με του ναζί «πέρασαν»
κάποια στιγμή στην αντίπερα όχθη
παριστάνοντας τους αντιστασιακούς:
«Πολλοί δραστηριοποιήθηκαν (στην αντίσταση) όταν αυτό έγινε λιγότερο
επικίνδυνο. Όλοι φυλούσαν το τομάρι
τους, καταλαβαίνετε. Έπειτα, ήταν κι
αυτοί που ανακάλυψαν το αντιστασιακό
τους φρόνημα προς το τέλος του πολέμου,
δελεασμένοι όμως κυρίως από το κέρδος...
Όταν απελευθερώθηκε η πόλη (το Αντινύ)
ο κόσμος έδειχνε ανακουφισμένος που
όλα είχαν τελειώσει. Καμιά τριανταριά
άτομα πέρασαν από το ένα ή το άλλο
δικαστήριο: το Ποινικό Δικαστήριο, το
Αστικό Δικαστήριο του Ερ. Μόνο δυο-τρεις
όμως καταδικάστηκαν σε πρόστιμα και
ποινές φυλάκισης, όπως η διευθύντρια
της Εφημερίδας, για παράδειγμα. Κανένας
δεν εκτελέστηκε. Σε άλλες πόλεις ο κόσμος
έπαιρνε αμέσως εκδίκηση, αυτό ναι. Θα
σας πω όμως κάτι ακόμα: οι Γάλλοι πράκτορες
της Γκεστάπο αφθονούσαν, σε σύγκριση
με τους αντιστασιακούς».
Για επίλογο
κράτησα μια συγκλονιστική σκηνή του
Σλοκόμπ. Την περιγραφή της γερμανικής
εισβολής που θυμίζει πολύ και την πρώτη
σκηνή στην ομώνυμη κινηματογραφικήμεταφορά του βιβλίου της Ιρέν Νεμιρόβσκυ
«Γαλλική Σουίτα», η οποία προβλήθηκε
αυτό το καλοκαίρι στους κινηματογράφους:
«Κάπου τριάντα χιλιόμετρα στα αριστερά
μας, η αεροπορία σας γάζωνε ένα στρατιωτικό
αεροδρόμιο, διαλύοντας τα αεροσκάφη
μας στο έδαφος και ανατινάζοντας τις
δεξαμενές καυσίμων. Τεράστιες στήλες
μαύρου καπνού υψώνονταν πάνω από τα
εγκαταλελειμμένα χωράφια, όπου αγελάδες
έτρεχαν δεξιά αριστερά μουκανίζοντας
απελπισμένα, ζητώντας να τις αρμέξουν.
Μια μυρωδιά καμένου πλαστικού πλανιόταν
στον αέρα και ερχόταν να προστεθεί στην
εξουθενωτική ζέστη. Δεν είχαμε πάρει
μαζί μας αρκετό νερό, κι η Ερμιόνη
παραπονιόταν ήδη ότι διψούσε. Σταμάτησα
σε ένα αγρόκτημα, όπου δεν δίστασαν να
μας ζητήσουν να πληρώσουμε τρία φράγκα
το λίτρο του νερού που άντλησαν από το
πηγάδι. Αγανακτισμένοι με την αρπακτικότητα
των χωρικών, οι πρόσφυγες τους την
ανταπέδιδαν κόβοντας φρούτα στους
αγρούς, ή μαζεύοντας λαχανικά. Είδα
μάλιστα σε κάποιες κωμοπόλεις σπασμένα
τζάμια και καταστήματα τροφίμων
λεηλατημένα από το πλήθος. Διαπίστωσα
ότι σε εκείνες τις βιαιοπραγίες έπαιρναν
μέρος και στρατιώτες, που είχαν σκορπίσει
κι αυτοί (...) Μια συλλογική παράνοια
κατακυρίευσε τη Γαλλία και τους Γάλλους
– όλες μας οι αξίες έμοιαζαν να έχουν
πεταχτεί στον υπόνομο, επιτρέποντας να
επιπλεύσουν και να ανακατευτούν, μέσα
σ΄έναν αποτρόπαιο στρόβιλο, εγωισμός,
ανημπόρια, αταξία, ηττοπάθεια, οργή,
ανοησία, παραλογισμός, παραίτηση,
απληστία, ανανδρία, μέθη, μνησικακία,
μίσος, υποταγή, και όλα αυτά μέσα στην
τραγική λαίλαπα ενός γιγάντιου,
ακατανόητου και ανεξέλεγκτου “ο σώζων
εαυτόν σωθήτω”».
ΥΓ. Μερικά
ιστορικά βιβλία στα οποία υπάρχει πλήθος
πληροφοριών τόσο για τις μορφές αντίστασης
όσο και για τις σχέσεις συνεργασίας που
αναπτύχθηκαν στην Ευρώπη στα χρόνια
της ναζιστικής κατοχής: Το εξαιρετικό
δοκίμιο «Ο Μεγάλος Εμφύλιος Πόλεμος:
Πολιτική ιστορία της Ευρώπης, 1914-1945»
του Paul Preston, στο βιβλίο «Ιστορία της σύγχρονης Ευρώπης» του T.C.W. Blanning (εκδ.
Τουρίκη). Ο τρίτος τόμος από το βιβλίο
των Serge Berstein και Pierre Milza «Ιστορία της Ευρώπης: Διάσπαση και Ανοικοδόμηση τηςΕυρώπης – 1919 έως σήμερα» (εκδ. Αλεξάνδρεια).
Το απολαυστικό βιβλίο «Η Αυτοκρατορίατου Χίτλερ: Ναζιστική εξουσία στηνκατοχική Ευρώπη» του Mark Mazower (εκδ.
Αλεξάνδρεια). Το πολύ καλό αλλά όχι τόσο
ευχάριστο στην ανάγνωση «H Ευρώπη:1870-1970» του James Joll (εκδ. Βάνιας). Και, τέλος,
το «Ναζισμός και γερμανικός χαρακτήρας- Δοκίμιο πάνω στην κατάρρευση τουπολιτισμού» του Norbert Elias που κυκλοφόρησε
μέσα στο 2015 από τις Πανεπιστημιακές
Εκδόσεις Κρήτης.