...αναμφισβήτητα είναι το Μαπούτσε του Caryl Ferey (εκδ. Άγρα, μτφ. Αργυρώ Μακάρωφ). Έχει όλα όσα κάνουν ένα βιβλίο της νουάρ λογοτεχνίας να ξεχωρίζει: στυλάτους ήρωες, γρήγορη πλοκή που σου κόβει την ανάσα και -μέσα σε ένα μακελειό με πυροβολισμούς, καταδιώξεις και πολύνεκρες επιθέσεις- έναν έρωτα με αρχέγονη δύναμη. Ο γεννημένος στη Βρετάνη συγγραφέας στήνει μια ιστορία γεμάτη ένταση, ρυθμό και οικονομία. Δεν περισσεύει ούτε λέξη από αυτό το συγκλονιστικό ταξίδι στην Αργεντινή του σήμερα, στο Μπουένος Άιρες της κρίσης (2001) αλλά και στα χρόνια της δικτατορίας του Χόρχε Βιντέλα (1976-1981).

Ταξιδευτής και λίγο ροκ, ο Φερέ περιγράφει τα τοπία με τέτοιο τρόπο που σε κάνει να νιώθεις λες και παρακολουθείς μία on the road κινηματογραφική περιπέτεια. Ο ίδιος έχει γυρίσει ολόκληρη την Ευρώπη με τη μοτοσυκλέτα του και μετά από μια μεγάλη περιήγηση σε διάφορες χώρες, κατέληξε στη Νέα Ζηλανδία. Τελικά όμως έγραψε για την (!) Αργεντινή (σαν να έχει ζήσει μάλιστα όλη τη ζωή του εκεί).

Στον πυρήνα της ιστορίας που αφηγείται είναι ένα δίκτυο στρατιωτικών που έκλεβε την περίοδο της δικτατορίας τα παιδιά των αντιφρονούντων και τα πουλούσε σε πλούσια, άκληρα ζευγάρια. Χιλιάδες εγκλήματα, δολοφονίες, βασανιστήρια έγιναν εκείνα τα χρόνια, αλλά ο δικτάτορας Χόρχε Βιντέλα πλήρωσε αρχικά γι' αυτά μόνο με πέντε χρόνια φυλάκισης. Αν και είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη, το 1990 ο τότε πρόεδρος της χώρας Κάρλος Μένεμ του έδωσε χάρη, όπως και σε άλλα στελέχη του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Τα στοιχεία που ενοχοποιούσαν τη δικτατορία ακόμα και για ανοιχτές υποθέσεις εξαφανίσεων θάφτηκαν από την πολιτεία, στο όνομα της λήθης που θα βοηθούσε την Αργεντινή να κλείσει τα τραύματά της και να προχωρήσει μπροστά. Έτσι ένας κακοποιημένος λαός βάδισε προς την καταστροφή, κουκουλώνοντας το μοναδικό όπλο που έχει ένα έθνος: την ιστορική του αλήθεια. Ο Χόρχε Βιντέλα φυλακίστηκε ξανά το 1998, όταν κρίθηκε ένοχος για την απαγωγή παιδιών από το καθεστώς του. Φυσικά, δεν έμεινε για πολύ στη φυλακή, μόνο για μερικές ημέρες. Κατόπιν τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό για λόγους υγείας. Η διαφθορά έφτανε μέχρι τους κόλπους της εκκλησίας, της πολιτικής, της επιστήμης, οπότε πολλοί ήταν εκείνοι που ήθελαν πάση θυσία να θάψουν τις ιστορίες των αγνοουμένων τις οποίες σκάλιζαν οι Γιαγιάδες της Πλατείας του Μάη (μια δυναμική οργάνωση που δεν σταμάτησε να αναζητά τους αναρίθμητους αγνοούμενους της δικτατορίας). Για την ιστορία, ο Νέστορ Κίρχνερ, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της χώρας μετά την τραυματική της χρεοκοπία, άνοιξε ξανά το φάκελο του Χόρχε Βιντέλα. Η χάρη που του είχε δώσει ο Μένεμ κρίθηκε αντισυνταγματική και τον Δεκέμβριο του 2010 ο πρώην δικτάτορας καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και παρέμεινε στη φυλακή μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το μυθιστόρημα του Φερέ αφηγείται όλα αυτά τα πραγματικά γεγονότα, εντάσσοντάς τα μέσα στην πλοκή. Οι σκηνές βασανισμού στα κολαστήρια της δικτατορίας είναι τόσο σκληρές, που πυροδοτούν στον αναγνώστη έναν απίστευτο θυμό. Δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου, όχι μόνο γιατί θες να δεις την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά γιατί αποζητάς τη δικαίωση των ηρώων.

Κεντρικό πρόσωπο η Ζανά, μια Ινδιάνα της φυλής Μαπούτσε. Έχοντας η ίδια βιώσει τον παραλογισμό, το ρατσισμό και τη σκληρότητα αυτού του κόσμου, αφού η οικογένειά της εκδιώχθηκε βίαια από τη γη της, κατέφυγε στο Μπουένος Άιρες της οικονομικής κρίσης για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Για να επιβιώσει αναγκάστηκε να γίνει πόρνη και να ζήσει στο δρόμο. Χρόνια μετά, έχοντας πλέον γίνει γλύπτρια, μένει σε μια παλιά καταπατημένη αποθήκη που έχει μετατρέψει σε ατελιέ. Εκεί φτιάχνει γιγαντιαία μεταλλικά γλυπτά και περνάει το χρόνο της κάνοντας παρέα με δύο τραβεστί. Η περιπέτεια αρχίζει όταν ένα βράδυ το πτώμα της Λους, της μία εκ των δύο τραβεστί, βρίσκεται ευνουχισμένο στο λιμάνι. Η Ζανά και η Πάουλα απευθύνονται στην αστυνομία, αλλά μη μπορώντας να βγάλουν άκρη ζητούν τη βοήθεια ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ, του Ρουμπέν Καλδερόν.

Ο Ρουμπέν, γιος ενός ποιητή που βασανίστηκε από τη δικτατορία για τις αριστερές ιδέες του και αυτοκτόνησε στο κελί του, έχει αφιερώσει τη ζωή του στις έρευνες για τον εντοπισμό ανθρώπων που αγνοούνται από εκείνη την περίοδο. Αρχικά, αρνείται να βοηθήσει τη Ζανά να βρει το δολοφόνο της φίλης της, αφού η υπόθεση δεν δείχνει να έχει σχέση με τα πολιτικά εγκλήματα που συνηθίζει να αναλαμβάνει. Στη συνέχεια όμως ερευνώντας την εξαφάνιση μιας πλούσιας, νεαρής γυναίκας, πέφτει πάνω στην Ινδιάνα. Οι δυο υποθέσεις δείχνουν να έχουν πολλά κοινά. Οι ήρωες θα έρθουν κοντά και μαζί θα προσπαθήσουν να ξετυλίξουν το νήμα ενός κουβαριού που τους οδηγεί πίσω στην πρόσφατη ιστορία της πολύπαθης Αργεντινής.

Υ.Γ. Το βιβλίο, μετά τις 200 σελίδες, διαβάζεται σε μία νύχτα. Η πλοκή είναι καταιγιστική. Οι περιγραφές είναι έξοχες. Το Μαπούτσε όμως σε κάνει να το αγαπήσεις όχι μόνο γιατί σε κρατά σε διαρκή αγωνία, αλλά εξαιτίας των ηρώων του. Και οι δύο είναι υπέροχοι! Τόσο, που λυπάσαι πραγματικά να τους αποχωριστείς.


Το χειρότερο δεν είναι να μην σου αρέσει πολύ το βιβλίο που διαβάζεις. Αλλά να μην βρίσκεις χρόνο να καθίσεις ήσυχα και να απολαύσεις ένα μυθιστόρημα που γουστάρεις τρελά. Το κουβαλάς μαζί σου στην τσάντα, ελπίζοντας να διαβάσεις λίγο στην κίνηση ή σε κάποιο café ανάμεσα σε δύο ραντεβού, σαν τον κλέφτη.

Το φετινό φθινόπωρο ήταν μέχρι ώρας το χειρότερο από αυτή την άποψη. Με ένα σπίτι διαλυμένο λόγω ανακαίνισης, με τα βιβλία σε κούτες ή σε στοίβες πάνω σε σκεπασμένα τραπέζια με νάιλον, με πολλές μαζεμένες υποχρεώσεις στο γραφείο, ζόρικα ωράρια και πολλά ξενύχτια, έγινα ένας από εκείνους που λένε μια φράση την οποία δεν συμπαθώ καθόλου: «Δεν έχω χρόνο για διάβασμα».

Όταν άκουγα ανθρώπους να το λένε, δεν το πίστευα. Να που συμβαίνει, καμιά φορά, ακόμα και σε κάτι τύπους σαν εμένα που δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς τα βιβλία. Όταν, όμως, γυρίζεις σπίτι μετά από 12 με 15 ώρες δουλειάς, το τελευταίο πράγμα που μπορείς να καταφέρεις είναι να διαβάσεις δέκα σελίδες σερί χωρίς να σε πάρει ο ύπνος. Προτιμάς να δεις μισό επεισόδιο Dexter ή να χαζέψεις στο Facebook και στο Twitter, να μιλήσεις στο τηλέφωνο ή το Skype, να φτιάξεις ένα ποτό και να ακούσεις λίγη μουσική για να χαλαρώσεις πριν πας στο κρεβάτι.

Με αυτό το ρυθμό, διαβάζοντας κάθε πρωί 20 περίπου σελίδες, πίνοντας τον καφέ μου, χρειάζομαι τρεις εβδομάδες για να τελειώσω ένα βιβλίο των 500 σελίδων. Απλώς απαράδεκτο, για τις δικές μου ανάγκες. Όταν δεν διαβάζω με την ταχύτητα που έχω συνηθίσει (ή με την ταχύτητα που μου αρέσει) αισθάνομαι ότι κάτι δεν κυλάει καλά στη ζωή μου, ότι κάτι πολύ σημαντικό λείπει. Και πράγματι έτσι είναι, λείπει κάποιος που αγαπάς κι αυτή η υπέροχη αίσθηση που έχεις όταν ένα βιβλίο σε παρασύρει τόσο πολύ που σε κάνει να ζεις δυο ζωές: μια δική σου και μια χάρτινη.

Υ.Γ. Τα βιβλία μπήκαν επιτέλους στη θέση τους. Και μάλιστα, για πρώτη φορά ταξινομημένα αλφαβητικά και ανά κατηγορία: Κλασική λογοτεχνία, σύγχρονη ξένη, ελληνική, αστυνομική, βιογραφίες, ποίηση, θέατρο και δοκίμια/φιλοσοφία/οικονομία. Έβαλα τάξη και στο σπίτι και στην βιβλιοαποθήκη. Αυτό, τουλάχιστον, με αποζημιώνει, αφού πλέον με μια κίνηση (ή έστω με δύο) μπορώ να βρίσκω γρήγορα οποιοδήποτε βιβλίο αναζητώ.  



Ο illustrator Πολ Ρότζερ από την Καλιφόρνια είχε μια υπέροχη ιδέα: Να εικονογραφήσει σελίδα σελίδα το μυθιστόρημα On the Road του Τζακ Κέρουακ. Τα ασπρόμαυρα σκίτσα του σε κάνουν να θέλεις να διαβάσεις ξανά το βιβλίο. 



Προς το παρόν η συγκεκριμένη δουλειά του δεν έχει εκδοθεί, τα σκίτσα φιλοξενούνται στο site του. Μπορείτε να τα δείτε με τη σειρά κάνοντας κλικ στα παρακάτω links:


Να μου γράφεις για ό,τι διαβάζεις. Κάθε ταξίδι, κάθε βιβλίο και μια καρτ ποστάλ.



Δεν έχει σημασία η αλήθεια. Μεταξύ μας, δεν είχε ποτέ. Όσα διαβάζαμε ήταν πάντα γεγονότα που μας επηρέαζαν σαν να τα είχαμε ζήσει. Τέτοια πράγματα να μου γράφεις. Για δράκους που σκότωσες και για δικτάτορες που σε κυνήγησαν, για έρωτες περασμένων αιώνων και μυστικά που ανακάλυψες.



Να μου γράφεις για την Κουμίκο και τη γάτα του Τόρου Οκάντα. Για τον Βέρθερο και τη Λόττε. Για τον Γιάρομιλ και τον ομφάλιο λώρο του. Βαριέμαι τις αληθινές ιστορίες. Αν θες να μου πεις καμία, πες μου ψέματα, ότι τη διάβασες τάχα κάπου και δεν θυμάσαι πού.  

Υ.Γ. Ολες τις καρτ ποστάλ που σχεδίασε η Julie θα τις βρείτε στη σελίδα της στο etsy.com  

Ξεδιάντροπες δολοφονίες, άγρια βασανιστήρια, ίντριγκες και παρακρατικά παιχνίδια με την ανοχή ξένων δυνάμεων. Δικτάτορες, τύραννοι, παρανοϊκοί στρατηγοί, αχυράνθρωποι της πολιτικής, μυστικοί πράκτορες και στη μέση οι πολίτες-πιόνια, φρικτά αδύναμοι, ανυπεράσπιστοι, διαλυμένοι κι άλλοτε δουλικά κουλουριασμένοι και βολεμένοι στα πόδια του συστήματος.

Δεν ξέρω γιατί, ίσως φταίει το σκοτάδι της εποχής που ζούμε, αλλά τελευταία με τραβούν σαν μαγνήτης μυθιστορήματα -κυρίως συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής- που έχουν ρίξει φως στα πιο άγρια κι απολυταρχικά καθεστώτα.

Μετά τη Γιορτή του Τράγου του Μάριο Βάργκας Λιόσα (εκδ. Καστανιώτη), την Τρέλα του Πινοτσέτ του Λουίς Σεπούλβεδα (εκδ. Opera), το Μακρινό Αστέρι του Ρομπέρτο Μπολάνιο (εκδ. Καστανιώτη), τις Αναμνήσεις μιας κυρίας του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (εκδ. Καστανιώτη) αλλά και το συγκλονιστικό Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο (εκδ. Πατάκη), λέω να συνεχίσω τη βουτιά στην παράνοια. Επέλεξα τέσσερα βιβλία που έχουν κι αυτά φυσικά καταγωγή από τη Λατινική Αμερική:

Όλα καταγγέλλουν την αποκτήνωση της εξουσίας, πραγματεύονται τις συνέπειες που έχουν τα χαμηλά αντανακλαστικά και η τυφλή υποταγή ενός λαού και ξεγυμνώνουν τον πρόστυχο ρόλο σε κάθε μα κάθε περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες δεν διστάζουν να πετάξουν εκατομμύρια ανθρώπους στα «σκυλιά» προκειμένου να ασκήσουν τον έλεγχό τους. Έστω και αν για να τα καταφέρουν χαϊδεύουν κάτω από το τραπέζι τις πιο άρρωστες προσωπικότητες στην ιστορία της Αμερικανικής Ηπείρου.

Πρωταγωνιστές είναι άλλοτε πραγματικά, άλλοτε φανταστικά πρόσωπα, που όλα όμως μοιάζουν αισχρά: Είναι το ίδιο πανίσχυρα κι αδύναμα ταυτόχρονα, αφού όπως πολύ σοφά γράφει η Χάνα Άρεντ στο βιβλίο της Περί βίας (εκδ. Αλεξάνδρεια) «δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα. Όταν η μία επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει».

Διαβάζοντας την εισαγωγή της μεταφράστριας Κλαίτης Σωτηριάδου-Μπαράχας στο βιβλίο του Μάρκες Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη, φυλλομετρώντας τα υπόλοιπα από τη στοίβα, αλλά και εκείνα που έχω ήδη διαβάσει, καταλαβαίνω ότι στη Λατινική Αμερική τα ονόματα (Τρουχίλιο, Πινοτσέτ, Πορφύριο Ντίας κ.α.) δεν έχουν καμία σημασία, ούτε οι χώρες (Χιλή, Αργεντινή, Περού, Βολιβία, Ουρουγουάη, Μεξικό, Παραγουάη κ.α.), το μόνο που μετράει είναι το πόσο άρρωστο και επικίνδυνο μπορεί να γίνει το ανθρώπινο μυαλό.

«Ο Πατριάρχης, ένας "παραδοσιακός" Λατινοαμερικανικής προέλευσης δικτάτορας, είναι ένας γέρος στρατηγός ακαθόριστης ηλικίας "μεταξύ 107 και 232 χρόνων", σε κάποια ανώνυμη Λατινοαμερικανική χώρα. Μέσα από τα καθημερινά γεγονότα της ζωής του αναγνωρίζουμε χαρακτηριστικά από στυγνούς δικτάτορες, παλαιούς και σύγχρονους, που συνθέτουν την εικόνα του, αυτή όμως η μυθική, αινιγματική, τρομερή και παντοδύναμη φιγούρα μεταμορφώνεται από την πένα του συγγραφέα σε ήρωα φαρσοκωμωδίας. Ο δικτάτορας επιτέλους απομυθοποιείται, ξαναπαίρνει τις ανθρώπινες διαστάσεις του, καταρρέει και τελικά πεθαίνει για να αφήσει το σαπισμένο κορμί του έρμαιο στα όρνια που μπαινοβγαίνουν στο "μέγαρο της εξουσίας"».

Τα επόμενα βιβλία πάνω στο συγκεκριμένο θέμα που θέλω να αγοράσω είναι η φυσικά, η τριλογία του Ουρουγουανού Εδουάρδο Γκαλεάνο Μνήμη της φωτιάς: Η αρχή - Τα πρόσωπα και οι μάσκες - Ο αιώνας του ανέμου (εκδ. Πάπυρος), που όπως λέει ο Αναστάσης Βιστωνίτης στο Βήμα πρόκειται για «ένα έργο μοναδικό σε σύλληψη και σε εκτέλεση. Ο Ουρουγουανός Εδουάρδο Γκαλεάνο, επιφανής συγγραφέας, δημοσιογράφος και άριστος γνώστης του πολιτισμού και της λατινοαμερικανικής ιστορίας έγραψε τη δική του ιστορία της Νότιας Αμερικής σε μικρά, αυτόνομα και ακαριαίας αποτύπωσης κείμενα, από την προκολομβιανή εποχή ως το τέλος περίπου του 20ού αιώνα».

Βεβαίως, ανυπομονώ να ξεκινήσω το Μαπούτσε του Καρίλ Φερί (εκδ. Άγρα). Αν και δεν έχει γραφτεί από Λατινοαμερικανό συγγραφέα, πιστεύω ότι θεματικά και μόνο αξίζει να μπει στη λίστα, αφού όσα διαδραματίζονται σε αυτό έχουν τις ρίζες τους στη δικτατορία του στρατηγού Βιντέλα στην Αργεντινή. Ίσως τολμήσω κάποια στιγμή να αναμετρηθώ με το 2666 του Ρομπέρτο Μπολάνιο (εκδ. Άγρα), ενώ θα αναζητήσω (κι ελπίζω να βρω) σε δανειστική βιβλιοθήκη το εξαντλημένο Τελευταία νύχτα στη Χιλή του ίδιου (εκδ. Μεταίχμιο). Η κριτική της Αρχοντής Κόρκα στο Critique μου έχει εξάψει τη φαντασία.

Υ.Γ. Θα ήθελα τις προτάσεις σας για βιβλία αντίστοιχης θεματολογίας και καταγωγής που μου έχουν διαφύγει ή έχω λησμονήσει.



Ένας κακοποιημένος λαός μαθαίνει να φιλά ευλαβικά το χέρι που τον χτυπά. Να αποθεώνει τον δυνάστη, να σκύβει περισσότερο όταν τον προσβάλει άγρια, να υφίσταται τη βία μοιρολατρικά σαν μια μεταφυσική τιμωρία που πρέπει να υποστεί. Η ταπείνωση είναι μια σκάλα που δεν έχει τέλος. Η κατάβαση κάνει ακόμα πιο ισχυρό τον γόρδιο δεσμό που αναπτύσσεται μεταξύ αφέντη και σκλάβου.

Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα Η γιορτή του Τράγου του Μάριο Βάργκας Λιόσα (εκδ. Καστανιώτη – μτφ. Αγγελική Αλεξοπούλου) περιγράφει ακριβώς αυτή την άρρωστη σχέση ενός τυράννου με το λαό του. Είναι μια σπουδή στην παράνοια της εξουσίας. Ο βραβευμένος με Νόμπελ περουβιανός συγγραφέας με τη δυνατή πένα του καταγράφει λεπτό προς λεπτό τα γεγονότα πριν και μετά τη δολοφονία του δικτάτορα Τρουχίλιο. Ο ηγέτης του Αγίου Δομίνικου από το 1930 έως το 1961, υπήρξε μια από τις πιο μακιαβελικές προσωπικότητες στην παγκόσμια ιστορία. Βασάνισε με ασύλληπτη αγριότητα εκατομμύρια ανθρώπους, ακόμα κι εκείνους που στήριζαν τυφλά το διαβολικό οικοδόμημά του, ταπείνωνε με σαδιστική υστερία τα στελέχη του, δοκίμαζε την πίστη τους διαρκώς στήνοντας στην πλάτη τους παιχνίδια εξουσίας, δίνοντάς τους κίνητρα για να κανιβαλίζουν ο ένας τον άλλον. Από φόβο μην πέσουν σε δυσμένεια αποδέχονταν τα πάντα, ακόμα και το να μπαίνει ο άρχοντας μέσα στο ίδιο τους το σπίτι και να πηδάει τη γυναίκα, την αδερφή ή την κόρη τους, όσο εκείνοι κρατούσαν τσίλιες στην πόρτα με τον σοφέρ του.

Η αφήγηση αν και έχει πολύπλοκη δομή, αφού τα γεγονότα καταγράφονται από πολλές οπτικές γωνίες, δεν κουράζει καθόλου. Το βιβλίο είναι τόσο καλογραμμένο που σε μαγεύει. Δεν μπορείς να σταματήσεις να διαβάζεις. Όσα διηγείται ο Λιόσα γράφουν βαθιά στο υποσυνείδητό σου, τα κουβαλάς μέσα σου για καιρό, σε κάνουν να βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Κι αυτή είναι η σπουδαιότητα του συγκεκριμένου μυθιστορήματος: είναι ένα κλειδί με το οποίο μπορείς να ξεκλειδώσεις και να ερμηνεύσεις πολλά πράγματα που συμβαίνουν γύρω σου. Κυρίως όμως το βιβλίο μιλά για τη συνενοχή. Χωρίς αυτή κανένας δικτάτορας δεν μπορεί να διατηρήσει την εξουσία του. Κανένας δεν μπορεί να σε πατήσει αν δεν σκύψεις. Γιατί αυτή η αρρώστια είναι σαν το τανγκό: θέλει πάντα δύο.

Διαβάζοντας το βιβλίο βεβαιώνεσαι πως η σχέση σαδιστή-μαζοχιστή, τηρουμένων των αναλογιών, αναπτύσσεται εκτός από την πολιτική σε κάθε πεδίο όπου κάποιος αποκτά ανεξέλεγκτη εξουσία: σε μια οικογένεια, εταιρεία, ομάδα, οργάνωση, σχέση κ.α. Όσο αηδιαστικός βεβαίως είναι ο κάθε Τρουχίλιο, άλλο τόσο αηδιαστικοί είναι και οι κανίβαλοι που διαγκωνίζονται γύρω του για να γευτούν λίγη από την εξουσία του και τα προνόμια που αυτή τους παρέχει. Ή και εκείνοι που συναινούν σιωπηλά στα εγκλήματά του για να μην ξεβολευτούν. 

Υ.Γ. Δεν θα μπορούσε να επιλεχθεί καλύτερο έργο από τον πίνακα Allegoria del Cattivo Governo (1338-1339) του Ambrogio Lorenzetti, για να κοσμήσει το εξώφυλλο ενός τέτοιου μυθιστορήματος.



Είχα 20 χρόνια να πάω σε δανειστική βιβλιοθήκη. Από την εφηβεία μου. Τότε είχαμε ακόμα καρτέλες, στις οποίες χειρόγραφα σημειώναμε τα βιβλία που παίρναμε. Έως τρία μυθιστορήματα, θεατρικά ή ποιητικές συλλογές για 14 ημέρες.

Έτσι διάβασα τα περισσότερα ποιήματα του Ελύτη, του Καβάφη, τα βιβλία του Κάφκα, τα έργα του Ίψεν ή του Τένεσι Ουίλιαμς. Βιβλία χιλιοδιαβασμένα, με ταλαιπωρημένη ράχη, βιβλία ευτυχισμένα που πήγαιναν κι έρχονταν από σπίτι σε σπίτι. Πόσοι άνθρωποι να ταξίδεψαν άραγε πριν από μένα με το Μονόγραμμα σ' εκείνο το σπίτι στη θάλασσα; Και πόσοι έχουν ερωτευθεί το ίδιο αντίτυπο μετά από μένα;

Η δανειστική βιβλιοθήκη με έμαθε να μοιράζομαι. Στην πράξη. Να καταλάβω πως ό,τι αξίζει το θυμάσαι για χρόνια και είναι πολύ πιο σημαντικό από οτιδήποτε κατέχεις μα έχεις ξεχάσει. Η βιβλιοαποθήκη μου είναι γεμάτη με σύγχρονα μυθιστορήματα που με έκαναν να περάσω καλά, μα δεν θυμάμαι ούτε λέξη από αυτά. Μια αμυδρή εντύπωση ευχαρίστησης. Στη μνήμη μου όμως κουβαλάω ολόκληρες φράσεις από σπουδαία βιβλία -σπουδαία γιατί με πήγαν ένα βήμα μπροστά- που δεν ήταν ποτέ δικά μου. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που έχουμε μάθει να ορίζουμε την ιδιοκτησία.

Πολλά από τα βιβλία που διάβασα σε δημοτικές βιβλιοθήκες και τα αγάπησα, αργότερα τα αγόρασα. Άλλα τα διάβασα ξανά, άλλα έχουν μείνει να σκονίζονται σε κάποιο ράφι. Είχε έρθει πια η εποχή που απαξιώθηκε το να μοιράζεσαι, έπρεπε να κατέχεις. Να «κατέχεις» κι ας ήταν όλα γύρω σου επί της ουσίας δανεικά.

Η δανειστική βιβλιοθήκη στην οποία πήγαινα όταν ήμουν 15 χρόνων δεν υπάρχει πια. Απ' όσο γνωρίζω δεν είναι η μόνη στην οποία μπήκε λουκέτο. Δεν ξέρω αν μπορώ να διαβάζω πια δανεικά βιβλία, με deadline, δεν με βολεύει πολύ. Δεν έχω το χρόνο ούτε να πηγαίνω με την ησυχία μου να διαλέξω τι θα διαβάσω ούτε θα είμαι συνεπής να τα επιστρέψω στην ώρα τους πίσω. Δεν έχει όμως σημασία, γιατί κάποτε μπορούσα και ίσως κάποια στιγμή να μπορώ ξανά. Ή μάλλον κάποια στιγμή ίσως να μην μπορώ να διαβάζω αν δεν υπάρχει αυτή η κοινωνική παροχή. Έχω πολλούς φίλους που αδυνατούν πια να αγοράσουν βιβλία.

Γιατί όμως να μπει λουκέτο σε μία δανειστική βιβλιοθήκη αν μπορεί να λειτουργήσει με εθελοντές; Αν μπορεί να τροφοδοτηθεί με τίτλους από αναγνώστες, εκδοτικούς οίκους, οργανισμούς κ.α.; Γιατί να κλείσει κάτι όταν μπορούν οι ίδιοι οι πολίτες να το αυτοδιαχειριστούν χωρίς καμία συνδρομή από το ανάπηρο πια κράτος;