Εσείς πόσα βιβλία διαβάζετε παράλληλα; Είστε μονογαμικοί ή πολυγαμικοί αναγνώστες; Κάνετε απιστίες στο βιβλίο σας με άλλα που σας κλέβουν ξαφνικά την καρδιά; Είστε επιρρεπείς στους έρωτες που σε παρασύρουν από την πρώτη σελίδα ή μένετε σταθεροί μέχρι τέλους σε μια και μόνο ιστορία;


Το δικό μου κομοδίνο, αν το ρωτήσετε, έχει να σας πει φρικτές ιστορίες απιστίας. Μου αρέσει να μπλέκω σε παράλληλες περιπέτειες και δεν ντρέπομαι να το ομολογήσω. Μπορεί ένα βράδυ να πέσω στο κρεβάτι μου με δύο ή τρία βιβλία. ;-) Ανάλογα με τη διάθεση της στιγμής. Μυθιστορήματα, ποιητικές συλλογές, βιογραφίες, αστυνομικά θρίλερ: γιατί κάθε νύχτα δεν είναι ίδια. Βεβαίως και υπάρχει πάντα αυτό που λέμε: «Το βιβλίο που διαβάζω τώρα», αλλά παρεμβάλλονται και άλλα πολλά.
Υπάρχουν άνθρωποι που τρελαίνονται, δεν θέλουν καθόλου να πετούν από το ένα βιβλίο στο άλλο. Αποσυντονίζονται. Για μένα δεν υπήρξε ποτέ πρόβλημα. Αντιθέτως αυτές οι μικρές απιστίες με βοηθούν να επιστρέφω σε ένα βιβλίο με πάθος.
Άνθρωπος που ούτως ή άλλως κάνω ταυτόχρονα πολλά πράγματα, λόγω υπερκινητικότητας ή του συνδρόμου ελλειμματικής προσοχής -δεν γνωρίζω να σας πω- μου αρέσει να ζω έχοντας πολλές εξόδους διαφυγής, ανάλογα με το mood στο οποίο βρίσκομαι.
Βοηθά και η μνήμη: θυμάμαι απίστευτες λεπτομέρειες ακόμα κι αν περάσει καιρός από βιβλία που έχω διαβάσει. Λες και γράφουν μέσα μου σαν αληθινές αναμνήσεις οι ζωές των άλλων. Κι έτσι αν πιάσω ένα βιβλίο μετά από καιρό, ρίχνω μια ματιά στην τελευταία παράγραφο που είχα μείνει και ξεκινώ σαν να μην πέρασε μια ώρα.
Αυτές τις μέρες λόγω Χριστουγέννων μου άνοιξε η όρεξη για εγκλήματα σε στοιχειωμένους πύργους: έτσι θυμήθηκα ένα βιβλίο που είχα -κακώς- εγκαταλείψει στα μισά ένα χρόνο πριν: «Θάνατος σε ιδιωτική κλινική» της Π. Ντ. Τζέιμς (εκδόσεις Καστανιώτη). 


Ένα μυθιστόρημα με υπέροχες περιγραφές ενός πύργου της εποχής των Τυδώρ: Αναμμένα τζάκια και δροσερά απεριτίφ πριν το δείπνο, συζητήσεις σε μια ατμοσφαιρική βιβλιοθήκη γεμάτη ράφια με παλιά δερματόδετα βιβλία, παράθυρα τύπου Τζέην Έυρ που βλέπουν σε κήπους της αγγλικής εξοχής.
Ο παλιός πύργος έχει μετατραπεί από έναν διάσημο πλαστικό χειρουργό σε κλινική για κυρίες που θέλουν να κάνουν αισθητικές επεμβάσεις μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. Εκεί μια βροχερή μέρα καταφθάνει η Ρόντα Γκράντουιν, γνωστή δημοσιογράφος που ειδικεύεται στα σκάνδαλα, τρόμος και φόβος κάθε κοσμικής κυρίας, η οποία επιθυμεί να αφαιρέσει ένα σημάδι από το πρόσωπό της (την είχε μαχαιρώσει ο μέθυσος πατέρας της όταν ήταν μικρή). Η Ρόντα το βράδυ μετά την επέμβαση, ενώ μόλις έχει συνέλθει από τη νάρκωση, δολοφονείται στη σουίτα της. Ο ταξίαρχος Νταλγκλίς (ο γνωστός ήρωας της Π. Ντ. Τζέιμς κι από άλλα βιβλία) καλείται με την ομάδα του να λύσει το μυστήριο πριν η κατάσταση πάρει ανεξέλεγκτες διαστάσεις στα μίντια. Ποιος είναι ο δολοφόνος; Όλοι όσοι βρίσκονταν στον πύργο τη νύχτα του φόνου ανακρίνονται κι οι προσωπικές τους εκτιμήσεις και ιστορίες χτίζουν μια ενδιαφέρουσα ιστορία που γίνεται ακόμα πιο ωραία εξαιτίας των ατμοσφαιρικών περιγραφών της σύγχρονης Αγκάθα Κρίστι της Βρετανίας, όπως αποκαλούν τη συγγραφέα Π. Ντ. Τζέιμς οι φανατικοί αναγνώστες της.


Υ.Γ.1 Ξαπλωμένος σε γούνινα ζεστά ριχτάρια, παράλληλα με αυτό το βιβλίο, που μόλις τελείωσα, διαβάζω και την αγγλική έκδοση του «1Q84» του Χαρούκι Μουρακάμι, τη βιογραφία του Φράνσις Μπέικον: «Ανατομία ενός Αινίγματος» (έχω κολλήσει μαζί της!), ποιήματα της Μάτσης Χατζηλαζάρου, ενώ ένα απόγευμα στον καναπέ τελείωσα και τη μικρή νουβέλα τα «Ημερολόγια από τη χώρα των Χριστουγέννων» του Ντέιβιντ Σεντάρις (ο οποίος με κάνει πάντα να κλαίω από τα γέλια) εκδόσεις Μελάνι .

Υ.Γ.2 Σας εύχομαι καλή και δημιουργική χρονιά! Με υγεία, τρυφερές αγκαλιές και διαβάσματα...

Υ.Γ.3 Αλήθεια εσείς τι διαβάζετε τώρα;  



Όταν φύγω από τα media θα ανοίξω ένα μπακαλοβιβλιοπωλείο που θα το ονομάσω «Ο Μπρετόν». Ένα μαγαζάκι κατάλευκο με πολλά ράφια, καλά βιβλία και εκατοντάδες παλιά βάζα και βαζάκια γεμάτα καρυκεύματα, βότανα και μυρωδικά. Από το ταβάνι θα κρέμονται σαλάμια, πικάντικα σουτζούκια, παστουρμάδες, ματσάκια ρίγανης, γιρλάντες με λιαστές ντομάτες και αποξηραμένα μήλα, πλεξούδες σκόρδα και καλάθια με φασκόμηλο.  


Στο πεζοδρόμιο θα έχω μικρά τραπέζια στολισμένα με δυόσμους και μαϊντανούς και θα σερβίρω κολασμένες τάρτες και άλλες σπιτικές γκουρμεδιές με υλικά που θα μαζεύουν οι φίλοι μου από τα ταξίδια τους σε όλο τον κόσμο.
Πλάι στις μαμαδίστικες ταραμοσαλάτες που θα φέρνω απ' τα χωριά θα υπάρχει το ράφι των υπερρεαλιστών και δίπλα στα μπαχάρια όλη η λογοτεχνία της Ανατολής, για να μπλέκονται μεταξύ τους τα αρώματα που αναδίδουν οι σελίδες με αυτά της κανέλας, του πιπεριού και της πάπρικας.


Στα χαρμάνια του καφέ και στη μαύρη ζάχαρη από τη Λατινική Αμερική θα βολέψω τους πιο αγαπημένους μου: τον Κασάρες, τον Μπόρχες και τον Χουάν Ρούλφο. Το «Πέδρο Πάραμο» θα το βάλω και σε ειδική προθήκη, πάνω από τα μεξικάνικα, μιας και είναι το βιβλίο που με έχει συγκλονίσει πιο βαθιά απ' όλα όσα έχω διαβάσει. 
Το μπακαλοβιβλιοπωλείο μαζί με τα πιάτα της ημέρας θα σερβίρει ανυπερθέτως και βιβλία. Τα οποία θα δίνουμε βεβαίως και βερεσέ, σε βιβλιόφιλους που ζορίζονται. 
Κι έτσι, στο μπακαλοβιβλιοπωλείο «Ο Μπρετόν», θα περνάω τη μέρα μου σουρεαλιστικά, όπως μου αρμόζει: ανάμεσα σε βιβλία του Τζόναθαν Φράνζεν, φέτα βαρελίσια και σε γάτες που θα τις φωνάζω όλες Κάφκα ανεξαιρέτως.
Μέχρι τότε όμως θα αρκεστώ να τριγυρνάω στην πόλη με το ποδήλατο ανακαλύπτοντας τρύπες με μικρούς ανεκτίμητους θησαυρούς, όπως το Eλιξίριον στην Ευριπίδου.


Θα αγοράζω σχεδόν ηδονικά στα παλιά και στα καινούρια γκουρμεδομπακάλικα, από την Ευριπίδου μέχρι το Κολωνάκι, deli νοστιμιές και καρυκεύματα, παράξενες μουστάρδες, ανατολίτικα τσάτνεϊ και αλάτια με μυρωδικά από την Προβηγκία. Όπως σήμερα. Που πέρασα όλη μου τη μέρα στο κέντρο διαλέγοντας αρωματικά λιβάνια, μουστάρδες, ποικιλίες φρέσκου πιπεριού, κουκουνάρια για τις σαλάτες μου και τα ωραιότερα τυριά και αλλαντικά που μου έκανε κέφι να δοκιμάσω. 
Πήρα το ποδήλατο και ξεκινώντας από το Θησείο άρχισα να χαζεύω στα παλαιοπωλεία της Ερμού και τα μικρομάγαζα της Αθηνάς.


Εδώ βρήκα μπουκάλια: για κάθε χρήση. Για κρασί, λάδι, ξίδι, αρωματικά έλαια και λικέρ κεράσι με συνταγή της γιαγιάς.


Περνώντας από τη Σταδίου έκανα μια στάση για να χαζέψω λίγο τη βιτρίνα του βιβλιοπωλείου Ιanos. Αλλά είδα τη βιογραφία του Φράνσις Μπέικον «Ανατομία ενός αινίγματος» από τον Michael Peppiatt (εκδόσεις Μικρη Άρκτος) και δεν μπόρεσα να αντισταθώ. Και τελικά έκατσα πολύ.


Με το σακίδιο στην πλάτη φορτωμένο με μπαχαρικά, τυριά και σαλάμια και τον Μπέικον αγκαλιά ξεχάστηκα για ώρα κοιτώντας τους πάγκους που ήταν φορτωμένοι με βιβλία.


Είδα τον καινούριο Μουρακάμι: «Για τι πράγμα μιλάω όταν μιλάω το τρέξιμο» (εκδόσεις Ωκεανίδα). Ένα βιβλίο όπου ο συγγραφέας του «Κουρδιστού Πουλιού» περιγράφει τη δική του ιστορία, για το πως άρχισε να γράφει όταν πούλησε το τζαζ μπαρ του, αλλά και για το πως κόλλησε με το τρέξιμο.


Και ξετρελάθηκα όταν έπεσα σχεδόν πάνω σε μία στοίβα με το νέο μυθιστόρημα «Η γυναίκα με το νούμερο 13» του Χοσέ Κάρλος Σομόθα που μεταφράστηκε στα ελληνικά (εκδόσεις Πατάκη). Ο συγγραφέας του απολαυστικού κβαντικού θρίλερ «Η θεωρία των χορδών» επέστρεψε με μία νέα ιστορία μυστηρίου για την ποίηση που «προορισμένη να αντανακλά όλες τις ομορφιές του κόσμου, γίνεται το πιο λεπτό εργαλείο καταστροφής».


  Περιμένοντας στο ταμείο έπεσε το μάτι μου στο νέο βιβλίο της Ζυράννας Ζατέλη «Ηδονή στον κρόταφο» (εκδόσεις Καστανιώτη) με όλα τα μυστικά της συγγραφικής της ...κουζίνας, γραμμένα σε πρώτο πρόσωπο.


Στριμώχνοντας τον Σομόθα, τον Μουρακάμι, τη Ζατέλη και τον Μπέικον ανάμεσα σε σαλάμια και κατσικίσια τυριά ανέβηκα στο Κολωνάκι για μουστάρδες. Αφού πριν, βεβαίως, σταμάτησα να χαζέψω καμιά δεκαριά βιτρίνες στη Βουκουρεστίου.


Το σόου είχε από ριγέ ελέφαντες στη βιτρίνα του Louis Vuitton που θύμιζαν Moulin Rouge...


...μέχρι υπέρκομψα μαύρα κοστούμια στα Prada που θα τα ζήλευε στα σίγουρα ο Φιτζέραλντ.


Κατάκοπος μετά κατηφόρισα στο Θησείο και έκατσα για φαγητό στο Κουτί, όπου έφαγα μοσχαράκι μαριναρισμένο σε μέλι, ήπια ένα ποτήρι κρασί κι άρχισα να διαβάζω τον Μπέικον.
Είχε βραδιάσει όμως πια και έκανε κρύο. Γύρισα με το ποδήλατο στο σπίτι και τακτοποίησα τους θησαυρούς μου. Το καλύτερό μου: κάθε βαζάκι και μια ιστορία.




Υ.Γ. Μετά έλεγα να πάω σινεμά να δω τη Μέριλιν. Αλλά άνοιξα τον Αιμίλιο το μήλο και ξεχάστηκα. Τελικά η Μέριλιν άργησε μια μέρα...




...να διαβάζεις μέχρι το πρωί ιστορίες για στοιχειωμένους πύργους και εγκλήματα στην αγγλική εξοχή και να κοιμάσαι μέχρι το μεσημέρι.


...να ξυπνάς ακούγοντας τα πουλάκια στα δέντρα να τιτιβίζουν και να χουζουρεύεις στο κρεβάτι χωρίς να σε νοιάζει τι ώρα θα σηκωθείς και τι άλλο θα κάνεις μέσα στη μέρα.


...να πίνεις καφέ και να χαζεύεις όση ώρα θες στο διαδίκτυο.


...να φτιάχνεις με τις ανιψιές σου (απαίσια) cupcakes σε περίεργα σχήματα (και μετά να τα πετάτε συνωμοτικά και να αγοράζετε έτοιμα παριστάνοντας ότι είναι δικά σας).


...να πηγαίνεις βόλτα με το ποδήλατο στα βιβλιοπωλεία και να καταλήγεις στο ταμείο φορτωμένος βουλιμικά με δέκα βιβλία, ενώ έχεις εξακόσια ακόμα στη βιβλιοθήκη που δεν έχεις διαβάσει.


...να ακούς μουσική και να ταξιδεύεις πάνω σε μια βελούδινη φωνή.


...να πηγαίνεις στο θέατρο ή στη Λυρική σκηνή και να φοράς το πιο κόκκινο κασκόλ
πάνω από τη μαύρη καπαρντίνα σου.


...να ανάβεις τα λαμπάκια στα δέντρα της βεράντας στις 5:00 το απόγευμα και να τυλίγεσαι με το πιο ζεστό ριχτάρι για να πάρεις έναν υπνάκο σαν τεμπέλης γάτος στον καναπέ.


...να παρακολουθείς μαγεμένος τον πιο καλό σου φίλο που κοιμάται σαν μωρό στο γούνινο χαλάκι του.


...να γεμίζεις το βάζο με λουλούδια και τη φρουτιέρα με ρόδια.



...να περπατάς άσκοπα στους δρόμους με το σακίδιο στην πλάτη γεμάτο δώρα για όσους αγαπάς, ακούγοντας κλασική μουσική στο iPod, και οι σταγόνες της βροχής να σου λερώνουν τα γυαλιά.


...να ετοιμάζεις ένα γιορτινό δείπνο για λίγους φίλους και όταν φύγουν να κοιτάς κουρασμένος τους λεκέδες του κόκκινου κρασιού στο τραπέζι και να αναπολείς: κάθε λεκές και μια ιστορία. Γιατί τα ευτυχισμένα και καλοζωισμένα σπίτια έχουν πάντα τέτοια σημάδια σε κάθε τους γωνιά, σαν ρυτίδες, για να θυμίζουν πως η αγάπη δεν μένει στην επιφάνεια, χαράζεται βαθιά.

Υ.Γ. Σας εύχομαι καλά Χριστούγεννα, ήσυχα και ευτυχισμένα!  


Μαγιό, cocktails και μια αγκαλιά γεμάτη βιβλία. Τίποτε άλλο δεν χρειάζεται κανείς σε αυτό το ξενοδοχείο για να είναι ευτυχισμένος. Το «The Library» βρίσκεται στο εξωτικό νησί Κο Σαμούι της Ταϊλάνδης και είναι ένα πολυτελές conceptual resort φτιαγμένο για όσους βάζουν πρώτα στη βαλίτσα τους τα βιβλία τους και μετά το αντηλιακό και τις Havaianas.

















Γεμάτο γωνιές για διάβασμα και με μια minimal εντυπωσιακή βιβλιοθήκη στην καρδιά του, το «Library» αποτελεί το ιδανικό καταφύγιο για τύπους σαν εμένα. Μανιακούς βιβλιόφιλους που λατρεύουν να περνούν τις διακοπές τους ξαπλωμένοι σε μια σεζ λονγκ. Για αθεράπευτους τεμπέληδες που προτιμούν να διαβάζουν τις περιπέτειες του Jo Nesbo με κομμένη την ανάσα, από το να βουτούν στα βαθιά χωρίς αναπνευστήρα αναζητώντας κοράλλια και αστερίες.

Η γυάλινη βιβλιοθήκη δεσπόζει στο κέντρο του resort.
Το γυάλινο δωμάτιο που ονειρευόταν όλη του τη ζωή ο Αντρέ Μπρετόν
















































Η πισίνα είναι επενδυμένη με κόκκινη ψηφίδα που κάνει το νερό να μοιάζει με αίμα (αν διαβάζετε Τζέιμς Ελρόι) ή με cocktail (αν διαβάζετε Φιτζέραλντ). Γιατί όλα τελικά όλα έχουν σχέση με το βιβλίο. 

























Από εδώ διαλέγει κανείς λευκώματα με φωτογραφίες. Μια εικόνα χίλιες λέξεις. 
    

Πρωινό μπροστά στην παραλία: Γαλλικός καφές, χυμός πορτοκαλιού
και τσαλακωμένο βιβλίο με άμμο στη ράχη.
Y.Γ. Αν είχατε αυτή τη θέα θα καταφέρνατε άραγε να διαβάσετε έστω και μία σελίδα; 


Το έχω σκεφτεί πολλές φορές: Αν δεν περνούσα τη ζωή μου κλεισμένος σε ένα γραφείο, θα ήθελα να είχα ένα μικρό βιβλιοπωλείο σε νησί. Σαν τον Βιβλιοπόντικα στη Σύρο. Ένα μοντέρνο μαγαζί γεμάτο βιβλία και μικρά έργα τέχνης. 


Να ζω χαλαρά, όπως δεν έχω ποτέ ζήσει δηλαδή περνώντας όλα αυτά τα χρόνια τις μέρες (και τις νύχτες μου πολλές φορές) σε φασαριόζικα γραφεία σύνταξης εφημερίδων και περιοδικών. Να ρίξω ταχύτητα, να μην κάνω παράλληλα τριάντα διαφορετικά πράγματα, να μην πιέζω κανέναν να προλάβει ένα deadline. Nα μην χάνω τον ύπνο μου για νέα που σήμερα θα γραφτούν κι αύριο θα σκορπίσουν σαν χαρτιά στον άνεμο.
Δεν ξέρω αν θα μπορούσα να ζήσω έτσι, ή μάλλον δεν ξέρω για πόσο θα μπορούσα να ζήσω έτσι, μέσα στην ησυχία. Αλλά θα ήθελα να το δοκιμάσω. Να ανακαλύψω την ομορφιά της βραδύτητας. Να ξυπνώ και να κοιτώ από το παράθυρο το χειμώνα την αγριεμένη θάλασσα, που σκάει στους τοίχους των σπιτιών στα Βαπόρια. Να κατεβαίνω με το ποδήλατο στην πλατεία του Δημαρχείου. Να πίνω τον πρώτο καφέ της μέρας στου Στελλά ή στης Νινέττας που φτιάχνει τέλειες πίτες, να τριγυρνώ στα στενά άσκοπα και να ανοίγω το βιβλιοπωλείο με την ησυχία μου. Να μιλάω χαλαρά με τους πελάτες για βιβλία και όταν δεν έχει κόσμο να διαβάζω ή να γράφω. Το μεσημέρι να κλείνω την πόρτα και να πηγαίνω στο πιο ψηλό σημείο του νησιού για να χαζέψω τη θάλασσα. «Να λογαριάσω το μηδέν μου με το άπειρο»*. Να δω στον ανοιχτό ορίζοντα πόσο λίγα και ασήμαντα είναι όλα αυτά που αφήνουμε να μας κάνουν τη ζωή πιο μικρή, σαν τους τοίχους που υψώνουμε γύρω μας και μας στερούν τη θέα σε αυτό που πραγματικά είμαστε.





Υ.Γ. Αν επισκεφθείτε ποτέ την Ερμούπολη κάντε μια βόλτα στον Βιβλιοπόντικα. Βρίσκεται στην οδό Άνδρου, κάπου ανάμεσα στο λιμάνι και το Δημαρχείο. Είναι το πιο όμορφο βιβλιοπωλείο που έχω δει στις Κυκλάδες. Κάθε φορά που πηγαίνω περνάω σίγουρα δύο και τρεις φορές. Αγοράζω βιβλία, χαζεύω το κολάζ στην πόρτα της αποθήκης και τη φωτογραφία του Ανδρέα Εμπειρίκου στο μαύρο κάδρο πίσω από το ταμείο. Και πάντα σκέφτομαι το ίδιο: πόσο θα ήθελα να είχα κάποτε κι εγώ ένα τόσο ωραίο μικρό μαγαζί.

*Στίχος της Λίνας Νικολακοπούλου από το τραγούδι «Το Πάτωμα»