...ήταν, όπως θα είδατε και στη φωτογραφία, ο Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων του Anthony Marra (μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης, εκδ. Ίκαρος). Πρόκειται για ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα που καταγράφει τις συνέπειες από τους δύο συνεχόμενους πολέμους στην Τσετσενία. Μετά τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, η Τσετσενία που αποτελεί ομοσπονδιακό υποκείμενο της Ρωσίας έχει μετατραπεί σε πεδίο απόλυτου παραλογισμού. Βομβαρδισμένα κτίρια, νάρκες παντού, απαγωγές και εξαφανίσεις, φυλακές-κολαστήρια, βασανιστήρια, βιασμοί και πείνα. Στα χρόνια του πολέμου το τηλεφώνημα ενός χαφιέ στον ρωσικό στρατό αρκούσε για να ξεκληριστεί όχι μια ολόκληρη οικογένεια, αλλά ένα ολόκληρο χωριό. Το 2009 η Ρωσία ανακοίνωσε ότι τα στρατεύματά της αποχωρούν από τα εδάφη της Τσετσενίας, ωστόσο ακόμα και σήμερα η περιοχή παραμένει ασταθής. Οι αγνοούμενοι, χιλιάδες... Χάθηκαν από τη μια στιγμή στην άλλη και κανείς δεν ξέρει τι απέγιναν.

«Παλιοσίδερα κι εξαφανίσεις» είπε ο Άχμεντ, ξερά και χωρίς καμία ειρωνεία. «Οι εθνικές μας βιομηχανίες».

Διαβάζοντας το μυθιστόρημα του Μάρα έχεις την αίσθηση ότι παρακολουθείς τη μαρτυρία ενός ανθρώπου που έχει ζήσει από πρώτο χέρι τα γεγονότα, αν όχι σαν κάτοικος τουλάχιστον σαν πολεμικός ανταποκριτής ή εθελοντής κάποιας φιλανθρωπικής οργάνωσης. Τίποτα από αυτά δεν ισχύει, το σπουδαίο αυτό βιβλίο γράφτηκε από έναν 28χρονο Αμερικανό που μεγάλωσε ασφαλής στην Ουάσινγκτον και σπούδασε στη Ρωσία. Όπως εξηγεί ο ίδιος στις ευχαριστίες του, έχει κάνει μεγάλη έρευνα και έχει συνθέσει (αριστοτεχνικά κατά γενική ομολογία) ένα κολάζ με τα στοιχεία που συνέλεξε: από άλλα βιβλία, δημοσιεύματα, βιογραφίες και ιστορικά ντοκουμέντα. Παρ' όλα αυτά δεν πρόκειται για ένα στείρο ιστορικό κείμενο ενός νεαρού που μόλις τελείωσε τα μαθήματα δημιουργικής γραφής, αλλά για ένα καλογραμμένο μυθιστόρημα με υπέροχες στιγμές λυρισμού, οι οποίες ανθίζουν ξαφνικά σαν νυχτολουλούδα σε μία σκοτεινή γωνιά, στα χαλάσματα μιας βομβαρδισμένης πόλης.

«Και το Γκρόζνι εμφανίστηκε, γκρίζο στον ορίζοντα, καθώς ο δρόμος έβγαζε σε μια λεκάνη με γκρεμισμένους τοίχους και ισοπεδωμένες πολυκατοικίες. Περίπτερα έγερναν στο πεζοδρόμιο. Ο Άχμεντ λυπόταν που δεν είχε πάρει μαζί του χαρτί και μολύβι για ν' απαθανατίσει την πρώτη του επίσκεψη στην πόλη. Μπαίνοντας σ' έναν κρατήρα, η Σόνια αναχαίτισε το τζιπ όσο την έπαιρνε. Ο δρόμος υψώθηκε και εξαφανίστηκε κάπου από πάνω τους, όλος ο κόσμος ήταν από χώμα σκούρο, υγρό, τα λάστιχα έφτασαν σπινάροντας στο χείλος. Η μόνη μυρωδιά που τρύπωσε μέσα απ' το ανοιχτό παράθυρο, ήταν απ' το μπούκωμα του κινητήρα. Ούτε σκουπίδια ούτε ακατέργαστα απόβλητα. Τίποτα. Κάπου λιαζόταν ένα σπασμένο σεκρετέρ με ξεχαρβαλωμένα πόμολα. Το τρεμόσβημα μιας φωτιάς σε βαρέλι τρία τετράγωνα πιο πέρα ήρθε σαν ένα μικρό, ευπρόσδεκτο σημάδι ανθρώπινης παρουσίας. Πίσω από τη φλόγα, ένας άντρας γυρνούσε μια σούβλα φτιαγμένη από κρεμάστρες ρούχων κι έναν κηπουρικό πάσσαλο, πάνω στην οποία ήταν καρφωμένη μια γροθιά ροδαλό κρέας. Δυο νύχια περιστεριού γύριζαν πάω απ' τη φωτιά. Πίσω απ' αυτήν, ξύλινες πασαρέλες συνέδεαν πυραμίδες από χαλάσματα. Άλλες γεφύρωναν κρατήρες, άλλες, στημένες στον δεύτερο ή τρίτο όροφο, γεφύρωναν σοκάκια».

Δεν είναι τόσο η πλοκή που κάνει αυτό το βιβλίο να ξεχωρίζει, όσο το βάθος που έχουν οι χαρακτήρες. Η αμφισημία της ανθρώπινης φύσης, η οποία μέσα στην αγριότητα του πολέμου γίνεται κινούμενη άμμος (κανείς δεν ξέρεις πως θα αντιδράσει, με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει) καταγράφεται πλήρως μέσω των βασικών προσώπων του μυθιστορήματος. Μια κυνική γιατρός που πληγωμένη βαθιά από την εξαφάνιση της αδερφής της θα βρεθεί αντιμέτωπη με ένα ορφανό οκτάχρονο κορίτσι, το οποίο μέσα σε μία νύχτα χάνει τον πατέρα του και βλέπει το σπίτι του να τυλίγεται στις φλόγες. Ένας αποτυχημένος γιατρός που σώζει το παιδί και το φυγαδεύει στο νοσοκομείο για να μην το βρουν οι Ρώσοι στρατιώτες. Ένας συγγραφέας ιστορικών βιβλίων που δεν μιλά στον γιο του γιατί έγινε χαφιές. Και μια γυναίκα που στα 35 της χρόνια είναι καθηλωμένη στο κρεβάτι εξαιτίας μιας άγνωστης νευρολογικής ασθένειας. Οι οριακές καταστάσεις που βιώνουν ή έχουν βιώσει στο πρόσφατο παρελθόν αυτοί οι άνθρωποι ξυπνούν ένστικτα που ο πολιτισμός έχει τιθασεύσει.

«Αυτός ο ακατανόητος πόλεμος θα ξερίζωνε από μέσα του μέχρι και την ανθρωπιά που τον έκανε να τον βρίσκει ακατανόητο».

Η βία αναμοχλεύει σκοτεινά στοιχεία της προσωπικότητάς τους, ξύνει πληγές, η κακουχία τούς αλλάζει αργά και βασανιστικά, ο φόβος τούς κάνει να υπερβούν τον ίδιο τους τον εαυτό και να συμμαχήσουν είτε με το καλό είτε με το κακό που κρύβουν μέσα τους. Εκτός από τη μικρή Χαβάα και τον υπέροχο Άχμεντ, προσωπικά συγκλονίστηκα με τον Ραμζάν, τον χαφιέ που κινεί τα νήματα της ιστορίας οδηγώντας στην καταστροφή τις ζωές όλων τους. Ο Μάρα φωτίζει απολύτως τα κίνητρά του, τον δικάζει μα δεν βγάζει ετυμηγορία, έτσι που στο τέλος θες να κλαις με τον τρόπο που η φρίκη του πολέμου σαρώνει τους ανθρώπους. Σε όλο το μυθιστόρημα η αλληλεγγύη συμβαδίζει με την παράνοια, η απόγνωση με την ελπίδα, ο πανικός με την ψυχραιμία, η τραγωδία με τη γλύκα που έχει αυτός ο κόσμος ακόμα κι όταν το κακό κυριαρχεί απόλυτα.

Ο Αστερισμός Ζωτικών Φαινομένων σκάβει μέσα σου βαθιά. Είναι ένα σκληρό αλλά αισιόδοξο βιβλίο, γιατί είναι φτιαγμένο με τα υλικά που κάνουν τον άνθρωπο να παλεύει κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες για να σταθεί στα πόδια του και να ζήσει. Άλλωστε αυτό ακριβώς εκφράζει και ο τίτλος του. Στο βαρετό ιατρικό λεξικό που η ηρωίδα διαβάζει κάποια στιγμή για να σβήσει τις παραισθήσεις της και να καταφέρει να κοιμηθεί, ο «αστερισμός ζωτικών φαινομένων» εξηγείται με έξι λέξεις που αποτελούν το θαύμα της ζωής: «οργάνωση, ευερεθιστότητα, κίνηση, ανάπτυξη, αναπαραγωγή, προσαρμογή».

Υ.Γ. Ο παππούς Ίκαρος φέτος έγινε έφηβος ξανά. Η σειρά ξένης λογοτεχνίας, στην οποία ανήκει το βιβλίο του Anthony Marra, ήταν κατά τη γνώμη μου το εκδοτικό γεγονός της χρονιάς. Βιβλία που αποπνέουν φρεσκάδα, ντυμένα με υπέροχα εξώφυλλα που έχει σχεδιάσει ο Χρήστος Κούρτογλου. Ο ωραιότερος και πιο μοντέρνος τρόπος δηλαδή να γιορτάσει ένας ιστορικός οίκος την επέτειο 70 χρόνων από την ίδρυσή του το 1943.


Σήμερα ξύπνησα και μέσα στην απόλυτη τεμπελιά των γιορτών, χωρίς κανένα πρόγραμμα ή υποχρέωση, αναρωτιόμουν πως είναι δυνατόν να ζω χωρίς να έχω διαβάσει τον Γατόπαρδο, το μυθιστόρημα του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα στο οποίο βασίζεται το αριστούργημα του Βισκόντι. Ούτε θυμάμαι ποιες παρανοϊκές συνειρμικές διεργασίες με οδήγησαν σ΄αυτό, όμως μέχρι το μεσημέρι ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ΔΕΝ υπήρχε καμία περίπτωση χριστουγεννιάτικα να ψήνεται αμέριμνη η γαλοπούλα στο φούρνο κι εγώ να μην έχω έναν Γατόπαρδο στο σαλόνι να πορεύομαι.

Επειδή βαριόμουν να βγω έστειλα την ανιψιά μου (με το αζημίωτο) να μου αγοράσει ένα αντίτυπο (κυκλοφορεί από τις εκδόσεις BELL κι έχει καταπληκτικό εξώφυλλο!). Πώς άλλοι κάνουν χρυσό το παιδί τους να πάει στο καθαριστήριο, εγώ την ικετεύω να πάει να μου πάρει βιβλία που ξαφνικά με πιάνει τρελός πόθος να αποκτήσω.

Έτσι, σε κατάσταση εκτάκτου ανάγκης, έχουν έρθει πολλά μυθιστορήματα στο σπίτι. Άλλα διαβάστηκαν αμέσως, με κομμένη την ανάσα, άλλα τελικά πήραν σειρά μετά από μήνες. Με τους ρυθμούς που αγοράζω βιβλία, βεβαίως, υπάρχουν και πολλά που δεν έχουν ακόμα ευτυχήσει να δουν τη ράχη τους να τσακίζει από τη χρήση, τα εξώφυλλά τους να στραπατσάρονται, τις σελίδες τους να γεμίζουν υπογραμμίσεις και λεκέδες από κρασί ή καφέ.

Ποιος ο λόγος όμως να καίγεσαι για ένα βιβλίο που θα πακτώσεις μαζί με άλλα και θα διαβάσεις μετά από ένα μήνα; Μέρα δεν είναι και αύριο να πας να το πάρεις; Όχι, φίλε μου, για κάποιον λόγο ΔΕΝ γίνεται. Πες το ψυχαναγκασμό. Πες το υστερία, εθισμό, απληστία, μονομανία, αρρώστια, εμμονή, αλκοολίκι, ντροπή & αίσχος... Πες το στα γαλλικά. Πες το όπως θες, αν δεν έρθει το βιβλίο που έχω βάλει στο μάτι άμεσα στο σπίτι διασαλεύεται η ηθική τάξη των πραγμάτων. Σπεύδω μετά τα γραφεία στα βιβλιοπωλεία, δυο λεπτά πριν κλείσουν, στέλνω τους άτυχους συγγενείς, αγγαρεύω φίλους, οργανώνω ολόκληρη εκστρατεία... Πάντως το βιβλίο το βράδυ κοιμάται στο κομοδίνο μου.

Υ.Γ. Η ιστορία του Γατόπαρδου αν και τοποθετείται χρονικά στο 1860 σήμερα είναι επίκαιρη όσο ποτέ. Ο Νίκος Ξυδάκης σε ένα υπέροχο παλαιότερο κείμενό του στην Καθημερινή εξηγεί γιατί.


Nα, εδώ, φτιάχνω ατμόσφαιρα για τη νύχτα του ρεβεγιόν. Μακελειό κάτω από το μαύρο δεντράκι-νάνο του Τιμ Μπάρτον. Κάθε χρόνο το έχω σαν παράδοση πριν και μετά τη γαλοπούλα με τα κάστανα να το ρίχνω στα θρίλερ και τα noir μυθιστορήματα. Φέτος όμως επέλεξα το From Hell των Alan Moore & Eddie Campbell (εκδ. Knockabout). Ένα πολύ ατμοσφαιρικό graphic novel για τον Jack the Ripper. Λονδίνο, άμαξες, αριστοκρατικές βιβλιοθήκες, τσάι σε πορσελάνινα φλιτζάνια και κάπου μέσα στην ομίχλη ο Τζακ να ακονίζει τα μαχαίρια του. Γιατί, όπως και να το κάνουμε, τα Χριστούγεννα θέλουν το παραμύθι τους.  



Ένα πρόσωπο που αχνοφαίνεται. Τα χρώματα στον καμβά θολώνουν. Ένα σβήσιμο δίνει τη θέση του στα αληθινά χαρακτηριστικά. Από εκεί και πέρα ο καθένας με τη φαντασία του ολοκληρώνει τον πίνακα. Με μικρές πινελιές δίνει μια άλλη ερμηνεία. Ελάχιστοι ξέρουν τι συνέβη. Ποιος ήταν πραγματικά ο μυστηριώδης ποιητής με το γαλάζιο λινό κοστούμι και το καπέλο που πόζαρε με τόση αυτοπεποίθηση, λίγο πριν τον Μεγάλο Πόλεμο, σ΄ αυτό τον χαμένο από καιρό κήπο...

Το εξώφυλλο στο νέο βιβλίο του Άλαν Χόλινγκχερστ «Το παιδί του ξένου» (μτφ. Αντώνης Καλοκύρης, εκδ. Καστανιώτη) αποτυπώνει επακριβώς την ουσία του μυθιστορήματος: Τον τρόπο με τον οποίο η φήμη αλλοιώνει την πραγματικότητα και η επίπλαστη εικόνα σκεπάζει τις αληθινές προσθέσεις.

Η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας ξεκινά στα τέλη του καλοκαιριού του 1913. Ο νεαρός ποιητής, αριστοκρατικής καταγωγής, Σέσιλ Βαλάνς επισκέπτεται για το Σαββατοκύριακο το σπίτι του συμφοιτητή στο Κέιμπριτζ και εραστή του Τζορτζ Σολ. Στα Δύο Εκτάρια, όπως ονομάζεται το κτήμα των Σολ, τον υποδέχονται η μητέρα και τα δύο αδέρφια του Τζορτζ. Σε ένα υπέροχο καλοκαιρινό σκηνικό, με ηλιόλουστες νωχελικές απολαύσεις στον κήπο, οι δύο άντρες ξεκλέβουν με δυσκολία χρόνο για να μείνουν μόνοι, αφού η 16χρονη Δάφνη, η μοναχοκόρη της οικογενείας, τους παρακολουθεί στενά. Γοητευμένη από τον Σέσιλ, θα γίνει ο άθελά της ο άνθρωπος-κλειδί ολόκληρου του βιβλίου. Γύρω από αυτήν θα περιστρέφονται όλα: οι αλήθειες, τα ψέματα, οι κρυφές επιθυμίες, τα ανικανοποίητα όνειρα, τα πραγματικά κίνητρα και όλες εκείνες οι προσπάθειες για να κρυφτούν στα βάθη του χρόνου. Η Δάφνη θα γίνει το ανάχωμα πίσω από το οποίο ο ίδιος ο Σέσιλ θα καλυφθεί στη μάχη του με τη φήμη.

Αν και στην αρχή το αφηγηματικό εύρημα του συγγραφέα να μετατοπίσει το κέντρο βάρους του μυθιστορήματος από τον Σέσιλ στη Δάφνη με ξένισε, πολύ γρήγορα απόλαυσα τις εναλλαγές των προσώπων σε κάθε κεφάλαιο. Νέοι ήρωες μπαίνουν διαρκώς στο παιχνίδι και προσφέρουν μια διαφορετική οπτική των γεγονότων, φωτίζουν κι άλλες πτυχές. Έτσι ώστε μέχρι το τέλος του βιβλίου να μαθαίνεις διαρκώς κι άλλα πράγματα.

Διαβάζοντας το «Παιδί του ξένου», σε πολλά σημεία μού ερχόταν στο νου η Αθανασία του Μίλαν Κούντερα (μτφ. Κατερίνα Δασκαλάκη, εκδ. Εστία). Τα δύο βιβλία πραγματεύονται το ίδιο θέμα, την υστεροφημία και τον τρόπο με τον οποίο επηρεάζει τις ζωές των ανθρώπων. Ο Χόλινγκερστ χρησιμοποιεί βεβαίως διαφορετικά «υλικά» από τον Κούντερα, ωστόσο καταλήγει στο ίδιο ακριβώς συμπέρασμα: τη ματαιότητα. Η αλήθεια θα λάμψει αργά ή γρήγορα, όσα εμπόδια κι αν συναντήσει.

Ορισμένες στιγμές έχεις την εντύπωση ότι ο Χόλινγκχερστ φλυαρεί, ωστόσο κάνοντας ένα βήμα πίσω και παρατηρώντας πιο προσεκτικά αλλά από απόσταση όσα αφηγείται, ανακαλύπτεις ότι όλες αυτές οι λεπτομέρειες συνθέτουν με μαεστρία την εξαιρετική τοιχογραφία μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Η Αγγλία των αρχών του περασμένου αιώνα. Οι βικτοριανοί πύργοι που αργότερα έγιναν κολέγια, οίκοι ευγηρίας, ιδιωτικές κλινικές, η εδουαρδιανή εξωστρέφεια και ανεμελιά που χάθηκε μέσα στην αχλή του Ά Παγκοσμίου Πολέμου, οι κοινωνικοπολιτικές αλλαγές που δημιούργησε και το πλήγμα που επέφερε στην αριστοκρατία. Κυρίως όμως η ομοφυλοφιλία -το κυρίαρχο θέμα στα βιβλία του βραβευμένου με Booker συγγραφέα, η αρχιτεκτονική του ψεύδους και οι συμβάσεις ενός κόσμου που ακόμα και σήμερα παλεύει -χωρίς δυστυχώς να τα καταφέρνει- να αναγνωρίσει το δικαίωμα ενός ανθρώπου να είναι απλώς ο εαυτός του. Όλες αυτές οι πρόσφατες συζητήσεις για το σύμφωνο συμβίωσης μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, οι αφορισμοί, οι μεσαιωνικές υστερίες, αλλά και το άγριο ομοφοβικό κύμα που σαρώνει για παράδειγμα τη Ρωσία, δίνουν στο βιβλίο μια επικαιρότητα και αναδεικνύουν εκτός από τη λογοτεχνική του αξία και άλλη μία χρησιμότητα: Ο αναγνώστης μένει στο φινάλε με τη βαθιά επίγνωση ότι ο πολιτισμένος κόσμος μας ακόμα παραμένει ένα ξέφωτο σε μια αχανή, σκοτεινή ζούγκλα υποκρισίας.

Υ.Γ. Το βιβλίο είναι στενά συνδεδεμένο με την ποίηση και τη μουσική. Υπάρχει μια μαγική περιγραφή στο πρώτο κεφάλαιο για τον Ιπτάμενο Ολλανδό του Βάγκνερ, η οποία δείχνει πόσο σπουδαίος συγγραφέας είναι ο Χόλινγκχερστ. Θεωρώ τεράστιο προσόν για έναν αφηγητή να μπορεί να μετατρέπει τις λέξεις σε νότες. Να διαβάζεις και να είναι σαν ακούς μουσική: «Η ορχήστρα ακουγόταν καλύτερα από εδώ, σαν αληθινή μπάντα που παίζει κάπου στο βάθος. Για μια στιγμή φαντάστηκε το φωτισμένο σπίτι πίσω τους σαν πλοίο μέσα στη νύχτα (...) Η μουσική της άγριας καταιγίδας όπου φανταζόσουν τους άνδρες κρεμασμένους στα άρμενα, και μετά, όταν η καταιγίδα κόπαζε, η ομορφότερη μελωδία που είχε ακούσει ποτέ, κυματιστή, εκστατική και ελεύθερη κι όμως έντονα θλιμμένη, και σε κάθε περίπτωση κατά κάποιον τρόπο αναπόφευκτη».  



Είναι μερικά μυθιστορήματα που θέλεις πολύ να διαβάσεις, φλερτάρεις μαζί τους κάθε φορά που πηγαίνεις στο βιβλιοπωλείο και τελικά κάποια στιγμή υποκύπτεις στη γοητεία τους. Λίγο η φήμη τους, λίγο μια συμπαθητική κριτική, τα λόγια του παπά (στο οπισθόφυλλο), δεν αργεί να γίνει το μοιραίο.

Περνά ο καιρός και το βιβλίο περιμένει τη σειρά του στη στοίβα με τα αδιάβαστα. Παρακολουθείς όσα γράφονται γι΄αυτό στις εφημερίδες και τα blogs και φτιάχνεσαι ακόμα περισσότερο. Όταν έρθει η ώρα όμως και αρχίζεις να το διαβάζεις, ξαφνικά διαπιστώνεις ότι δεν είναι ακριβώς όπως το περίμενες. Σαν να του λείπει κάτι. Αν είσαι λίγο ενοχικός και το βιβλίο έχει καλές συστάσεις, σκέφτεσαι ότι φταις εσύ που δεν πιάνεις το βαθύτερο νόημά του. (Αν είναι κλασικό αριστούργημα, αρχίζεις να σκάβεις λαγούμι για να κρυφτείς). Φυσικά, επιμένεις. Διαβάζεις λίγο ακόμα, δίνοντας σε σένα -όχι στο βιβλίο- μία ευκαιρία.

Είναι η στιγμή που διαβάζεις και ψιλοβαριέσαι. Αρχίζεις να χαζεύεις αριστερά δεξιά. Kάνεις ένα πέρασμα σε όλα τα κοινωνικά δίκτυα και προτιμάς να ανοίξεις link του National Geographic για τις νυφίτσες στα Νησιά του Πάσχα, παρά να διαβάσεις. Μην το ζαλίζεις, παράτα το. Ίσως αυτό το βιβλίο να μη γράφτηκε για σένα. Μπορεί να φταις εσύ, μπορεί ο συγγραφέας, μπορεί και η νυφίτσα που δεν κάθεται ήσυχα σε μια μεριά και σου αποσπά την προσοχή.

Φέτος, ήταν μια καλή χρονιά από αυτή την άποψη. Άφησα στη μέση πέντε μόνο βιβλία. Να ποια είναι αυτά:

1. Λέσχη Σέρλοκ Χολμς του Γκράχαμ Μουρ (εκδ. Μεταίχμιο)
Η βασική ιδέα μου άρεσε. Ακόμα τη βρίσκω έξυπνη. Όμως κάτι με χάλασε. Ένας φανατικός αναγνώστης των περιπετειών του Σέρλοκ Χολμς γίνεται μέλος στην πιο διάσημη λέσχη ανάγνωσης που είναι αφιερωμένη στο έργο του θρυλικού Άρθουρ Κόναν Ντόιλ. Ο (φλύαρος) νεαρός αναλαμβάνει να εξιχνιάσει τη δολοφονία ενός άλλου μέλους που ισχυριζόταν ότι κατείχε το χαμένο ημερολόγιο του συγγραφέα. Μπλα μπλα μπλα μπλα...
Θα επιστρέψω ξανά; Δεν νομίζω. Προτιμώ, αν είναι να διαβάσω κάτι για τον Ντόιλ να ξεκινήσω το Άρθουρ & Τζορτζ του Τζούλιαν Μπαρνς που αγόρασα πρόσφατα.
Ποσοστό ενοχής: 3%
Ετυμηγορία: Ο πρωτοεμφανιζόμενος φταίει πάντα (ειδικά αν είναι από το Λος Άντζελες).

Λώρα: Η τελευταία των Μαρξ της Ζέφης Κόλια (εκδ. Μεταίχμιο)
Ήθελα καιρό να διαβάσω τη βιογραφική μυθιστορία για το ζεύγος Λώρα και Πωλ Λαφάργκ, όμως λίγο μετά τη μέση του βιβλίου άρχισα να χάνω το ενδιαφέρον μου και να γλυκοκοιτάζω τη στοίβα στο κομοδίνο. Τα κομμάτια που αφορούσαν τη Λώρα Μαρξ μου άρεσαν πολύ, ωστόσο βρήκα ελαφρώς ανιαρά και αποστειρωμένα όλα αυτά τα βιογραφικά στοιχεία για τον πατέρα της, τα οποία σε πολλές περιπτώσεις με έκαναν να νιώθω λες και διάβαζα Wikipedia. Είχα την ανάγκη για περισσότερη Λώρα και λιγότερο Μαρξ, περισσότερη μυθιστορία και λιγότερη βιογραφία. Όσο περνούσαν οι σελίδες η αίσθηση ότι οι ήρωες δεν είχαν βάθος γινόταν όλο και πιο έντονη, σαν να λύγιζαν κάτω από το βάρος της ίδιας τους της φήμης.
Θα επιστρέψω ξανά; Μπορεί. Είχε ωραίες στιγμές: «Η δυνατή βροχή είχε κοπάσει. Έξω από τα παράθυρα τα πλυμένα δέντρα έμοιαζαν βγαλμένα από πίνακα του Μωρίς ντε Βλαμένκ καθώς το έντονο πράσινο χρώμα τους έσμιγε με το βαθύ πορφυρό του χειμωνιάτικου δειλινού».
Ποσοστό ενοχής: 50%
Ετυμηγορία: Ελεύθερος με αναστολή, λόγω αμφιβολιών. Είχα μόλις τελειώσει τη Γιορτή του Τράγου, το αριστούργημα του Μάριο Βάργκας Λιόσα για τον Τρουχίλιο και με περίμενε στο κομοδίνο το Μαπούτσε του Καρίλ Φερέ. Bad timing; Ίσως. Άλλωστε έχω δικαίωμα να κρίνω μόνο το μισό βιβλίο. Μετά τη σελίδα 138 μπορεί τα πράγματα να ήταν αλλιώς.

Flood του Στέφεν Μπάξτερ (εκδ. Αίολος)
2016. Οι θάλασσες σκεπάζουν παράκτιες περιοχές σε όλο τον κόσμο. Μητροπόλεις μετατρέπονται σε πλωτές πολιτείες και η ανθρωπότητα βρίσκεται αντιμέτωπη με μια τραγωδία ασύλληπτων διαστάσεων. Ακούγεται πολύ χολιγουντιανό. Ήταν όμως απίστευτα φλύαρο. Οικολογικό θρίλερ που στις πρώτες 50 σελίδες δεν έχει οκτώ ουρανοξύστες βυθισμένους στο νερό και το Μπιγκ Μπεν σκεπασμένο με μεταλλαγμένες ψόφιες πεσκανδρίτσες, είναι απαράδεκτο. Δεν μας ενδιαφέρει, χριστιανέ μου, η αδερφή της ηρωίδας και τα παιδιά της που γυρνάνε από το σχολείο. Είναι σαν γερμανικό πορνό ανακατεμένο με Μολιέρο και μεταγλωττισμένη βραζιλιάνικη σαπουνόπερα. Έλεος!
Θα επιστρέψω ξανά; Δεν υπάρχει καμία πιθανότητα. Ούτε ξέρω πού το εξαφάνισα.
Ποσοστό ενοχής: -90%
Ετυμηγορία: Πού-το-ξέρεις-εσύ-το-γερμανικό-πορνό;

Τα γεράκια της Χίλαρι Μαντέλ (εκδ. Πάπυρος)
Είναι το δεύτερο μέρος της σειράς μυθιστορημάτων για τη δυναστεία των Τυδώρ. Το πρώτο, το Γουλφ Χολ (δύο τόμοι) που είχε ως κεντρικό πρόσωπο τον Τόμας Κρόμγουελ, μου άρεσε πολύ αν και σε κάποια σημεία γινόταν λίγο κουραστικό. Στα Γεράκια, η βραβευμένη με Booker συγγραφέας επέστρεψε για να καταγράψει μυθιστορηματικά τα γεγονότα που οδήγησαν στην πτώση της Άννας Μπολέιν. Αυτό το κομμάτι της αγγλικής ιστορίας το θεωρώ συγκλονιστικό. Πρόλαβα να διαβάσω τον περασμένο Μάιο τις 100 πρώτες σελίδες στην Επίδαυρο, όμως γυρίζοντας στην Αθήνα ανακάλυψα ότι είχα ξεχάσει το βιβλίο στο τραπέζι κάτω απ' τη μουριά. Το ίδιο βράδυ, ξενερωμένος, ξεκίνησα κάτι άλλο και όταν επέστρεψα μετά από δύο εβδομάδες στον τόπο του εγκλήματος ήμουν πλέον μπλεγμένος σε άλλες ιστορίες.
Θα επιστρέψω ξανά; Εννοείται!
Ποσοστό ενοχής: 100%
Ετυμηγορία: Αποκεφαλισμός. Με ανοιχτά μάτια. Και ο δήμιος, να είναι μεθυσμένος.

5. Τα χρονικά του Άρη του Ρέι Μπράντμπερι (εκδ. Άγρα)
Έτος 2030. Ο κύριος και η κυρία Κ. ζουν ήσυχα στον Άρη, σε ένα σπίτι με κρυστάλλινες κολόνες πλάι στην απολιθωμένη θάλασσα μέχρι που καταφθάνουν οι εισβολείς από τον πλανήτη Γη. Δυστυχώς, δεν διάβασα παρακάτω να σας πω τι έγινε. Είμαι αθώος! Είχα πολλή δουλειά. Μετά ένα βράδυ ήρθε στο σπίτι ένα κογιότ και μου βούτηξε το βιβλίο... Μην τα πολυλογώ, μπήκα σε φοβερές περιπέτειες, όμως υπόσχομαι δημόσια και δεσμεύομαι ταπεινά να αποκαταστήσω την τάξη.
Θα επιστρέψω ξανά; Ναι, μάλιστα. Μέχρι το 2030 ελπίζω να έχω λύσει την παρεξήγηση.
Ποσοστό ενοχής: 100%
Ετυμηγορία: «Aπό πού ήρθες εσύ; Από τον Άρη κατέβηκες;».

Υ.Γ. Έχει συμβεί να επιστρέψω μετά από καιρό σε ένα παρατημένο βιβλίο, να το ξεκινήσω ακριβώς από το σημείο που είχα σταματήσει και τελικά να το βρω όχι απλά νόστιμο, αλλά στ΄ αλήθεια ωραίο. Παίζουν ρόλο και οι συγκυρίες, η φάση στην οποία βρίσκεσαι κάθε φορά, τα υπόλοιπα (ανταγωνιστικά) βιβλία που σου κλείνουν το μάτι από τη βιβλιοθήκη. Ή απλά η πιθανότητα να είσαι στραβωμένος και να μην σου αρέσει τίποτα. Shit happens.

Η συνταγή

Υλικά: Μία αιμοσταγής νεοφιλελεύθερη που οργανώνει γενοκτονίες μεταλλαγμένων κοτόπουλων. Ένας ηδονοβλεψίας τραπεζίτης, ο οποίος χρηματοδοτεί ταινίες για να μπορεί να παρακολουθεί κρυφά στα γυρίσματα τις ερωτικές σκηνές των νεαρών σταρ. Μία εκκεντρική γριά που διαβάζει πλάι στο τζάκι εξειδικευμένα περιοδικά για πολεμικά αεροσκάφη. Δημοσιογράφοι οι οποίοι λειτουργούν σαν τρολ για να αποπροσανατολίζουν την κοινή γνώμη με προκλητικά άρθρα. Ένας πολιτικός-αρπακτικό που λατρεύει τη Θάτσερ στους κόλπους των Εργατικών. Βρετανοί αριστοκράτες που κάνουν μπίζνες με τον Σαντάμ Χουσεΐν, πουλώντας του όπλα και εξοπλισμό για εργοστάσια πυρηνικής ενέργειας. Εικόνες από το ταπεινωμένο Λονδίνο στα χρόνια του θατσερισμού. Ένας αλκοολικός μπάτλερ σε ένα στοιχειωμένο αρχοντικό, μια ντουζίνα χοιρινά-κανίβαλοι (κυριολεκτικά και μεταφορικά), κι ένας συγγραφέας ο οποίος προσπαθεί να γράψει το χρονικό της πιο διεστραμμένης οικογένειας που έχει ροκανίσει ποτέ το δημόσιο πλούτο της Αγγλίας.

Εκτέλεση: Αναμειγνύουμε όλα τα παραπάνω spicy υλικά σε ένα μυθιστόρημα 500 σελίδων, προσθέτουμε μερικές ιστορικές σκηνές φρίκης από τη δεκαετία του '80, άφθονες δόσεις χιούμορ, λίγη λακ από το μπουντουάρ της Θάτσερ (έτσι για το άρωμα) και αφήνουμε τον αναγνώστη να ψηθεί σε σιγανή φωτιά.

Προσωπικά «ψήθηκα» από την πρώτη σελίδα. Το μυθιστόρημα «Τι ωραίο Πλιάτσικο!» του Τζόναθαν Κόου (εκδ. Πόλις) είναι ένα από τα πιο απολαυστικά βιβλία που έχω διαβάσει. Πρόκειται για ένα αιχμηρό έργο, που προσεγγίζει με απίστευτο χιούμορ την αγριότητα του νεοφιλελευθερισμού και περιγράφει με απολαυστικό τρόπο το γκραν γκινιόλ της αστικής τάξης, η οποία συνέχιζε να ζει βασιλικά σε θεόρατους κι αχανείς βικτοριανούς πύργους, όσο η μεσαία τάξη πέθαινε στα διαλυμένα νοσοκομεία της χώρας. Λυπάμαι που δεν είχα διαβάσει το Πλιάτσικο νωρίτερα, αλλά από την άλλη νιώθω ευτυχής που το έκανα τώρα που ξέρω τι σημαίνει νεοφιλελευθερισμός στην πράξη: Είναι συγκλονιστικό να διαβάζεις ένα βιβλίο το οποίο μιλά τόσο καθαρά για πράγματα που συμβαίνουν σχεδόν ολόιδια γύρω σου. Οι συνθήκες ζωής στη Βρετανία του 1980, τις οποίες περιγράφει αριστοτεχνικά ο Κόου, έχουν πολλά κοινά με αυτές που βιώνουμε σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης. Από τη μια η τεράστια ανεργία, οι ιδιωτικοποιήσεις, η κατάρρευση του κοινωνικού κράτους και των εργατικών δικαιωμάτων και από την άλλη το πλιάτσικο στο δημόσιο πλούτο, οι επιθέσεις των κερδοσκόπων, τα χυδαία πολιτικά παιχνίδια και η παρέλαση των πιο άγριων αρπακτικών που ενδύονται το μανδύα της εξυγίανσης.

Αφηγητής του βιβλίου ο Μάικλ Όουεν. Ένας καταθλιπτικός συγγραφέας, εθισμένος στις βιντεοταινίες, που προσλαμβάνεται από μια μισότρελη, εκκεντρική γριά για να γράψει την ιστορία της οικογένειάς της. Σε κάθε κεφάλαιο του βιβλίου παρακολουθούμε και τις δραστηριότητες των μελών της δυναστείας Γουίνσο. Καιροσκόποι, δωσίλογοι, προδότες, δολοφόνοι, παραδόπιστοι, εξουσιομανείς, οι απόγονοι της... αγίας αυτής οικογενείας έχουν ο καθένας τα κουσούρια του, μα έχουν όλοι ένα κοινό χαρακτηριστικό: Είναι ικανοί να πουλήσουν ακόμα και τη μάνα τους για να αυγατίσουν τα πλούτη τους. Σαν πεινασμένα ζόμπι πέφτουν πάνω στο πτώμα του κοινωνικού κράτους που δολοφόνησε η Μάργκαρετ Θάτσερ και αρπάζουν τη μερίδα του λέοντος.

Ο Κόου γράφει χαρακτηριστικά για έναν από αυτούς, τον τραπεζίτη Τόμας: «Το γλένταγε με την ψυχή του ν' αρπάζει αυτές τις μεγάλες κρατικές εταιρείες από τα χέρια των φορολογουμένων και να τις διαμελίζει σε μία μειοψηφία μετόχων που διψούσαν για κέρδη: η ιδέα ότι συνέβαλλε στην αφαίρεση της ιδιοκτησίας από τους πολλούς και τη συγκέντρωσή της στα χέρια ολίγων τον πλημμύριζε μ' ένα βαθύ και καθησυχαστικό αίσθημα δικαιοσύνης. Ικανοποιούσε το πρωτόγονο μέσα του».

Ο Μάικλ Όουεν ψάχνει και όσα μαθαίνει για τη δαιμονική οικογένεια τον βοηθούν να κάνει τους συσχετισμούς που πρέπει για να συμπληρώσει το παζλ. Η φίλη του τον κατηγορεί ως συνωμοσιολόγο κάθε φορά που ερμηνεύει όσα εξωφρενικά συμβαίνουν γύρω τους. Όμως όποια πέτρα κι αν σηκώσει ο Μάικλ είναι από κάτω κι ένα αρπακτικό των Γουίνσο. Οι τύποι παίζουν σκάκι στην πλάτη των πολιτών, πουλάνε κι αγοράζουν τη ζωή τους. Προσπαθούν να βάλουν χέρι στο δημόσιο σύστημα υγείας, να εμπορευματοποιήσουν τα κοινωνικά αγαθά. Έχουν ανθρώπους παντού για να προωθούν την ατζέντα τους και να βγάζουν νοκ άουτ κάθε εμπόδιο: στην πολιτική, στις τράπεζες, στις λέσχες, στις επιχειρήσεις, στα think tank, στα μίντια. Το μυστικό τους είναι ο αιφνιδιασμός. Σοκάροντας την κοινή γνώμη καταφέρνουν να δημιουργούν τις συνθήκες που τους βολεύουν. Να περνούν νομοσχέδια τα οποία τους ανοίγουν κάθε πόρτα που θα τους οδηγήσει σε χρυσές εξαγορές, συγχωνεύσεις, ιδιωτικοποιήσεις.

«Το κόλπο είναι να κάνεις πάντα σκανδαλώδη πράγματα. Δεν υπάρχει λόγος να περνάς μια σκανδαλώδη νομοθεσία και μετά να δίνεις στους άλλους το χρόνο να προετοιμαστούν σχετικά. Πρέπει να παρεμβαίνεις αμέσως και να την επικαλύπτεις με κάτι ακόμα χειρότερο, προτού η κοινή γνώμη προλάβει να καταλάβει το κακό που τη βρήκε».

Η κοινή γνώμη δυστυχώς αργεί να καταλάβει. Αργεί πολύ, στο τέλος όμως πάντα κάνει πάρτι στις πλατείες, όπως συνέβη φέτος στο Λονδίνο μετά την ανακοίνωση του θανάτου της Μάργκαρετ Θάτσερ. Η κοινή γνώμη αργεί, αλλά δεν ξεχνά ποτέ. Ακόμα κι αν περάσουν 20, 30, 40 χρόνια. Αργεί, αλλά ξέρει κάτι που όσοι την υποτιμούν αγνοούν, ότι -όπως λέει ο Κόου- «η πρέπουσα αντίδραση δεν είναι απλώς η οργή και η θλίψη, αλλά το τρελό δύσπιστο γέλιο».

16 Iουνίου 1912

Βιβλία. Το τραπέζι στο δωμάτιο του Άντονι ήταν γεμάτο (...) Πόσο θα ήθελα, σκεφτόταν ο Άντονι επιστρέφοντας από τη βόλτα του, να είχα δύο ζευγάρια μάτια! Ο Ιανός θα μπορούσε να διαβάζει τον Καντίντ και τη Μύηση ταυτόχρονα. Η ζωή ήταν τόσο μικρή και τα βιβλία τόσο αμέτρητα πολλά. Έσκυψε με λαιμαργία πάνω από το τραπέζι, ανοίγοντας τυχαία πότε τον έναν τόμο και πότε τον άλλο.

Υ.Γ. Το απόσπασμα είναι από το μυθιστόρημα «Ο τυφλός λυτρωτής» του Άλντους Χάξλεϋ (σελίδα 121, εκδ. Scripta, μτφ. Μαργαρίτα Ζαχαριάδου).




Έχετε δει κάτι ασπρόμαυρες φωτογραφίες από το Παρίσι της δεκαετίας του '60; Μια τζαμαρία που γράφει «café», ένα μικρό στρογγυλό τραπέζι με μαρμάρινη επιφάνεια, δύο φλιτζάνια που αχνίζουν πλάι σε ένα μισάνοιχτο βιβλίο κι ένα τσιγάρο να καίγεται στο μεταλλικό τασάκι. Έξω βρέχει και άνθρωποι περνούν τυλιγμένοι στα παλτό τους, κάτω από τις μεγάλες μαύρες ομπρέλες τους. Αυτή ακριβώς η εικόνα κυριαρχεί στο μυθιστόρημα του Patrick Modiano «Στο café της χαμένης νιότης» (εκδ. Πόλις, μτφ. Αχιλλέας Κυριακίδης). Ένα ατμοσφαιρικό, μικρό βιβλίο -μόλις 148 σελίδων- που διαβάζεται σε μια μόνο νύχτα.

Το βασικό θέμα που πραγματεύεται, από την πρώτη μέχρι την τελευταία σελίδα του το μυθιστόρημα είναι αυτό το ακατανίκητο αίσθημα της φυγής που οδηγεί κάποιους ανθρώπους στην απόφαση να τινάξουν τα πάντα στον αέρα για μια στιγμή απόλυτης ελευθερίας. Να κλείσουν την πόρτα πίσω τους και να αρχίσουν να περπατούν άσκοπα στην πόλη. Κάθε βήμα που κάνουν, όσο απομακρύνονται, είναι σαν να κόβουν τα νήματα που τους ένωναν με την παλιά τους ζωή. Είναι ολοκαίνουριοι. Κι έχουν την ψευδαίσθηση ότι μόλις άρχισαν να βλέπουν τον κόσμο γύρω τους αλλιώς. Απελευθερωμένοι από τα στεγανά μιας καλά οργανωμένης καθημερινότητας παρατηρούν για πρώτη φορά μετά από πολύ καιρό ξανά τα πράγματα. Τα φύλλα στα δέντρα δείχνουν πιο πράσινα. Τα φωτισμένα παράθυρα των σπιτιών που μέχρι τότε προσπερνούσαν αδιάφορα, ξαφνικά έχουν να τους διηγηθούν ιστορίες. Οι άνθρωποι οι ξένοι γίνονται μια υπόσχεση κι η νύχτα μια λευκή σελίδα πάνω στην οποία θα γράψουν και θα σβήσουν, θα μουτζουρώσουν, θα ζωγραφίσουν. Όσα δεν μπορούσαν μέχρι τότε. Κι αν θελήσουν, θα σκίσουν το χαρτί ή θα το τσαλακώσουν και θα το πετάξουν στα λασπωμένα νερά στην άκρη του δρόμου. Χωρίς να δώσουν λογαριασμό σε κανέναν.

Η Λουκί, η ηρωίδα του βιβλίου, το σκάει διαρκώς. Όταν ήταν μικρή περίμενε να φύγει η μητέρα της για δουλειά στο Moulin Rouge, για να αποδράσει. Άνοιγε την πόρτα διστακτικά, έκανε δυο μετρημένα βήματα στο σκοτάδι, κι έπαιρνε φόρα για να βγει στη ζωή. Κατέβαινε τρέχοντας τα σκαλιά κι όταν έφτανε στην είσοδο ξεγελούσε το θυρωρό κι έπαιρνε τους δρόμους μέχρι να φέξει. Αργότερα, παντρεμένη με τον προϊστάμενο στη δουλειά της, πνιγόταν. Ένα βράδυ έφυγε από το σπίτι και δεν ξαναγύρισε ποτέ. Νοίκιασε δωμάτιο σε ένα μικρό ξενοδοχείο και την έβγαζε όλη μέρα σε κάποιο café εκεί κοντά.

«Πάντα πίστευα ότι ορισμένα μέρη είναι μαγνήτες που σε έλκουν προς αυτά όταν βαδίζεις στην περιοχή τους – κι αυτό, ανεπαισθήτως, χωρίς να το καταλάβεις. Αρκεί ένας ανήφορος, ένα πεζοδρόμιο που το βλέπει ο ήλιος, ένα πεζοδρόμιο στη σκιά, ή μια νεροποντή. Κι αυτό σε οδηγεί, στο συγκεκριμένο σημείο όπου προορίζεσαι να καταλήξεις».

Ο Μοντιανό παρακολουθεί τη Λουκί από κάθε δυνατή οπτική γωνία. Κάθε κεφάλαιο είναι κι ένα διαφορετικό παράθυρο από το οποίο ο αναγνώστης παρακολουθεί τη ζωή της. Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που τη γνώρισαν συνθέτουν λέξη λέξη το παζλ. Φυσικά και τα γεγονότα που περιγράφονται διαφέρουν στις λεπτομέρειές τους, όπως διαφέρει άλλωστε ο τρόπος που τα ερμηνεύει ο εκάστοτε αφηγητής.

Προσωπικά ξεχώρισα τα λόγια του Ρολάν, ενός φοιτητή που την ερωτεύεται. Ενός νεαρού άντρα που τολμά να αποδεχτεί το μυστήριό της, χωρίς να προσπαθήσει να το εξηγήσει.
«Για μια στιγμή είχα τη φαντασίωση ότι θα σε ξανάβρισκα. Εκεί θα ήταν η Αιώνια Επιστροφή. Η ίδια κίνηση όπως παλιά για να πάρω από τη ρεσεψιόν το κλειδί για το δωμάτιό σου. Η ίδια απότομη σκάλα. Η ίδια λευκή πόρτα με τον αριθμό 11. Η ίδια προσμονή. Και μετά, τα ίδια χείλη, το ίδιο άρωμα, τα ίδια μαλλιά που χύνονται σαν καταρράκτης».




Tα βιβλία της Πατρίτσια Χάισμιθ μου αρέσουν γιατί έχουν μια ένταση που κλιμακώνεται αργά και σταθερά. Σαν το βήμα ενός ανθρώπου που αντιλαμβάνεται ότι τον παρακολουθούν και αρχίζει να περπατά όλο και πιο βιαστικά. Ο περίπατος γίνεται τρέξιμο όσο πλησιάζει το φινάλε.

Το Κρυφτό με το θάνατο (εκδ. Ροές – μτφ. Βασίλης ΠουλάκοςΤhose who walk away) είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ολόκληρο το μυθιστόρημα είναι μια ατμοσφαιρική βόλτα στα στενά της Βενετίας. Μια βόλτα όμως που ενέχει κινδύνους.

Ήρωες είναι δύο Αμερικανοί: Ο Ρέι Γκάρετ και ο πεθερός του Έντουαρντ Κόουλμαν. Ο δεύτερος, ένα επιτυχημένο στέλεχος επιχείρησης που εγκατέλειψε τη ζωή του στην Αμερική κι αναζήτησε την τύχη του ως ζωγράφος στην Ευρώπη, δεν μπορεί να ξεπεράσει την πρόσφατη αυτοκτονία της κόρης του. Θεωρεί υπεύθυνο για το θάνατό της το σύζυγό της και προσπαθεί να τον εκδικηθεί. Ο Γκάρετ, ένα μήνα μετά το τραγικό συμβάν επισκέπτεται τον πεθερό του στη Ρώμη, για να του εξηγήσει ότι είναι αθώος. Είχε προσφέρει μια ξένοιαστη ζωή στην Πέγκι. Δεν της έλειπε τίποτα. Ήταν ένα χρόνο παντρεμένοι κι απολάμβαναν ακόμα έναν παρατεταμένο μήνα του μέλιτος στη Μαγιόρκα. Ο Ρέι Γκάρετ, κληρονόμος μιας μεγάλης περιουσίας, είχε τη δυνατότητα να προσφέρει στη νεαρή γυναίκα του ένα σπίτι πλάι στη θάλασσα και μια ανέμελη καθημερινότητα χωρίς σκοτούρες. Η μόνη τους υποχρέωση ήταν να μαζεύουν ήλιο στις ατέλειωτες αμμουδιές του νησιού. Είχαν λεφτά, υπηρέτες, ελεύθερο χρόνο... Όμως εκείνη πνιγόταν. Ένα απόγευμα ο Ρέι επιστρέφοντας σπίτι τη βρήκε νεκρή στην μπανιέρα. Η αστυνομία πείστηκε για την αθωότητα του συζύγου της, έκλεισε την υπόθεση, όμως ο Κόουλμαν ήταν βαθιά πεπεισμένος ότι ο γαμπρός του δεν ήταν αθώος.

Στην πρώτη τους συνάντηση μετά την κηδεία της Πέγκι, ο πεθερός πυροβολεί τον γαμπρό του, αλλά αστοχεί. Από εκείνη τη στιγμή αρχίζει ένα ανελέητο κυνηγητό. Ο Ρέι Γκάρετ δεν τον καταδίδει στην αστυνομία, γεννώντας στον αναγνώστη αμφιβολίες για την αθωότητά του. Γιατί δεν ζητά προστασία; Μήπως κρύβει κάτι; Ο νεαρός άντρας ακολουθεί τον Κόουλμαν στη Βενετία και μέσα στο χειμωνιάτικο, γκρίζο σκηνικό αυτής της μαγικής, απόκοσμης πόλης ξεκινούν οι δυο τους ένα παιχνίδι στρατηγικής που θυμίζει παρτίδα σκάκι. Κάθε κίνηση του ενός δημιουργεί μια αλυσιδωτή αντίδραση και οι ρόλοι κυνηγού και θηράματος διαρκώς αντιστρέφονται.

Το βιβλίο βεβαίως είναι μια ωδή στη Βενετία. Ένα location ιδανικό για μια νουάρ ιστορία, με όλα αυτά τα σκοτεινά σοκάκια, τα επιβλητικά κτίρια χτισμένα θεατρικά μέσα στο νερό, τα μικρά café που βρίσκονται σε κάθε γωνιά, τα εντυπωσιακά εστιατόρια και ξενοδοχεία με τις μπαρόκ σάλες τους λουσμένες στο φως ενός μεγάλου κρυστάλλινου Baccarat πολυελαίου. Η μαγεία και η παρακμή. Η υγρασία και η μυρωδιά του cappuccino, εμποτίζουν κάθε σελίδα, κάνοντας την ανάγνωση του βιβλίου απόλαυση.

Υ.Γ. Ανάλογου ύφους είναι και το μυθιστόρημα Ψεύτρα Γλώσσα (εκδ. Μεταίχμιο) του βιογράφου της Πατρίτσια Χάισμιθ, του Άντριου Γουίλσον (για το οποίο έχει γράψει το 2009 στo blog του ο Librofilo). Όπως στο βιβλίο της Χάισμιθ έτσι και σ΄αυτό οι δύο ήρωες, ένας ξεπεσμένος αριστοκράτης συγγραφέας που ζει σε ένα φθαρμένο παλάτσο και ένας νεαρός φοιτητής που αναλαμβάνει χρέη βοηθού του, κυνηγούν ο ένας τον άλλον όπως η γάτα το ποντίκι με φόντο το χειμωνιάτικο σκηνικό της Βενετίας.  


Ξέρω, τίποτα δεν συγκρίνεται με την ανάλαφρη εξωστρέφεια του καλοκαιριού, όμως και ο χειμώνας έχει τη χάρη του. Να βρέχει, για παράδειγμα, και να μην έχεις κανονίσει τίποτα. Να μένεις όλη μέρα σπίτι και να σέρνεσαι από καναπέ σε καναπέ. Διάβασμα και φλιτζάνια με αχνιστό τσάι, βελουτέ σούπες με φρυγανισμένο ψωμί, πλατό με τυριά και αλλαντικά, κρασί και μουσική.

Ακόμα και τις εργάσιμες ημέρες όμως, είναι αναζωογονητικό να κλέβεις μερικές ώρες για να κάνεις τα δικά σου. Μου αρέσει τρελά να ξυπνάω νωρίς και με το πιο ζεστό μου μπουφάν να πηγαίνω με το ποδήλατο στη θάλασσα. Να πίνω τον πρώτο καφέ στο κρύο. Ζεστό χάρτινο ποτήρι σε παγωμένα χέρια. Μια μικρή απόδραση πριν τα γραφεία.

Ευτυχώς, τώρα που συνήθισα (πάντα με ωτοασπίδες), να διαβάζω αναίσθητα όπου βρω, φέτος δεν θα αφήσω café και πάρκο ανεκμετάλλευτο. Οι περισσότεροι άνθρωποι λένε ότι διαβάζουν περισσότερο το καλοκαίρι, στην παραλία. Στη δική μου περίπτωση, αυτό δεν ισχύει. Πιο πολλά βιβλία διαβάζω το χειμώνα. Αυτά τα υπέροχα μακρόσυρτα βράδια, όταν γυρνάω από τη δουλειά και το μόνο που θέλω είναι να χωθώ κάτω από το πάπλωμα και να απολαύσω ένα μυθιστόρημα στο ημίφως.

Κι επειδή, ως γνωστόν, είμαι junkie της λίστας, να όλα όσα με κάνουν να αγαπώ το χειμώνα γενικά και τον συγκεκριμένο ακόμα περισσότερο:
  • Θα διαβάσω επιτέλους τους Αδερφούς Καραμάζοφ (σε μετάφραση της Ελένης Μπακοπούλου για τις εκδόσεις Ίνδικτος).
  • Θα κατεβάσω την τηλεοπτική σειρά Boardwalk Empire του Σκορσέζε. Πολιτικοί, γκάνγκστερς και φλάπερς την εποχή της ποτοαπαγόρευσης.
  • Έχω μια στοίβα comics που με περιμένουν: Palaistine του Joe Sacco (εκδ. ΚΨΜ) / Γκαρντούνο, στον καιρό της ειρήνης του Phillipe Squarzoni (εκδ. Βιβλιοπέλαγος) /Αβάνα του Reinhard Kleist (εκδ. Γνώση) / Fun Home του της Alison Bechdel (εκδ. Γράμματα) / Χαιρετίσματα από τη Σερβία του Aleksandar Zograf (εκδ. ΚΨΜ) και το Exit Wounds της Rutu Modan που διάβασε η Αγιάτη και της άρεσε.
  • Σκανδιναβική λογοτεχνία κι έξω να αστράφτει και να βροντάει. (Κανένας δεν περιγράφει ωραιότερα τα τοπία της παγωνιάς από έναν Νορβηγό ή Σουηδό θριλεράκια).
  • Κυριακάτικο σινεμά. Κυρίως γι αυτή την υπέροχη αίσθηση που έχεις όταν μπαίνεις μέρα στην αίθουσα, βγαίνεις νύχτα και σε φυσά ξαφνικά ο κρύος αέρας.
  • Η μεταφορά του συγκλονιστικού βιβλίου της Μαργαρίτας Καραπάνου Rien ne va plus (εκδ. Καστανιώτη) στη σκηνή Black Box του πολυχώρου 104, είναι κατά τη γνώμη μου το θεατρικό γεγονός της νέας σεζόν.  
  • Έχω περιέργεια να δω τη μεταμόρφωση της Νικόλ Κίντμαν σε Γκέις Κέλι στην ταινία Grace of Monaco.
  • Ίσως αρχίσω να βλέπω Game of Thrones. Έχω διαβάσει το πρώτο βιβλίο και δεν μου άρεσε καθόλου. Οι φίλοι μου ωστόσο επιμένουν να δω τουλάχιστον τη σειρά.
  • Ωραία απογεύματα στο γραφείο, να κάνεις δημιουργικά πράγματα και στο παράθυρο η χειμωνιάτικη λιακάδα να χρυσίζει τα γυμνά κλαδιά της λεύκας.
  • Θέλω να προλάβω να διαβάσω τη Μικρά Αγγλία της Ιωάννας Καρυστιάνη (εκδ. Καστανιώτη) πριν βγει η ταινία του Παντελή Βούλγαρη στις αίθουσες. 
  • Rigoletto το Δεκέμβρη στη Λυρική! ♪♫
  • Βόλτες στα βιβλιοπωλεία κι ένας cappuccino, ανάμεσα σε δύο επαγγελματικά ραντεβού.
  • T-bone steaks ψημένα αργά και μηλόπιτες.
  • Mεθυστική βόλτα σε wine bar. Μεσοβδόμαδα.
  • Κι ένα βιβλίο με βρετανικό χιούμορ που περιμένω με τρελή ανυπομονησία: Ιδιοπάθεια του Sam Byers σε μετάφραση της Μαργαρίτας Ζαχαριάδου (εκδ. Ίκαρος).
Y.Γ. Καλό χειμώνα! :-)



...ελεύθερο χρόνο, μια αναπαυτική πολυθρόνα, γαλλικό καφέ και ένα σκασμό ολοκαίνουρια βιβλία για γνωριμία (και ό,τι ήθελε προκύψει). Θα γίνουν δεκτές μόνο σοβαρές προτάσεις. Διαθέτω δικό μου χώρο, αλλά διατίθεμαι και να μετακινηθώ. Πληροφορίες: εντός.

Υ.Γ. Παρακαλώ, ανοίξτε τις βιβλιολίστες και αποκαλύψτε το καυτό περιεχόμενό τους: Ποια βιβλία αγοράσατε/δανειστήκατε/ανταλλάξατε; Τι θα θέλετε να διαβάσετε το επόμενο διάστημα; Ποιες είναι οι νέες αφίξεις που σας έχουν βάλει σε πειρασμό;




...αναμφισβήτητα είναι το Μαπούτσε του Caryl Ferey (εκδ. Άγρα, μτφ. Αργυρώ Μακάρωφ). Έχει όλα όσα κάνουν ένα βιβλίο της νουάρ λογοτεχνίας να ξεχωρίζει: στυλάτους ήρωες, γρήγορη πλοκή που σου κόβει την ανάσα και -μέσα σε ένα μακελειό με πυροβολισμούς, καταδιώξεις και πολύνεκρες επιθέσεις- έναν έρωτα με αρχέγονη δύναμη. Ο γεννημένος στη Βρετάνη συγγραφέας στήνει μια ιστορία γεμάτη ένταση, ρυθμό και οικονομία. Δεν περισσεύει ούτε λέξη από αυτό το συγκλονιστικό ταξίδι στην Αργεντινή του σήμερα, στο Μπουένος Άιρες της κρίσης (2001) αλλά και στα χρόνια της δικτατορίας του Χόρχε Βιντέλα (1976-1981).

Ταξιδευτής και λίγο ροκ, ο Φερέ περιγράφει τα τοπία με τέτοιο τρόπο που σε κάνει να νιώθεις λες και παρακολουθείς μία on the road κινηματογραφική περιπέτεια. Ο ίδιος έχει γυρίσει ολόκληρη την Ευρώπη με τη μοτοσυκλέτα του και μετά από μια μεγάλη περιήγηση σε διάφορες χώρες, κατέληξε στη Νέα Ζηλανδία. Τελικά όμως έγραψε για την (!) Αργεντινή (σαν να έχει ζήσει μάλιστα όλη τη ζωή του εκεί).

Στον πυρήνα της ιστορίας που αφηγείται είναι ένα δίκτυο στρατιωτικών που έκλεβε την περίοδο της δικτατορίας τα παιδιά των αντιφρονούντων και τα πουλούσε σε πλούσια, άκληρα ζευγάρια. Χιλιάδες εγκλήματα, δολοφονίες, βασανιστήρια έγιναν εκείνα τα χρόνια, αλλά ο δικτάτορας Χόρχε Βιντέλα πλήρωσε αρχικά γι' αυτά μόνο με πέντε χρόνια φυλάκισης. Αν και είχε καταδικαστεί σε ισόβια κάθειρξη, το 1990 ο τότε πρόεδρος της χώρας Κάρλος Μένεμ του έδωσε χάρη, όπως και σε άλλα στελέχη του στρατιωτικού πραξικοπήματος. Τα στοιχεία που ενοχοποιούσαν τη δικτατορία ακόμα και για ανοιχτές υποθέσεις εξαφανίσεων θάφτηκαν από την πολιτεία, στο όνομα της λήθης που θα βοηθούσε την Αργεντινή να κλείσει τα τραύματά της και να προχωρήσει μπροστά. Έτσι ένας κακοποιημένος λαός βάδισε προς την καταστροφή, κουκουλώνοντας το μοναδικό όπλο που έχει ένα έθνος: την ιστορική του αλήθεια. Ο Χόρχε Βιντέλα φυλακίστηκε ξανά το 1998, όταν κρίθηκε ένοχος για την απαγωγή παιδιών από το καθεστώς του. Φυσικά, δεν έμεινε για πολύ στη φυλακή, μόνο για μερικές ημέρες. Κατόπιν τέθηκε σε κατ' οίκον περιορισμό για λόγους υγείας. Η διαφθορά έφτανε μέχρι τους κόλπους της εκκλησίας, της πολιτικής, της επιστήμης, οπότε πολλοί ήταν εκείνοι που ήθελαν πάση θυσία να θάψουν τις ιστορίες των αγνοουμένων τις οποίες σκάλιζαν οι Γιαγιάδες της Πλατείας του Μάη (μια δυναμική οργάνωση που δεν σταμάτησε να αναζητά τους αναρίθμητους αγνοούμενους της δικτατορίας). Για την ιστορία, ο Νέστορ Κίρχνερ, ο οποίος ανέλαβε τα ηνία της χώρας μετά την τραυματική της χρεοκοπία, άνοιξε ξανά το φάκελο του Χόρχε Βιντέλα. Η χάρη που του είχε δώσει ο Μένεμ κρίθηκε αντισυνταγματική και τον Δεκέμβριο του 2010 ο πρώην δικτάτορας καταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και παρέμεινε στη φυλακή μέχρι το τέλος της ζωής του.

Το μυθιστόρημα του Φερέ αφηγείται όλα αυτά τα πραγματικά γεγονότα, εντάσσοντάς τα μέσα στην πλοκή. Οι σκηνές βασανισμού στα κολαστήρια της δικτατορίας είναι τόσο σκληρές, που πυροδοτούν στον αναγνώστη έναν απίστευτο θυμό. Δεν μπορείς να αφήσεις το βιβλίο από τα χέρια σου, όχι μόνο γιατί θες να δεις την εξέλιξη της ιστορίας, αλλά γιατί αποζητάς τη δικαίωση των ηρώων.

Κεντρικό πρόσωπο η Ζανά, μια Ινδιάνα της φυλής Μαπούτσε. Έχοντας η ίδια βιώσει τον παραλογισμό, το ρατσισμό και τη σκληρότητα αυτού του κόσμου, αφού η οικογένειά της εκδιώχθηκε βίαια από τη γη της, κατέφυγε στο Μπουένος Άιρες της οικονομικής κρίσης για να σπουδάσει στη Σχολή Καλών Τεχνών. Για να επιβιώσει αναγκάστηκε να γίνει πόρνη και να ζήσει στο δρόμο. Χρόνια μετά, έχοντας πλέον γίνει γλύπτρια, μένει σε μια παλιά καταπατημένη αποθήκη που έχει μετατρέψει σε ατελιέ. Εκεί φτιάχνει γιγαντιαία μεταλλικά γλυπτά και περνάει το χρόνο της κάνοντας παρέα με δύο τραβεστί. Η περιπέτεια αρχίζει όταν ένα βράδυ το πτώμα της Λους, της μία εκ των δύο τραβεστί, βρίσκεται ευνουχισμένο στο λιμάνι. Η Ζανά και η Πάουλα απευθύνονται στην αστυνομία, αλλά μη μπορώντας να βγάλουν άκρη ζητούν τη βοήθεια ενός ιδιωτικού ντετέκτιβ, του Ρουμπέν Καλδερόν.

Ο Ρουμπέν, γιος ενός ποιητή που βασανίστηκε από τη δικτατορία για τις αριστερές ιδέες του και αυτοκτόνησε στο κελί του, έχει αφιερώσει τη ζωή του στις έρευνες για τον εντοπισμό ανθρώπων που αγνοούνται από εκείνη την περίοδο. Αρχικά, αρνείται να βοηθήσει τη Ζανά να βρει το δολοφόνο της φίλης της, αφού η υπόθεση δεν δείχνει να έχει σχέση με τα πολιτικά εγκλήματα που συνηθίζει να αναλαμβάνει. Στη συνέχεια όμως ερευνώντας την εξαφάνιση μιας πλούσιας, νεαρής γυναίκας, πέφτει πάνω στην Ινδιάνα. Οι δυο υποθέσεις δείχνουν να έχουν πολλά κοινά. Οι ήρωες θα έρθουν κοντά και μαζί θα προσπαθήσουν να ξετυλίξουν το νήμα ενός κουβαριού που τους οδηγεί πίσω στην πρόσφατη ιστορία της πολύπαθης Αργεντινής.

Υ.Γ. Το βιβλίο, μετά τις 200 σελίδες, διαβάζεται σε μία νύχτα. Η πλοκή είναι καταιγιστική. Οι περιγραφές είναι έξοχες. Το Μαπούτσε όμως σε κάνει να το αγαπήσεις όχι μόνο γιατί σε κρατά σε διαρκή αγωνία, αλλά εξαιτίας των ηρώων του. Και οι δύο είναι υπέροχοι! Τόσο, που λυπάσαι πραγματικά να τους αποχωριστείς.


Το χειρότερο δεν είναι να μην σου αρέσει πολύ το βιβλίο που διαβάζεις. Αλλά να μην βρίσκεις χρόνο να καθίσεις ήσυχα και να απολαύσεις ένα μυθιστόρημα που γουστάρεις τρελά. Το κουβαλάς μαζί σου στην τσάντα, ελπίζοντας να διαβάσεις λίγο στην κίνηση ή σε κάποιο café ανάμεσα σε δύο ραντεβού, σαν τον κλέφτη.

Το φετινό φθινόπωρο ήταν μέχρι ώρας το χειρότερο από αυτή την άποψη. Με ένα σπίτι διαλυμένο λόγω ανακαίνισης, με τα βιβλία σε κούτες ή σε στοίβες πάνω σε σκεπασμένα τραπέζια με νάιλον, με πολλές μαζεμένες υποχρεώσεις στο γραφείο, ζόρικα ωράρια και πολλά ξενύχτια, έγινα ένας από εκείνους που λένε μια φράση την οποία δεν συμπαθώ καθόλου: «Δεν έχω χρόνο για διάβασμα».

Όταν άκουγα ανθρώπους να το λένε, δεν το πίστευα. Να που συμβαίνει, καμιά φορά, ακόμα και σε κάτι τύπους σαν εμένα που δεν μπορούν να φανταστούν τη ζωή τους χωρίς τα βιβλία. Όταν, όμως, γυρίζεις σπίτι μετά από 12 με 15 ώρες δουλειάς, το τελευταίο πράγμα που μπορείς να καταφέρεις είναι να διαβάσεις δέκα σελίδες σερί χωρίς να σε πάρει ο ύπνος. Προτιμάς να δεις μισό επεισόδιο Dexter ή να χαζέψεις στο Facebook και στο Twitter, να μιλήσεις στο τηλέφωνο ή το Skype, να φτιάξεις ένα ποτό και να ακούσεις λίγη μουσική για να χαλαρώσεις πριν πας στο κρεβάτι.

Με αυτό το ρυθμό, διαβάζοντας κάθε πρωί 20 περίπου σελίδες, πίνοντας τον καφέ μου, χρειάζομαι τρεις εβδομάδες για να τελειώσω ένα βιβλίο των 500 σελίδων. Απλώς απαράδεκτο, για τις δικές μου ανάγκες. Όταν δεν διαβάζω με την ταχύτητα που έχω συνηθίσει (ή με την ταχύτητα που μου αρέσει) αισθάνομαι ότι κάτι δεν κυλάει καλά στη ζωή μου, ότι κάτι πολύ σημαντικό λείπει. Και πράγματι έτσι είναι, λείπει κάποιος που αγαπάς κι αυτή η υπέροχη αίσθηση που έχεις όταν ένα βιβλίο σε παρασύρει τόσο πολύ που σε κάνει να ζεις δυο ζωές: μια δική σου και μια χάρτινη.

Υ.Γ. Τα βιβλία μπήκαν επιτέλους στη θέση τους. Και μάλιστα, για πρώτη φορά ταξινομημένα αλφαβητικά και ανά κατηγορία: Κλασική λογοτεχνία, σύγχρονη ξένη, ελληνική, αστυνομική, βιογραφίες, ποίηση, θέατρο και δοκίμια/φιλοσοφία/οικονομία. Έβαλα τάξη και στο σπίτι και στην βιβλιοαποθήκη. Αυτό, τουλάχιστον, με αποζημιώνει, αφού πλέον με μια κίνηση (ή έστω με δύο) μπορώ να βρίσκω γρήγορα οποιοδήποτε βιβλίο αναζητώ.  



Ο illustrator Πολ Ρότζερ από την Καλιφόρνια είχε μια υπέροχη ιδέα: Να εικονογραφήσει σελίδα σελίδα το μυθιστόρημα On the Road του Τζακ Κέρουακ. Τα ασπρόμαυρα σκίτσα του σε κάνουν να θέλεις να διαβάσεις ξανά το βιβλίο. 



Προς το παρόν η συγκεκριμένη δουλειά του δεν έχει εκδοθεί, τα σκίτσα φιλοξενούνται στο site του. Μπορείτε να τα δείτε με τη σειρά κάνοντας κλικ στα παρακάτω links:


Να μου γράφεις για ό,τι διαβάζεις. Κάθε ταξίδι, κάθε βιβλίο και μια καρτ ποστάλ.



Δεν έχει σημασία η αλήθεια. Μεταξύ μας, δεν είχε ποτέ. Όσα διαβάζαμε ήταν πάντα γεγονότα που μας επηρέαζαν σαν να τα είχαμε ζήσει. Τέτοια πράγματα να μου γράφεις. Για δράκους που σκότωσες και για δικτάτορες που σε κυνήγησαν, για έρωτες περασμένων αιώνων και μυστικά που ανακάλυψες.



Να μου γράφεις για την Κουμίκο και τη γάτα του Τόρου Οκάντα. Για τον Βέρθερο και τη Λόττε. Για τον Γιάρομιλ και τον ομφάλιο λώρο του. Βαριέμαι τις αληθινές ιστορίες. Αν θες να μου πεις καμία, πες μου ψέματα, ότι τη διάβασες τάχα κάπου και δεν θυμάσαι πού.  

Υ.Γ. Ολες τις καρτ ποστάλ που σχεδίασε η Julie θα τις βρείτε στη σελίδα της στο etsy.com  

Ξεδιάντροπες δολοφονίες, άγρια βασανιστήρια, ίντριγκες και παρακρατικά παιχνίδια με την ανοχή ξένων δυνάμεων. Δικτάτορες, τύραννοι, παρανοϊκοί στρατηγοί, αχυράνθρωποι της πολιτικής, μυστικοί πράκτορες και στη μέση οι πολίτες-πιόνια, φρικτά αδύναμοι, ανυπεράσπιστοι, διαλυμένοι κι άλλοτε δουλικά κουλουριασμένοι και βολεμένοι στα πόδια του συστήματος.

Δεν ξέρω γιατί, ίσως φταίει το σκοτάδι της εποχής που ζούμε, αλλά τελευταία με τραβούν σαν μαγνήτης μυθιστορήματα -κυρίως συγγραφέων της Λατινικής Αμερικής- που έχουν ρίξει φως στα πιο άγρια κι απολυταρχικά καθεστώτα.

Μετά τη Γιορτή του Τράγου του Μάριο Βάργκας Λιόσα (εκδ. Καστανιώτη), την Τρέλα του Πινοτσέτ του Λουίς Σεπούλβεδα (εκδ. Opera), το Μακρινό Αστέρι του Ρομπέρτο Μπολάνιο (εκδ. Καστανιώτη), τις Αναμνήσεις μιας κυρίας του Σαντιάγο Ρονκαλιόλο (εκδ. Καστανιώτη) αλλά και το συγκλονιστικό Πέδρο Πάραμο του Χουάν Ρούλφο (εκδ. Πατάκη), λέω να συνεχίσω τη βουτιά στην παράνοια. Επέλεξα τέσσερα βιβλία που έχουν κι αυτά φυσικά καταγωγή από τη Λατινική Αμερική:

Όλα καταγγέλλουν την αποκτήνωση της εξουσίας, πραγματεύονται τις συνέπειες που έχουν τα χαμηλά αντανακλαστικά και η τυφλή υποταγή ενός λαού και ξεγυμνώνουν τον πρόστυχο ρόλο σε κάθε μα κάθε περίπτωση των Ηνωμένων Πολιτειών, οι οποίες δεν διστάζουν να πετάξουν εκατομμύρια ανθρώπους στα «σκυλιά» προκειμένου να ασκήσουν τον έλεγχό τους. Έστω και αν για να τα καταφέρουν χαϊδεύουν κάτω από το τραπέζι τις πιο άρρωστες προσωπικότητες στην ιστορία της Αμερικανικής Ηπείρου.

Πρωταγωνιστές είναι άλλοτε πραγματικά, άλλοτε φανταστικά πρόσωπα, που όλα όμως μοιάζουν αισχρά: Είναι το ίδιο πανίσχυρα κι αδύναμα ταυτόχρονα, αφού όπως πολύ σοφά γράφει η Χάνα Άρεντ στο βιβλίο της Περί βίας (εκδ. Αλεξάνδρεια) «δύναμη και βία είναι πράγματα αντίθετα. Όταν η μία επικρατεί απόλυτα, η άλλη απουσιάζει».

Διαβάζοντας την εισαγωγή της μεταφράστριας Κλαίτης Σωτηριάδου-Μπαράχας στο βιβλίο του Μάρκες Το Φθινόπωρο του Πατριάρχη, φυλλομετρώντας τα υπόλοιπα από τη στοίβα, αλλά και εκείνα που έχω ήδη διαβάσει, καταλαβαίνω ότι στη Λατινική Αμερική τα ονόματα (Τρουχίλιο, Πινοτσέτ, Πορφύριο Ντίας κ.α.) δεν έχουν καμία σημασία, ούτε οι χώρες (Χιλή, Αργεντινή, Περού, Βολιβία, Ουρουγουάη, Μεξικό, Παραγουάη κ.α.), το μόνο που μετράει είναι το πόσο άρρωστο και επικίνδυνο μπορεί να γίνει το ανθρώπινο μυαλό.

«Ο Πατριάρχης, ένας "παραδοσιακός" Λατινοαμερικανικής προέλευσης δικτάτορας, είναι ένας γέρος στρατηγός ακαθόριστης ηλικίας "μεταξύ 107 και 232 χρόνων", σε κάποια ανώνυμη Λατινοαμερικανική χώρα. Μέσα από τα καθημερινά γεγονότα της ζωής του αναγνωρίζουμε χαρακτηριστικά από στυγνούς δικτάτορες, παλαιούς και σύγχρονους, που συνθέτουν την εικόνα του, αυτή όμως η μυθική, αινιγματική, τρομερή και παντοδύναμη φιγούρα μεταμορφώνεται από την πένα του συγγραφέα σε ήρωα φαρσοκωμωδίας. Ο δικτάτορας επιτέλους απομυθοποιείται, ξαναπαίρνει τις ανθρώπινες διαστάσεις του, καταρρέει και τελικά πεθαίνει για να αφήσει το σαπισμένο κορμί του έρμαιο στα όρνια που μπαινοβγαίνουν στο "μέγαρο της εξουσίας"».

Τα επόμενα βιβλία πάνω στο συγκεκριμένο θέμα που θέλω να αγοράσω είναι η φυσικά, η τριλογία του Ουρουγουανού Εδουάρδο Γκαλεάνο Μνήμη της φωτιάς: Η αρχή - Τα πρόσωπα και οι μάσκες - Ο αιώνας του ανέμου (εκδ. Πάπυρος), που όπως λέει ο Αναστάσης Βιστωνίτης στο Βήμα πρόκειται για «ένα έργο μοναδικό σε σύλληψη και σε εκτέλεση. Ο Ουρουγουανός Εδουάρδο Γκαλεάνο, επιφανής συγγραφέας, δημοσιογράφος και άριστος γνώστης του πολιτισμού και της λατινοαμερικανικής ιστορίας έγραψε τη δική του ιστορία της Νότιας Αμερικής σε μικρά, αυτόνομα και ακαριαίας αποτύπωσης κείμενα, από την προκολομβιανή εποχή ως το τέλος περίπου του 20ού αιώνα».

Βεβαίως, ανυπομονώ να ξεκινήσω το Μαπούτσε του Καρίλ Φερί (εκδ. Άγρα). Αν και δεν έχει γραφτεί από Λατινοαμερικανό συγγραφέα, πιστεύω ότι θεματικά και μόνο αξίζει να μπει στη λίστα, αφού όσα διαδραματίζονται σε αυτό έχουν τις ρίζες τους στη δικτατορία του στρατηγού Βιντέλα στην Αργεντινή. Ίσως τολμήσω κάποια στιγμή να αναμετρηθώ με το 2666 του Ρομπέρτο Μπολάνιο (εκδ. Άγρα), ενώ θα αναζητήσω (κι ελπίζω να βρω) σε δανειστική βιβλιοθήκη το εξαντλημένο Τελευταία νύχτα στη Χιλή του ίδιου (εκδ. Μεταίχμιο). Η κριτική της Αρχοντής Κόρκα στο Critique μου έχει εξάψει τη φαντασία.

Υ.Γ. Θα ήθελα τις προτάσεις σας για βιβλία αντίστοιχης θεματολογίας και καταγωγής που μου έχουν διαφύγει ή έχω λησμονήσει.



Ένας κακοποιημένος λαός μαθαίνει να φιλά ευλαβικά το χέρι που τον χτυπά. Να αποθεώνει τον δυνάστη, να σκύβει περισσότερο όταν τον προσβάλει άγρια, να υφίσταται τη βία μοιρολατρικά σαν μια μεταφυσική τιμωρία που πρέπει να υποστεί. Η ταπείνωση είναι μια σκάλα που δεν έχει τέλος. Η κατάβαση κάνει ακόμα πιο ισχυρό τον γόρδιο δεσμό που αναπτύσσεται μεταξύ αφέντη και σκλάβου.

Το συγκλονιστικό μυθιστόρημα Η γιορτή του Τράγου του Μάριο Βάργκας Λιόσα (εκδ. Καστανιώτη – μτφ. Αγγελική Αλεξοπούλου) περιγράφει ακριβώς αυτή την άρρωστη σχέση ενός τυράννου με το λαό του. Είναι μια σπουδή στην παράνοια της εξουσίας. Ο βραβευμένος με Νόμπελ περουβιανός συγγραφέας με τη δυνατή πένα του καταγράφει λεπτό προς λεπτό τα γεγονότα πριν και μετά τη δολοφονία του δικτάτορα Τρουχίλιο. Ο ηγέτης του Αγίου Δομίνικου από το 1930 έως το 1961, υπήρξε μια από τις πιο μακιαβελικές προσωπικότητες στην παγκόσμια ιστορία. Βασάνισε με ασύλληπτη αγριότητα εκατομμύρια ανθρώπους, ακόμα κι εκείνους που στήριζαν τυφλά το διαβολικό οικοδόμημά του, ταπείνωνε με σαδιστική υστερία τα στελέχη του, δοκίμαζε την πίστη τους διαρκώς στήνοντας στην πλάτη τους παιχνίδια εξουσίας, δίνοντάς τους κίνητρα για να κανιβαλίζουν ο ένας τον άλλον. Από φόβο μην πέσουν σε δυσμένεια αποδέχονταν τα πάντα, ακόμα και το να μπαίνει ο άρχοντας μέσα στο ίδιο τους το σπίτι και να πηδάει τη γυναίκα, την αδερφή ή την κόρη τους, όσο εκείνοι κρατούσαν τσίλιες στην πόρτα με τον σοφέρ του.

Η αφήγηση αν και έχει πολύπλοκη δομή, αφού τα γεγονότα καταγράφονται από πολλές οπτικές γωνίες, δεν κουράζει καθόλου. Το βιβλίο είναι τόσο καλογραμμένο που σε μαγεύει. Δεν μπορείς να σταματήσεις να διαβάζεις. Όσα διηγείται ο Λιόσα γράφουν βαθιά στο υποσυνείδητό σου, τα κουβαλάς μέσα σου για καιρό, σε κάνουν να βλέπεις τα πράγματα αλλιώς. Κι αυτή είναι η σπουδαιότητα του συγκεκριμένου μυθιστορήματος: είναι ένα κλειδί με το οποίο μπορείς να ξεκλειδώσεις και να ερμηνεύσεις πολλά πράγματα που συμβαίνουν γύρω σου. Κυρίως όμως το βιβλίο μιλά για τη συνενοχή. Χωρίς αυτή κανένας δικτάτορας δεν μπορεί να διατηρήσει την εξουσία του. Κανένας δεν μπορεί να σε πατήσει αν δεν σκύψεις. Γιατί αυτή η αρρώστια είναι σαν το τανγκό: θέλει πάντα δύο.

Διαβάζοντας το βιβλίο βεβαιώνεσαι πως η σχέση σαδιστή-μαζοχιστή, τηρουμένων των αναλογιών, αναπτύσσεται εκτός από την πολιτική σε κάθε πεδίο όπου κάποιος αποκτά ανεξέλεγκτη εξουσία: σε μια οικογένεια, εταιρεία, ομάδα, οργάνωση, σχέση κ.α. Όσο αηδιαστικός βεβαίως είναι ο κάθε Τρουχίλιο, άλλο τόσο αηδιαστικοί είναι και οι κανίβαλοι που διαγκωνίζονται γύρω του για να γευτούν λίγη από την εξουσία του και τα προνόμια που αυτή τους παρέχει. Ή και εκείνοι που συναινούν σιωπηλά στα εγκλήματά του για να μην ξεβολευτούν. 

Υ.Γ. Δεν θα μπορούσε να επιλεχθεί καλύτερο έργο από τον πίνακα Allegoria del Cattivo Governo (1338-1339) του Ambrogio Lorenzetti, για να κοσμήσει το εξώφυλλο ενός τέτοιου μυθιστορήματος.



Είχα 20 χρόνια να πάω σε δανειστική βιβλιοθήκη. Από την εφηβεία μου. Τότε είχαμε ακόμα καρτέλες, στις οποίες χειρόγραφα σημειώναμε τα βιβλία που παίρναμε. Έως τρία μυθιστορήματα, θεατρικά ή ποιητικές συλλογές για 14 ημέρες.

Έτσι διάβασα τα περισσότερα ποιήματα του Ελύτη, του Καβάφη, τα βιβλία του Κάφκα, τα έργα του Ίψεν ή του Τένεσι Ουίλιαμς. Βιβλία χιλιοδιαβασμένα, με ταλαιπωρημένη ράχη, βιβλία ευτυχισμένα που πήγαιναν κι έρχονταν από σπίτι σε σπίτι. Πόσοι άνθρωποι να ταξίδεψαν άραγε πριν από μένα με το Μονόγραμμα σ' εκείνο το σπίτι στη θάλασσα; Και πόσοι έχουν ερωτευθεί το ίδιο αντίτυπο μετά από μένα;

Η δανειστική βιβλιοθήκη με έμαθε να μοιράζομαι. Στην πράξη. Να καταλάβω πως ό,τι αξίζει το θυμάσαι για χρόνια και είναι πολύ πιο σημαντικό από οτιδήποτε κατέχεις μα έχεις ξεχάσει. Η βιβλιοαποθήκη μου είναι γεμάτη με σύγχρονα μυθιστορήματα που με έκαναν να περάσω καλά, μα δεν θυμάμαι ούτε λέξη από αυτά. Μια αμυδρή εντύπωση ευχαρίστησης. Στη μνήμη μου όμως κουβαλάω ολόκληρες φράσεις από σπουδαία βιβλία -σπουδαία γιατί με πήγαν ένα βήμα μπροστά- που δεν ήταν ποτέ δικά μου. Τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που έχουμε μάθει να ορίζουμε την ιδιοκτησία.

Πολλά από τα βιβλία που διάβασα σε δημοτικές βιβλιοθήκες και τα αγάπησα, αργότερα τα αγόρασα. Άλλα τα διάβασα ξανά, άλλα έχουν μείνει να σκονίζονται σε κάποιο ράφι. Είχε έρθει πια η εποχή που απαξιώθηκε το να μοιράζεσαι, έπρεπε να κατέχεις. Να «κατέχεις» κι ας ήταν όλα γύρω σου επί της ουσίας δανεικά.

Η δανειστική βιβλιοθήκη στην οποία πήγαινα όταν ήμουν 15 χρόνων δεν υπάρχει πια. Απ' όσο γνωρίζω δεν είναι η μόνη στην οποία μπήκε λουκέτο. Δεν ξέρω αν μπορώ να διαβάζω πια δανεικά βιβλία, με deadline, δεν με βολεύει πολύ. Δεν έχω το χρόνο ούτε να πηγαίνω με την ησυχία μου να διαλέξω τι θα διαβάσω ούτε θα είμαι συνεπής να τα επιστρέψω στην ώρα τους πίσω. Δεν έχει όμως σημασία, γιατί κάποτε μπορούσα και ίσως κάποια στιγμή να μπορώ ξανά. Ή μάλλον κάποια στιγμή ίσως να μην μπορώ να διαβάζω αν δεν υπάρχει αυτή η κοινωνική παροχή. Έχω πολλούς φίλους που αδυνατούν πια να αγοράσουν βιβλία.

Γιατί όμως να μπει λουκέτο σε μία δανειστική βιβλιοθήκη αν μπορεί να λειτουργήσει με εθελοντές; Αν μπορεί να τροφοδοτηθεί με τίτλους από αναγνώστες, εκδοτικούς οίκους, οργανισμούς κ.α.; Γιατί να κλείσει κάτι όταν μπορούν οι ίδιοι οι πολίτες να το αυτοδιαχειριστούν χωρίς καμία συνδρομή από το ανάπηρο πια κράτος;



Πολλά έχουν γραφτεί και ακόμα περισσότερα έχουν ειπωθεί για το φαινόμενο Τζίλιαν Φλιν. Τα βιβλία της παραμένουν για καιρό στην κορυφή της λίστας των αμερικανικών best sellers, ενώ τα κινηματογραφικά στούντιο ήδη έχουν προγραμματίσει τη μεταφορά των ιστοριών της στη μεγάλη οθόνη. Απορώ. Ή μάλλον όχι, δεν απορώ καθόλου, απλά υποκλίνομαι για ακόμη μία φορά στη δύναμη του σωστού μάρκετινγκ.

Προσωπικά, όπως θα καταλάβατε κι από τον τίτλο του ποστ, έχω σβήσει ήδη το ebook, έχω κάνει πλύση στομάχου, έχω κατεβάσει τη Λεοπάρδαλη του Νέσμπο από το ράφι και της ζητάω συγγνώμη και έχω στείλει το Kindle -καλού κακού- για εξορκισμό.

Το Gone Girl (στα ελληνικά: Το Κορίτσι που εξαφανίστηκε, εκδ. Μεταιχμιο, μτφ. Βάσια Τζανακάρη) είναι από τα πιο ανούσια βιβλία που έχω διαβάσει ποτέ. Οι ήρωες αντιπαθητικοί, η ιστορία εξωφρενική, οι ανατροπές προβλέψιμες και το στυλ γραφής σαν περίληψη σαπουνόπερας σε εβδομαδιαίο τηλεοπτικό περιοδικό. Μια αστυνομική ιστορία η οποία θυμίζει b-movie. Ένα από αυτά τα απίστευτα ταινιάκια που βάζει το Star μετά τις τρεις τη νύχτα, τα οποία παρακολουθείς σαν λοβοτομημένος ως το τέλος, για να δεις μέχρι που μπορεί να φτάσει η κατάντια σου.

Λίγα λόγια για την ιστορία (αλλά λίγα για να μην παρασύρω κανέναν άτυχο και το διαβάσει): Ο Νικ Νταν, ένας απολυμένος δημοσιογράφος που έκανε κριτικές κινηματογράφου σε έντυπο της Νέας Υόρκης, επιστρέφει μαζί με τη σύζυγό του Έιμι, στην πολιτεία που μεγάλωσε, το Μιζούρι. Χτυπημένοι από την οικονομική ύφεση του 2008, βλέπουν το γάμο τους να βαλτώνει. Ένα πρωί ο Νικ επιστρέφει σπίτι και ανακαλύπτει ότι η Έιμι έχει εξαφανιστεί. Οι έρευνες αρχίζουν, ολόκληρη η Αμερική γεμίζει με φωτογραφίες της αγνοούμενης, τα κανάλια ακολουθούν το σύντροφό της παντού και η αστυνομία τον υποπτεύεται. Τι έχει συμβεί στην Έιμι; Και γιατί ο Νικ είναι τόσο απαθής;

Πολλές φορές φλέρταρα έντονα με την ιδέα να παρατήσω το βιβλίο, αλλά δεν το έκανα. Συνέχισα να το διαβάζω, ελπίζοντας ότι στη συνέχεια θα στρώσει. Γινόταν όλο και χειρότερο. Η πλοκή είναι γεμάτη αντιφάσεις, οι ήρωές της Φλιν είναι καρικατούρες και το τρίτο μέρος μοιάζει λες και γράφτηκε στο πόδι. Φτηνό χιούμορ, τηλεοπτική αισθητική, βαρετές ατάκες και ακατάσχετη φλυαρία. Η Τζίλιαν Φλιν την πάτησε κανονικά: τα κοινωνικά σχόλια που αποπειράθηκε να κάνει για την οικονομική κρίση την εξέθεσαν φρικτά. Μοιάζει με μικρομέγαλο που πετάγεται στις συζητήσεις των μεγάλων για να αναμασήσει τα κλισέ που άκουσε το μεσημέρι στην εκπομπή της Όπρα Γουίνφρι. Κι αυτά, τα μεταφέρει μπερδεμένα.

Υ.Γ. Δεν ξέρω πως είναι τα υπόλοιπα βιβλία της. Και δεν έχω καμία διάθεση να μάθω. Ποτέ.